Το όνομα Μετόχι αναφέρεται σε αγρόκτημα που ανήκει σε μοναστήρι (μετόχι μοναστηριού), μέσα στο οποίο βρίσκεται συνήθως μικρό παρεκκλήσιο και κατοικία για τους μοναχούς που καλλιεργούν το συγκεκριμένο αγρόκτημα. Το «Μετόχιον», στην εκκλησιαστική ορολογία, αποτελεί παράρτημα της μονής στην οποία ανήκει, ακόμα και αν διαμένουν μόνιμα σε αυτό αρκετοί μοναχοί. Καθώς οι μοναστηριακές γαίες παρέμεναν εσαεί στη Μονή θεωρείτο παραδεκτό ότι ανήκαν στο «Κοινό των Μοναχών» και όχι ατομικά στον καθένα. Από το στοιχείο αυτό ονομάστηκαν τα κτήματα των μοναστηριών Μετόχια, γιατί ως μέτοχοι του κτήματος θεωρούνταν όλοι οι μοναχοί της Μονής.
Ο ορεινός όγκος του Άθω δεν έδινε τη δυνατότητα καλλιέργειας του εδάφους για την διατροφή των μοναστών. Έτσι, παράλληλα με την αυτοκρατορική προστασία της χερσονήσου του Άθω, δόθηκαν από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες στις Μονές και εκτεταμένες καλλιεργήσιμες γαίες σε όλη την χερσόνησο της Χαλκιδικής «προς ζωοτροφίαν» των μοναχών. Οι εύφορες αυτές εκτάσεις έφεραν την ονομασία «Μετόχια». Τα μετόχια ήταν κτήματα, ιδιοκτησίες που διέθεταν οι μονές συνήθως μακριά από αυτές. Τα Μετόχια πέραν των αγρών περιελάμβαναν και σύνολα καλυβιών με συγκεκριμένη χρήση το καθένα. Υπήρχαν δηλαδή οι στάβλοι, τα λιοτριβειά, το μαντρί, οι αχυρώνες, οι αποθήκες, το αλώνι, καθώς και ξενώνες στους οποίους έμεναν οι εργάτες των Μετοχιών. Στα Μετόχια εργάζονταν πέραν των μοναχών και ένας αρκετά μεγάλος αριθμός εργατών από την ευρύτερη περιοχή. Ήταν ιδιαίτερη ευλογία να εργάζεται κάποιος στα μοναστηριακά αυτά κτήματα. Οι εκεί δουλευταράδες σέβονταν και τιμούσαν πάντα την μοναστηριακή περιουσία. Σε κάποια Μετόχια με τον καιρό οι εργάτες εγκαταστάθηκαν μόνιμα.
Οι αγιορείτικες και οι άλλες μονές απέκτησαν τα εν λόγω κτήματα (μετόχια) στη διάρκεια των αιώνων με αγορές, πρωτίστως όμως με δωρεές είτε από τους κτήτορές τους, είτε από τον αυτοκράτορα και μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, είτε από πλούσιους αριστοκράτες, πολιτικούς και εκκλησιαστικούς αξιωματούχους, κληρικούς, καθώς και απλούς ιδιώτες.
Οι ζητείες αποτελούσαν ένα εξαιρετικά διαδεδομένο φαινόμενο μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εντός του οθωμανοκρατούμενου χώρου άλλα και πολύ πέρα από αυτόν. Ζητείες εκτελούνταν από τα Πατριαρχεία, τα μοναστήρια και τις εκκλησίες για την κάλυψη τακτικών και έκτακτων αναγκών τους. Η λέξη «ζητεία» ειδικά αναφερόμενη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο δήλωνε καταρχήν όλα τα συνήθη δοσίματα που αυτό λάμβανε από το ποίμνιο και τους κληρικούς πού βρίσκονταν στη δικαιοδοσία του και αποτελούσαν μέρος των εκκλησιαστικών εισοδημάτων. Οι περιερχόμενοι για ζητεία μονάχοι τις περισσότερες φορές έφεραν μαζί τους διάφορα λείψανα αγίων ή κομμάτι του Τίμιου Σταυρού, σπανιότερα εικόνες, καθώς αυτά κατεξοχήν βοηθούσαν στη συγκέντρωση ελεών. Οι αναχωρούντες σε ζητεία μοναχοί υπέγραφαν αποδείξεις παραλαβής των λειψάνων, στις οποίες υπόσχονταν ότι θα τα επέστρεφαν στη μονή όταν γύριζαν από το ταξίδι τους. Οι περισσότερες πληροφορίες για οργανωμένες ζητείες αφορούν κυρίως τα Πατριαρχεία και τα μεγάλα μοναστήρια. Η αποδοχή και η υποδοχή των επαιτούντων μοναχών στους τόπους που ταξίδευαν ήταν συνήθως καλή, ωστόσο, δεν έλειπαν και τα προβλήματα.
Οι ζητείες δεν θα μπορούσαν να έχουν τη διάδοση αλλά και την αποδεδειγμένη αποδοτικότητα τους χωρίς δύο προφανείς παράγοντες: αφενός μεν τη βαθιά θρησκευτική πίστη των ανθρώπων, πού αποτελούσε τον βασικό άξονα της ζωής τους, και τη συνακόλουθη προσήλωση τους στην Εκκλησία, αφετέρου δε την ανιδιοτελή φιλαλληλία προς τους συνανθρώπους τους πού τους έκανε να υψωθούν πάνω από τα δικά τους πολλαπλά και πιεστικά προβλήματα. Η φιλανθρωπία και ή ελεημοσύνη ως χριστιανικές αρετές, την άσκηση των οποίων συνιστούσαν ούτως ή άλλως στις «απανταχούσες» τους οι αρχιερείς, έβρισκαν ανταπόκριση σε πλούσιους και φτωχούς που προσέφεραν ότι μπορούσαν για να καλύψουν τις ανάγκες της Εκκλησίας, συχνότατα και από το υστέρημα τους.
Τα μετόχια των Αθωνικών μονών αποτελούσαν και πυρήνες πνευματικής επιρροής του αγιορείτικου μοναχισμού προς τις τοπικές κοινωνίες, με τις οποίες ήταν σε άμεση σχέση και επαφή.
Πολλοί, από τους τίτλους των Αγιορείτικων μετοχιών είχαν απολεσθεί κατά τη διάρκεια της καταστολής της Επανάστασης του 1821 και δεν υπάρχουν οι ακριβείς χρονολογίες για την ίδρυση των μετοχιών τους (Λαύρας, Παντοκράτορος, Γρηγορίου, Ξηροποτάμου, Ζωγράφου, Φιλοθέου, Κουτλουμουσίου).
Τα μοναστήρια του Αγίου Όρους απόχτησαν στην χερσόνησο της Κασσάνδρας εκτάσεις γης, στα μετά από το 10ο αιώνα χρόνια. Στις εκτάσεις αυτές, που τις απόχτησαν τα μοναστήρια κατά καιρούς, έκτισαν σπίτια κι άλλα κτίσματά τους, σαν αγροτικές τους εγκαταστάσεις. Ήταν τα σπίτια αυτά με τ’ άλλα κοντινά τους κτίσματα, τα μοναστηριακά μετόχια. Τα μετόχια, κάηκαν κι αυτά κατά την επανάσταση του 1821. Ύστερα απ’ την επανάσταση, τα μετόχια ξανακτίστηκαν. Κι ενώ πριν απ’ αυτή ίσως να ήταν λιγότερα, στα μετά απ’ την επανάσταση χρόνια κι ως το 1900 έφτασαν να είναι, μέσα στην Κασσάνδρα, 24 μετόχια. Οι μετοχικές περιοχές σε χωράφια και δάση, υπολογίζονταν στα 4/5 της όλης έκτασης της χερσονήσου. Και ήταν τα χωράφια τους από τα πιο εύφορα και καλύτερα του τόπου της, και τα δάση τους από τα πιο ομαλά σε έδαφος.
Μία απλή καταγραφή από Βορρά προς Νότο με αναφορά στο παρεκκλήσι, την περιοχή και την χρονολογία ίδρυσης:
Τα αγιορείτικα μετόχια υπήρξαν πνευματικοί φάροι για τις περιοχές όπου ιδρύθηκαν και λειτούργησαν. Γι' αυτό και η σχετική έρευνα βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο της επιστημονικής μας γνώσης για τον ορθόδοξο μοναχισμό, αφού η μελέτη των μετοχιών φέρνει στο φως βιογραφικές και ιστορικές λεπτομέρειες, αλλά και δεδομένα για έργα τέχνης και κτίσματα, για περιουσιακά στοιχεία και οικονομικές νοοτροπίες και αντιλήψεις, που στο σύνολό τους σχηματίζουν το μωσαϊκό της πολύτιμης προσφοράς του μοναχισμού στο Γένος μας.
Η καταξίωση του Αγίου Όρους ως κορυφαίου και σημαντικότερου ορθόδοξου μοναστικού κέντρου, ήδη από τον 12ο αιώνα, έχει ως συνέπεια την αυξανόμενη επέκταση των περιουσιών και των μετοχιών των μοναστηριών και εκτός των ορίων του Άθω, αρχικά στη Χαλκιδική και στη συνέχεια, λόγω και του σχετικού κορεσμού της τελευταίας, προς άλλες κατευθύνσεις. Αν και πριν το 1204 η αθωνική παρουσία στην περιοχή είναι ευκαιριακή και μόνο τρεις μονές διαθέτουν περιουσίες εκεί, αποκτηθείσες υπό συγκυριακές προϋποθέσεις (Ιβήρων, Βατοπέδι και Αμαλφινών), από το 1258 και εξής η αθωνική παρουσία γίνεται συνεχώς εντονότερη, και σταδιακά περί τις 15 μονές αποκτούν περιουσίες, ενίοτε ιδιαίτερα εκτεταμένες, που περιλαμβάνουν και χωροδεσποτικά δικαιώματα επί ομάδων χωρικών, ακόμη και σε ολόκληρα χωριά. Από τα κτήματα αυτά οι Μονές αντλούσαν κυρίως τα δημητριακά, το κρασί, τα γαλακτοκομικά, τα αλιεύματα και το αλάτι από τα παραθαλάσσια Μετόχια, επεξεργασμένα μέταλλα και ξυλεία.
Η χερσόνησος της Κασσάνδρας φαίνεται ότι ήταν σε μεγάλο βαθμό ερημωμένη μετά την επιδρομή των Καταλανών στα 1307 και είναι πιθανό ότι οι πειρατικές επιδρομές και η πρώτη οθωμανική κατάκτηση συνέβαλαν περαιτέρω στη διατήρηση αυτής της κατάστασης. Στα 1407-1408 ο Ιωάννης Ζ΄ Παλαιολόγος προσπάθησε να αναδιοργανώσει την κατοίκηση αφιερώνοντας μια έκταση στο βόρειο τμήμα της χερσονήσου (στην οποία συμπεριλαμβάνονταν το μισό του παλαιοχωρίου του Αγίου Δημητρίου και ένα παλαιοχώριον του Πασπαρά) στις μονές Παντοκράτορος Κωνσταντινουπόλεως, Προδρόμου Θεσσαλονίκης, και στις αθωνικές μονές Λαύρας, Βατοπεδίου, Ξηροποτάμου και Αγίου Παύλου, ενώ στα 1408 δώρισε το παλαιοχώριον Μαρίσκιν στη μονή Διονυσίου και επικύρωσε προηγούμενη δωρεά του παλαιοχωρίου του Αγίου Παύλου στην ομώνυμη μονή.
Μετά την οριστική οθωμανική κατάκτηση, τα οθωμανικά κατάστιχα του 15ου και 16ου αιώνα δεν απογράφουν καθόλου χωριά, οργανωμένους οικισμούς με δημοσιονομική υπευθυνότητα, στην Κασσάνδρα, η οποία φαίνεται ότι, όπως και ο Λογγός, χρησιμοποιούνταν πλέον κυρίως ως χειμαδιό. Στο κατάστιχο του 1478 μεταξύ των προσόδων από τα χάσια του εκάστοτε διοικητή της Θεσσαλονίκης καταχωρίζεται και το «τέλος του βοσκοτόπου της Κασσάνδρας στο βιλαέτι της Καλαμαρίας». Στα 1568 το τέλος του χειμαδιού της Κασσάνδρας (μαζί με τα τέλη κυψελών, βουβαλιών, προβάτων, χοίρων, ιχθύων και ρητίνης) καταχωρίστηκε μαζί με άλλες προσόδους των χασίων του διοικητή της Θεσσαλονίκης.
Στη μερική συνέχεια της κατοίκησης στην Κασσάνδρα, όπως και στην περίπτωση του Λογγού, συνέβαλε η παρουσία ορισμένων μοναστηριών του Άθω και των Σερρών, που διατηρούσαν, σύμφωνα με τα οθωμανικά κατάστιχα, χειμαδιά στην Κασσάνδρα. Έχει αναφερθεί παραπάνω ότι η μονή Βατοπεδίου διατηρούσε ένα βοσκότοπο στην Κασσάνδρα μέχρι το 1456, αλλά καθώς είχε εκδιωχθεί με τη βία, ζήτησε να της παραχωρηθεί βοσκότοπος στον Λογγό. Η μονή Προδρόμου Σερρών, η οποία είχε στα 1568 ένα τσιφλίκι και μια οικία στον Άγιο Μάμα, είχε και ένα χειμαδιό στην Κασσάνδρα, όπως και η μονή της Κοσίνιτζας, αλλά και η μονή της Αγίας Αναστασίας. Από τα αθωνικά μοναστήρια, ένα χειμαδιό στην Κασσάνδρα διέθετε στα 1568 η μονή Φιλοθέου. Η μονή Διονυσίου, τέλος, διατηρούσε στα 1568 ένα χειμαδιό και λιβάδι στο λιμάνι του Σκελοχωρίου, αλλά και σπίτια, ένα μελισσουργείο και έναν δεντρόκηπο στην Κασσάνδρα, που ίσως ταυτίζονται με το Μαρίσκιν. Στην Κασσάνδρα υπήρχαν στα 1568 και δύο χειμαδιά που ανήκαν σε μουσουλμάνους, η Δάφνη (σημ. Δάφνη μεταξύ Νέας Φώκαιας και Αθύτου) που ανήκε στον Mehmed Çelebi bin Hüsam Bey, και ένα χειμαδιό που ανήκε στο βακούφι του αποθανόντος μεγάλου βεζίρη Ahmed Paşa.
Η χερσόνησος της Κασσάνδρας επανοικίστηκε στα τέλη του 16ου αιώνα με πρωτοβουλία ενός υψηλόβαθμου Οθωμανού αξιωματούχου, του λευκού Αρχιευνούχου (Kapu Ağası) Γαζανφέρ Αγά, στον οποίο είχε παραχωρηθεί το 1587, με πλήρη κυριότητα (temlik) από τον σουλτάνο Μουράτ Γ΄, σύμφωνα με έγγραφο ασυδοσίας της χερσονήσου της Κασσάνδρας, για να τη μετατρέψει στη συνέχεια σε βακούφι. Για να προσελκυστούν οι οικιστές, με αυτή τη διαταγή του Σουλτάνου οι ραγιάδες της χερσονήσου και οι απόγονοί τους θα ήταν ασύδοτοι (muaf ve müsellem) από τους έκτακτους φόρους (avarız) και από μια μακροσκελή σειρά υποχρεώσεων παροχής καταναγκαστικών υπηρεσιών.
Ως αποτέλεσμα της δημιουργίας του βακουφιού του Γαζανφέρ Αγά, ξεκίνησε στην Κασσάνδρα ο συνοικισμός των χωριών που διαμορφώνουν μέχρι σήμερα εν πολλοίς την κατοίκηση στη χερσόνησο (πρώτες μαρτυρίες για τη Βάλτα στα 1589-1590, τον Πίνακα στα 1593-1594, το Παλιούρι και στην Αγία Παρασκευή στα 1596-1597, το Πολύχρονο στα 1597-1598, την Άφυτο στα 1615, την Καψόχωρα και το Καλλινίκου στα 1623, την Καλάνδρα στα 1629-1669. Παράλληλα, όλα σχεδόν τα αθωνικά μοναστήρια έσπευσαν να ιδρύσουν μετόχια στην Κασσάνδρα, που κατοχυρώθηκαν με τίτλους και περιορισμούς που εκδόθηκαν από τους διαχειριστές του βακουφιού ή τον ίδιο τον Γαζανφέρ Αγά. Τα μετόχια των μονών Αγίου Παύλου, Εσφιγμένου και Διονυσίου είχαν ήδη ιδρυθεί στα 1591, της Ξηροποτάμου στα 1597-1598, της Ζωγράφου στα 1599, και της Κουτλουμουσίου στα 1608.
Συμπερασματικά, παρατηρούμε με βάση τα αναλυτικά δεδομένα των οθωμανικών φορολογικών κατάστιχων και τα πλούσια μοναστηριακά αρχεία, ότι η οθωμανική κατάκτηση αναδιαμόρφωσε την κατοίκηση στην ύπαιθρο της Χαλκιδικής.
Η διαχρονική εξέλιξη και ίδρυση των Μετοχιών είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Μέχρι το 1110 στην Κασσάνδρα υπήρχαν 8 Μετόχια, την περίοδο 1258-1265 9 Μετόχια, την περίοδο 1311-1345 12 Μετόχια, την περίοδο 1346-1384 13 Μετόχια, και τέλος την περίοδο 1404-1423 16 Μετόχια. Από τον 10ον αιώνα ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα συρρικνώνονται δραματικά ή εξαφανίζονται λόγω απαλλοτριώσεων και ιστορικών περιπετειών του Ελληνισμού εκτός των συνόρων του Ελληνικού κράτους. Τα περισσότερα κατά κύριο λόγο τα εντός της οθωμανικής επικράτειας, τα συμπαρέσυρε στον αφανισμό η επανάσταση των Ελλήνων το 1821. Πολλοί από τους τίτλους των Αγιορείτικων Μετοχιών είχαν απολεσθεί κατά τη διάρκεια της καταστολής της Επανάστασης του 1821 και δεν υπάρχουν οι ακριβείς χρονολογίες για την ίδρυση των Μετοχιών τους (Λαύρας, Παντοκράτορος, Γρηγορίου, Ξηροποτάμου, Ζωγράφου, Φιλοθέου, Κουτλουμουσίου). Για δύο Μετόχια είναι γνωστό ότι ιδρύθηκαν αργότερα: το Μετόχι της μονής Χιλανδαρίου στα 1082 (1671-1672) και το Μετόχι της μονής Καρακάλλου στα 1150 (1737-1738).
Η διαδικασία απαλλοτριώσεως για την αποκατάσταση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία και ακτημόνων αφήρεσε μεγάλο μέρος των αγροτικών Μετοχιών στην Μακεδονία. Μία αποτυχημένη προσπάθεια απαλλοτριώσεως των απομεινάντων το 1965 αναγκάζει τις Μονές στην εκποίησή τους και αντικατάστασή τους με αστικά ακίνητα. Οι τελευταίες δεκαετίες που προηγήθηκαν της απελευθέρωσης του Αγίου Όρους (1912) και τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν στάθηκαν καθοριστικά για την τύχη των αγιορείτικων Μετοχιών, τα οποία έως τότε, αποτελούσαν οργανικό ζωτικό και αναπόσπαστο μέλος της λειτουργικής οντότητας των Μονών από άποψης περιουσιακής, θεσμικής, εκκλησιαστικής και ιστορικής. Τα Μετόχια κατοικήθηκαν μετά από την συμβατική πολεοδόμησή τους η οποία αξιοποίησε όσο ήταν δυνατόν τα υφιστάμενα κτιριακά συγκροτήματα και απέδωσε προσωρινούς τίτλους στους δικαιούχους. Η γη των Μετοχιών, χαρακτηρισμένη ως αναπαλλοτρίωτος ενοικιάστηκε από την Πολιτεία και παραχωρήθηκε μέσω της ΕΑΠ στους πρόσφυγες. Η οριστική απαλλοτρίωση επιτελέστηκε μετά το 1930 από ένα ειδικό όργανο, την Επιτροπή Απαλλοτριώσεων Χαλκιδικής (ΕΑΧ).
Από τα προσφυγικά χωριά, τα οποία ιδρύθηκαν στην Χαλκιδική κατά την δεκαετία του 1920, τα είκοσι τρία (23) εγκαταστάθηκαν σε αγιορείτικες Μετοχιακές εκτάσεις.
Ακολουθεί κατάλογος των χωριών αυτής της κατηγορίας, στην χερσόνησο της Κασσάνδρας, με τα διαδοχικά ονόματά τους και το όνομα της πρώην ιδιοκτήτριας μονής του χώρου στον οποίον εγκαταστάθηκε ο νέος οικισμός:
● Κασσάνδρεια-Πόρτες-Καπού Μετόχι-Νέα Ποτίδαια (Μονή Δοχειαρίου-Μονή Σίμωνος Πέτρας)
● Άγιος Παύλος-Νέα Φώκαια (Μονή Αγίου Παύλου-Μονή Διονυσίου-Μονή Εσφιγμένου-Μονή Σταυρονικήτα)
● Ρούσσικο-Νερόμυλος-Μάλτεπε-Καλλιθέα (Μονή Αγίου Παντελεήμονος)
Συγκεκριμένα η Καλλιθέα Χαλκιδικής προέρχεται από την μακροχρόνια μετάλλαξη των παροίκων-καλλιεργητών αγιορείτικων Μετοχιών, σε ελεύθερους ιδιοκτήτες των Μετοχιακών εκτάσεων.
Η αρχιτεκτονική στις καθέδρες των μεσαιωνικών αγιορείτικων μετοχιών δεν μας είναι γνωστή, πέραν ορισμένων οχυρών τους διατάξεων, καθώς και πολλών πύργων τους, που επέζησαν μεμονωμένοι ως τις μέρες μας. Διατηρήθηκαν επίσης αρκετοί υδατόπυργοι υδρόμυλων. Τα λίγα αυτά δεδομένα που διαθέτουμε, κάποιες περιγραφές, καθώς και μια σειρά όψιμων απεικονίσεων, μας υποδεικνύουν ότι στις περισσότερες περιπτώσεις επρόκειτο για περίκλειστα μικρά συγκροτήματα με πύργο, που συνοδεύονταν από κάποια εξωτερικά βοηθητικά κτίσματα και μας οδηγούν στο εύλογο συμπέρασμα ότι η αρχιτεκτονική των κτιρίων τους ήταν ανάλογη, αν και απλούστερη εν πολλοίς, των όσων γνωρίζουμε από την αγιορείτικη χερσόνησο. Τα μετοχιακά κτήρια σχετίζονται με την κοσμική αρχιτεκτονική της εποχής τους, αφού καλύπτουν από την άποψη του καθημερινού βίου, όλες τις ανάγκες που έχει και ένα παραδοσιακό σπίτι: ύπνος, διημέρευση και διατροφή, παραγωγή και αποθήκευση των αγαθών, κ.λπ.
Τα χρόνια μετά το 1830 συνιστούν μια τομή στην εξέλιξη της αρχιτεκτονικής των μετοχιών, όπως άλλωστε και της εν γένει αγιορείτικης αρχιτεκτονικής. Πολλά μετοχιακά συγκροτήματα καταστράφηκαν στην αποτυχημένη επανάσταση του 1821 στη Χαλκιδική και αργότερα ανακατασκευάστηκαν, τα περισσότερα με πιο ελεύθερες διατάξεις των κτιρίων τους, ενώ και η αρχιτεκτονική τους φυσιογνωμία άλλαξε, ακολουθώντας τις τάσεις που επεκράτησαν έκτοτε στην αρχιτεκτονική του Αγίου Όρους. Τα νεώτερα αυτά συγκροτήματα έχουν ελάχιστα καταγραφεί και μελετηθεί, ενώ τα υπολείμματα των περισσοτέρων (μετά την εγκατάλειψη και καταστροφή που άρχισε με την απαλλοτρίωση των αγιορείτικων κτημάτων υπέρ των προσφυγικών οικισμών) αφανίζονται τις τελευταίες δεκαετίες με ταχύτατους ρυθμούς.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο τα αγιορειτικά μετόχια της Χαλκιδικής προστατεύονταν από ισχυρούς, πολλές φορές πολυώροφους πύργους. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των πηγών και των αρχαιολογικών καταλοίπων, φαίνεται ότι υπήρχαν τον 14ο αιώνα σε ολόκληρη τη Χαλκιδική (εκτός του Αγίου Όρους) περισσότεροι από 70 μετοχιακοί και μη πύργοι. Αρκετοί από αυτούς ενισχύονταν περαιτέρω, με μικρούς περιβόλους (μπαρμπακάδες). Οι περισσότεροι μοναστικοί πύργοι της Χαλκιδικής καταστράφηκαν το 1821, αλλά κυρίως στα νεότερα χρόνια. Στις μέρες μας σώζονται γύρω στις 30 από τις μικρές αυτές οχυρές μονάδες, στην συντριπτική τους πλειοψηφία σε ερειπιώδη κατάσταση.
Από το Μισθωτήριο Συμβόλαιο που υπογράφηκε (18 Απριλίου 1924) μεταξύ των Μονών και του Δημοσίου, προκύπτει ότι από το σύνολο των Μετοχιών στην περιοχή της Κασσάνδρας, 17 κατ’ αρχήν Μετόχια ήταν διαπραγματεύσιμα προς ενοικίαση για διάστημα μιας δεκαετίας. Η ενοικίαση αυτή κατέληξε ουσιαστικά σε απαλλοτρίωση. Τα Μετόχια που αναφερόμαστε ήταν τα εξής:
01. Α Γεώργιος Κασσάνδρας, μονής Mεγίστης Λαύρας
02. Λεύκη Κασσάνδρας, μονής Ιβήρων
03. Ανδερ Κασσάνδρας, μονής Ιβήρων
04. Α. Διονυσίου Κασσάνδρας, μονής Διονυσίου
05. Αζάπικο στην Κασσάνδρα, μονής Παντοκράτορος
06. Προφήτη Ηλία στην Κασσάνδρα, μονής Κουτλουμουσίου
07. Παζαράκια στην Κασσάνδρα, μονής Ζωγράφου
08. Καπού μετόχι στην Κασσάνδρα, μονής Δοχειαρίου
09. Πύργος ή Α. Παύλου στην Κασσάνδρα, μονής Αγίου Παύλου
10. Κρεμύδι στην Κασσάνδρα, μονής Αγίου Παύλου
11. Ξηροποτάμι στην Κασσάνδρα, μονής Ξηροποτάμου
12. Παπαστάθη στην Κασσάνδρα, μονής Φιλοθέου
13. Πετριώτικον ή (Σιμωνοπετρίτικο) στην Κασσάνδρα, μονής Σιμωνόπετρας
14. Κελλί (ή Σιμωνοπετρίτικο) στην Κασσάνδρα, μονής Σιμωνόπετρας
15. Εσφιγμενίτικο στην Κασσάνδρα, μονής Εσφιγμένου
16. Ξενοφωντινόν Κασσάνδρας, μονής Ξενοφώντος
17. Σταυρονικητιανό Κασσάνδρας (ήμισυ), μονής Σταυρονικήτα
Μετόχια κυριότητας των Ιερών Μονών στην Κασσάνδρα (2001)
Η μεσοβυζαντινή Κασσάνδρα (Πίνακας Μετοχιών - Χάρτες Αθωνικής γαιοκτησίας)
Wednesday, July 29, 2020
Μετά την καταστροφή της Κασσανδρείας το 540, οι ιστορικές μαρτυρίες σιωπούν και για τη χερσόνησο της Παλλήνης. Πολύ πριν από το 975 υπήρχε κάπου εκεί η μονή του Αββακούμ, με πολλά μετόχια σε όλη τη Χαλκιδική. Μέσα στη χερσόνησο κατείχε το «προάστειο της Αγίας Παρασκευής» (ίσως το σημερινό ομώνυμο χωριό) και χωράφια στην περιοχή του κάστρου της Κασσανδρείας. Η μονή του Αββακούμ, μαζί με τα μετόχια της περιήλθε πριν από το 975 στη μονή της Λεοντίας, που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη και ακολούθως το σύνολο περιήλθε στη μονή Ιβήρων (979/980). Άλλο μετόχι της Λεοντίας που ήταν στην κατοχή της ήδη το 975, ήταν «ο Σίβρης» (σημερινή Σίβηρη). Διοικητική έδρα της χερσονήσου Παλλήνης φαίνεται ότι ήταν «το πολίχνιον της Κασσανδρείας». Η πρώτη σαφής αναφορά σε αυτό γίνεται σε ιβηριτικό έγγραφο το 996. Πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα δικαστική απόφαση πολυπρόσωπου δικαστηρίου που συνήλθε στο «πολίχνιον» και στο οποίο, εκτός των άλλων, συμμετείχαν ο επίσκοπος Κασσανδρείας Λέων και ο άρχων Κασσανδρείας Καλωνάς. Κατά την εκδίκαση προσκλήθηκαν και «οι της Κασσανδρείας χωρίται». Ο Λέων είναι ο πρώτος επίσκοπος που γνωρίζουμε μετά τον Ερμογένη του 449, ενώ ο Καλωνάς είναι ο δεύτερος «άρχων» που αναφέρεται επωνύμως σε οικισμό της μεσαιωνικής Χαλκιδικής. Η θέση του πολιχνίου της Κασσανδρείας που σε άλλες περιπτώσεις χαρακτηρίζεται και ως «κάστρον», βρισκόταν στη θέση όπου επανίδρυσε την Κασσάνδρεια ο Ιουστινιανός, δηλαδή στον ισθμό της Χερσονήσου. Έχοντας όμως υπόψη ότι η νέα πόλη πρέπει να ήταν πολύ μικρότερη από τη ρωμαϊκή Κασσάνδρεια, η πόλη του Ιουστινιανού θα περιορίστηκε στη θέση της Ποτίδαιας, δηλαδή στον τομέα αμέσως βόρεια της σημερινής διώρυγας. Για λόγους που δεν γνωρίζουμε, φαίνεται ότι, μεταξύ των ετών 1047 και 1078, η έδρα της επισκοπής μεταφέρθηκε στη γειτονική Βρύα της Καλαμαριάς, την αρχαία Βρέα/Βέροια. Σε έγγραφο του 1078 αναφέρεται ο επίσκοπος «Κασσανδρείας και Βρυών», τίτλος που συνέχισε να χρησιμοποιείται ως το 1327 (τουλάχιστον), αν και το 1302 η Βρύα ήταν ήδη ερημωμένη. Καταστράφηκε μάλλον κατά τις αρχές του 10ου αιώνα, προφανώς από τις βουλγαρικές ή και τις αραβικές επιδρομές. Πολύ σύντομα όμως ορθοπόδησε και υποσκέλισε το «πολίχνιον» της Κασσανδρείας, ώστε να γίνει έδρα της Επισκοπής. Μέσα στο κάστρο βρέθηκαν τα λιγοστά ερείπια μιας εκκλησίας, ίσως της μεταβυζαντινής περιόδου που πρέπει να χρησιμοποιήθηκε και ως επισκοπικός ναός. Η Βρύα φαίνεται ότι καταστράφηκε κατά το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, από καταδρομή των Νορμανδών. Το 1302 μνημονεύεται ως «παλαιόκαστρο» και το 1321 η Μεγίστη Λαύρα είχε ήδη κάποια χωράφια μέσα στο κάστρο. Κατά τον 14ο αιώνα η τέως κτηματική περιφέρεια των Βρυών αναφέρεται με το τοπωνύμιο «Διαβολόκαμπος» και αργότερα έως και σήμερα ως «Καλαμόκαμπος».
Αθωνίτικες ιδιοκτησίες στη Χαλκιδική, 956-1423
Η εξέλιξη της Αθωνικής γαιοκτησίας στη Κασσάνδρα κατά την υπό εξέταση περίοδο. Αυτό το μέρος στηρίζεται στον πίνακα που περιλαμβάνει τα στοιχεία που διαθέτουμε για τα κτήματα των μοναστηριών στην χερσόνησο.
Έξι χάρτες που βασίζονται σ’ αυτόν τον πίνακα καταγράφουν αυτά που γνωρίζουμε για την Αθωνική γαιοκτησία στη Κασσάνδρα σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές.
Συντομογραφίες:
● Είδος ακινήτου
met: Μετόχι
pal: Παλαιοχώριον
past: Βοσκότοπος
vill:: Χωριό
land: Καλλιεργήσιμη γη
est: Μεγάλη αυτοτελής ιδιοκτησία ● Ιδιοκτήτης
Ch: Χιλανδαρίου - Dio: Διονυσίου - Do: Δοχειαρίου - Es: Εσφιγμένου - Iv: Ιβήρων - Kar: Καρακάλλου - Kas: Κασταμονίτου - La: Μεγίστης Λαύρας - Pan: Παντοκράτορος - Phi: Φιλοθέου - SP: Αγίου Παύλου - SPAN: Αγίου Παντελεήμονος - Va: Βατοπεδίου - Xen: Ξενοφώντος - Xer: Ξηροποτάμου - Zo: Ζωγράφου ● Χρονολογίες
A: Μετά
b: Πριν
c: Έτος(circa)
Ημερομηνίες πριν από έναν αστερίσκο: περιουσία που χάθηκε εκείνη την ημερομηνία
Ημερομηνίες σε παρένθεση: δεν υπάρχει καμία αναφορά για το ακίνητο εκείνη την ημερομηνία, αλλά η κατοχή του από το μοναστήρι είναι γνωστό από μεταγενέστερα έγγραφα ή μπορεί να εκτιμηθεί χάρη σε ότι είναι γνωστό για την ιστορία των ακινήτων.
Το κύριο μέρος των πληροφοριών μας αντλήθηκε από την επιτόπια έρευνα στα εναπομείναντα Μετοχιακά συγκροτήματα. Υπάρχουν ακόμη και σήμερα τοπωνύμια αγροτικών περιοχών στην Κασσάνδρα που αναφέρονται σε Μετόχια μονών του Αγίου Όρους (Κελλί, Παπαστάθη, Παπακυρίτση, Πετριώτικο, Κρεμύδι, Βατοπέδι, Αζάπικο, Αναστασίτικο, Ζωγραφίτικος Λάκκος, Μετόχι Γρηγορίου κλπ). Σημαντική βοήθεια στην έρευνα είναι τα εναπομείναντα ξωκλήσια, οι χτιστές πηγές του νερού, οι χάρτες του Δασαρχείου Κασσάνδρας & η έρευνα για τα τοπωνύμια της Βάλτας του δάσκαλου Βασιλείου Ματαυτσή. Η πλειονότητα των κτισμάτων δεν υπάρχει πια γιατί χρησιμοποιήθηκαν στους δύσκολους καιρούς σαν οικοδομικό υλικό. Μια άλλη πηγή πληροφοριών ήταν το φωτογραφικό υλικό των μοναστηριακών και ιδιωτικών συλλογών, αλλά και το φωτογραφικό αρχείο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους. Τέλος, σημαντικά ήταν τα στοιχεία που συλλέξαμε και από το αρχειακό υλικό των μονών (αλληλογραφία οικονόμων και επιτρόπων, κατάστιχα ληψοδοσίας, καταγραφές περιουσιακών στοιχείων, συμφωνητικά κ.λπ.), τα οποία σε συνδυασμό με τις προφορικές μαρτυρίες κατοίκων της κάθε περιοχής (πρώην επίτροποι των μονών, δασοφύλακες, εργάτες, κ.λπ.) έριξαν φως στην έρευνά μας, η οποία θα πρέπει να σημειώσουμε ότι συνεχίζεται.
● Ιωάννης Βασδραβέλλης : Ανέκδοτα φιρμάνια αφορώντα εις τα εν τη Χερσονήσω Κασσάνδρας και αλλαχού της Χαλκιδικής ευρισκόμενα Μετόχια. Μακεδονικά, 13, 274-315(1973). Ο Ιωάννης Βασδραβέλλης (1900-1981) ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών. Από τις πιο σπουδαίες υπηρεσίες που προσέφερε ήταν η διάσωση των Οθωμανικών αρχείων, που αποτέλεσαν τον πυρήνα του Ιστορικού Αρχείου Μακεδονίας και των οποίων επιλογή επιμελήθηκε και μεταφρασμένα εξέδωσε η Εταιρεία. Τα ανέκδοτα οθωμανικά φιρμάνια σχετικά με τα Μετόχια της Κασσάνδρας, της περιόδου 1806 μέχρι το 1860, βρέθηκαν στα αρχεία της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους και στο αρχείο της ιεράς μονής Μεγίστης Λαύρας και μεταφράστηκαν από τον Ιωάννη Π. Παναγιωτίδη. ● Σπυρίδων Μοναχός Μικραγιαννανίτης: «Τα Μετόχια του Αγίου Όρους στη Χαλκιδική, το 1568». ● Ηλίας Κολοβός (Επίκουρος Καθηγητής Οθωμανικής Ιστορίας): «Κατάληψη του χώρου και μοναστηριακή γαιοκτησία στην οθωμανική Χαλκιδική (15ος-16ος αιώνας)» & «Χωρικοί και Μοναχοί στην Οθωμανική Χαλκιδική 15ος-16ος Αιώνες» (Διδακτορική Διατριβή 2000). ● Ιωακείμ Παπάγγελος (Οικονομολόγος-Αρχαιολόγος (10η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων)): «Τα αγιορείτικα Μετόχια ως συντελεστές ιδρύσεως νέων χωριών στην Χαλκιδική χερσόνησο», «Λιμάνια και σκάλες στην Κασσάνδρα κατά τους Μέσους Χρόνους», «Το πολίχνιον της Κασσάνδρειας», «Η Χριστιανική Χαλκιδική» & «Χερσόνησος της Κασσάνδρας». ● Πασχάλης Ανδρούδης (Αρχιτέκτων Μηχανικός - Δρ. Αρχαιολογίας): «Οι βυζαντινοί πύργοι των αγιορείτικων Μετοχιών στη Χαλκιδική». ● Πρακτικά Συνεδρίου «Η εξακτίνωση του Αγίου Όρους στον ορθόδοξο κόσμο: τα Μετόχια», Θεσσαλονίκη 2015. ● Μοναχός Κοσμάς Σιμωνοπετρίτης (Δρ. Βαλκανικής Γλωσσολογίας): Τα Μετόχια του Αγίου Όρους άρθρο από «Παγχαλκιδικός Λόγος», τ. 25, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2015. ● Παναγιώτης Γ. Στάμος: «Η ηρωική Κασσάνδρα ανά τους αιώνας» (1961) & «Θρύλοι και παραδόσεις της Κασσάνδρας» (1972). ● Mαρία Λιλιμπάκη-Σπυροπούλου: «Το Οικιστικό Δίκτυο της Χαλκιδικής 1912-1960 (2002)». ● Χριστίνα Α. Αραμπατζή (Ιστορικός) Διατριβή: «Προσφυγικοί οικισμοί στη Χαλκιδική κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα». ● Στατιστική του Καζά Κασσανδρείας του 1899. ● Κρίτων Χρυσοχοΐδης - Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών(Τομέας Βυζαντινών Ερευνών): «Μηχανισμοί συγκροτήσεως μετοχιών». ● Απόστολος μονής Κρασσάς «Τα εκκλησιαστικά και βυζαντινά μνημεία της Χαλκιδικής» (Διπλωματική εργασία 2018). ● Κ. Σμυρλής, G. Banev & Γ. Κωνσταντινίδης «Το Άγιον Όρος και η οικονομία της Χαλκιδικής από τον 10ο μέχρι τον 15ο αιώνα». ● Οδυσσέας Γκιλής «Φλέγρα-Ποτίδαια-Κασσάνδρεια-Παλλήνη» (2015), «Ποτίδαια Ιστορικές και βιβλιογραφικές αναφορές» (2008), «Ποτίδαια-Κασσάνδρεια Χαλκιδική» (2016). ● Ξενοφών Μπελόπουλος-Αμπελάς «Τα τοπωνύμια του χωριού μου του Κασσανδρινού» (2004). ● Βασίλειος Γ. Ματαυτσής Δάσκαλος (1909-1993) Αποσπάσματα από το βιβλίο του «ΙΣΤΟΡΙΑ - ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΒΑΛΤΑΣ» (1981) (Αναφέρεται στη ζωή του τόπου κατά την εκατονταετία 1830-1940). ● Johannes Koder «Die Metohia der Athos-Kloster auf Sithonia und Kassandra» (1967).
Χαρακτηριστική είναι η απογραφή του πληθυσμού των οικισμών της χερσονήσου Κασσάνδρας (τα μετόχια χωριστά) της υποδιοίκησης Χαλκιδικής από την Διεύθυνση Στατιστικής του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας στις 19-2-1920.
ΜΕΤΟΧΙΑ & ΚΤΗΣΕΙΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΩΝ ΜΟΝΩΝ ΣΤΗΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟ ΤΗΣ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ (Από το 10ο έως τέλος του 15ου αιώνα)
Wednesday, July 29, 2020
Η Κασσάνδρα ήταν η πλέον εύφορη από τις τρεις χερσονήσους της Χαλκιδικής. Η ήπια μορφολογία της, σε σχέση με τις άλλες δύο χερσονήσους στα ανατολικά, και η μικρή της απόσταση από τον Άθω, την κατέστησε βασική επιλογή των αθωνικών μονών για ένα πλήθος καλλιεργειών, με κτήσεις που επιβιώνουν μέχρι σήμερα. Κατά την τελευταία περίοδο, η Κασσάνδρα αποτελεί τον κατεξοχήν παραγωγικό χώρο για την τροφοδοσία της Θεσσαλονίκης, μετά την αποκοπή της πόλης από την άμεση ύπαιθρό της λόγω της Οθωμανικής προώθησης.
Η Κασσάνδρα εμπίπτει εντός του «τυπικού» ζωτικού χώρου του Άθω και, ως εκ τούτου, θα περίμενε κανείς έντονη κινητικότητα. Ωστόσο, παρότι εμφανίζονται κτήσεις ήδη από νωρίς, η περιοχή φαίνεται να προσελκύσει το ενδιαφέρον μόνο συγκεκριμένων μονών. Αναλυτικότερα, με εξαίρεση το 14ο και 15ο αιώνα, που παρατηρείται μια σχετική έξαρση του φαινομένου, μέχρι το 13ο αιώνα η περιοχή φιλοξενεί κτήσεις των ίδιων πέντε μονών: Μεγίστης Λαύρας και Βατοπεδίου από το 10ο αιώνα και Ιβήρων, Ξενοφώντος και Αγίου Παντελεήμονος από τον 11ο. Το 14ο αιώνα θα προστεθούν άλλες πέντε μονές και τον επόμενο θα φτάσουν τις 14. Ωστόσο, μόνον οι δύο αρχικές μονές θα διατηρήσουν σημαντικό αριθμό κτήσεων:
10 η Μεγίστη Λαύρα και 8 η Βατοπεδίου, ενώ οι υπόλοιπες θα έχουν μόλις 1-2 κτήσεις (εξαίρεση οι 4 κτήσεις της Ξενοφώντος). Πρώτη Κτήση στην Κασσάνδρα: Βράτζεβα Μ. Μεγίστης Λαύρας 964 μ.Χ..
Κύρια ονομασία - (ΚΥΡΙΑΡΧΗ ΜΟΝΗ) - Περιοχή - Συντεταγμένες Περίπου - Συμβατικό ή πραγματικό έτος κτήσης - Συμβατικό ή πραγματικό έτος απώλειας κτήσης - (Είδος κτήσης)
Μετόχι Αγιοπαυλίτικο ή Κρολένδι μονής Αγίου Παύλου (Εκκλησία 12 Αποστόλων) (Νέα Φώκαια)
Γενικές Πληροφορίες
Μετόχι Αγιοπαυλίτικο ή Κρολένδι
Wednesday, July 29, 2020
Στον παραθαλάσσιο λόφο, όπου σήμερα υψώνεται ο Πύργος της Νέας Φώκαιας, υπολογίζεται ότι γύρω στο 5000 π.Χ. υπήρξε αξιόλογος προϊστορικός οικισμός, ο οποίος μέσα από διαδοχικές καταστροφές και αναγεννήσεις έζησε για περίπου 3000 χρόνια. Με σημαντικότερες φάσεις τη νεολιθική και την εποχή του χαλκού, δε γνωρίζουμε ακριβώς πότε αυτός εγκαταλείφθηκε οριστικά, αλλά από στοιχεία προέκυψε ότι γύρω στο 1000 π.Χ. δεν υπήρχε πλέον. Τότε ο λόφος ήταν πολύ μεγαλύτερος προς την πλευρά της ακτής και η στάθμη της θάλασσας χαμηλότερη κατά τουλάχιστον 10 μ., με αποτέλεσμα η ακτογραμμή να βρίσκεται πολύ πιο μέσα από τη σημερινή.
Στοιχεία για τη συγκεκριμένη θέση από την αρχαιότητα και τη βυζαντινή περίοδο δεν έχουν διαπιστωθεί, αν και το αγίασμα του Αγίου Παύλου, ΝΔ του λόφου, πιστοποιεί ότι η περιοχή δεν ήταν ακατοίκητη. Οι πρώτες γραπτές πληροφορίες προέρχονται από ένα πρόσταγμα του 1407 του Ιωάννη Ζ’ Παλαιολόγου, με το οποίο ο αυτοκράτορας παραχώρησε στη Μονή Αγίου Παύλου του Αγίου Όρους εκτάσεις και δικαιώματα χρήσεων της περιοχής. Κατά τα επόμενα χρόνια η ακίνητη περιουσία του μετοχιού αυξήθηκε και έφτασε τα 7.500 στρέμματα περίπου. Με την οθωμανική κατάκτηση της Κασσάνδρας φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε. Το 1591 η μονή Αγίου Παύλου ξαναγόρασε τη γη που είχε στην περιοχή και ανασυγκρότησε το μετόχι.
Κατά την Τουρκοκρατία η Μονή διατήρησε την κυριότητα του μετοχιού, ενώ στην Επανάσταση του 1821, ο Εμμανουήλ Παπάς χρησιμοποίησε τον Πύργο ως στρατηγείο. Μετά την Επανάσταση, το μετόχι οργανώθηκε κτιριακά και πήρε τη μορφή ενός συγκροτήματος κτισμάτων γύρω από τον Πύργο και το ναό των Αγίων Αποστόλων.
Το 1923 παραχωρήθηκε στους πρόσφυγες, οι οποίοι συγκρότησαν το σημερινό οικισμό της Νέας Φώκαιας και χρησιμοποίησαν τα κτίσματα του μετοχιού στα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους. Λίγα χρόνια αργότερα, τα κτίρια κατεδαφίστηκαν για να χρησιμοποιηθεί το υλικό τους σε νέα κτίσματα του οικισμού. Ολόκληρος ο λόφος, μαζί με τα κτίρια του, είναι κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος από το 1968, ενώ τα σωζόμενα κτίρια κηρύχθηκαν ιστορικά διατηρητέα Μνημεία.
Από τα τέσσερα κτίσματα του μετοχιού που σώζονται, ο Πύργος είναι αυτός που αιχμαλωτίζει το βλέμμα του επισκέπτη. Στέκει μόνος του, στην κορυφή του λόφου, θυμίζοντας κάτι από την παλιά αίγλη του μετοχιού. Έχει ύψος 17 μ και διαστάσεις βάσης 7 επί 7 μ. Είναι κτισμένος από προϋφιστάμενο οικοδομικό υλικό από αρχαία κατασκευή με πιθανή προέλευση από την Ποτίδαια.
Δίπλα στον Πύργο, στο κέντρο περίπου της αυλής του μετοχιακού συγκροτήματος βρίσκεται η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων που λειτουργεί περιστασιακά. Τον Μάιο δε του 1934 λειτούργησε ο Κασσάνδρειας Ειρηναίος ευρισκόμενος σε αρχιερατική περιοδεία .
Τμήμα της ανατολικής πτέρυγας που χρησιμοποιήθηκε ως σχολείο από τους πρόσφυγες του 1922, γνωστό σήμερα ως «Παλιό Σχολείο», αποκαταστάθηκε το 1992 με σκοπό να λειτουργήσει ως πολιτιστικός χώρος. Τέλος, τα Κολληγόσπιτα, που αποτελούσαν τις κατοικίες των εργατών του μετοχιού, περιμένουν, αντέχοντας οριακά πλέον στη φθορά του χρόνου, κάποια σωστική επέμβαση. Η απαλλοτρίωση τμήματος του Μετοχίου Αγίου Παύλου, έκτασης 3242,74 στρ. του οποίου η Ι. Μονή είχε την κατοχή κατά τα 4/5 λόγω «χρησικτησίας» έγινε με την 49/16.9.1932 Απόφαση της ΕΑΧ. Στη διαδικασία παραβρέθηκαν οι πρόσφυγες με εκπρόσωπό τους, η Ι. Μονή με εκπρόσωπό της τον αρχιμανδρίτη Σεραφείμ, ενώ ο τρίτος συμβαλλόμενος, το ελληνικό δημόσιο, δεν εκπροσωπήθηκε.
Στο Μετόχι αυτό εντάσσεται και ο συνοικισμός. Εκτός από τον οικισμό, το αγρόκτημα περιλάμβανε, αγρούς, αμμώδη εδάφη, λιβάδια, χέρσα εδάφη, δάσος, άμπελο, φυτώριο, ελαιώνα, ρέμματα, θαμνώνα και νεκροταφείο 6,375 στρ.
Το κτιριακό συγκρότημα του Μετοχίου αποτελούσαν: Οίκημα μετοχίου από 10 δωμάτια 4 επί 5 μ., 2 κολληγικά δωμάτια 3 επί 4 μ., 2 αποθήκες 4 επί 5 και άλλη 20 επί 9 μ., Μαγειρείο 7 επί 4 μ., Φούρνος 4 επί 5 μ., Σταύλος 20 επί 10, δεύτερο 10 επί 4 και έναν ακόμα 30 επί 10 μ., Αχυρώνας 10 επί 25 μ. & Εκκλησία κτισμένη τον 19ο αιώνα. Από τις εγκαταστάσεις αυτές σήμερα σώζονται ημιερειπωμένα τμήματα από την ανατολική και νότια πτέρυγα. Στους χώρους του Μετοχίου εγκαταστάθηκαν αρχικά οι πρόσφυγες. Η διανομή της κτηματικής περιοχής της Νέας Φώκαιας έγινε το έτος 1932. Χρονολογία από 1407 έως 1930.
GPS (Γεωγραφικό Πλάτος & Μήκος τοποθεσίας): 40.133604, 23.403527
Ονομασία Μνημείου: Δύο μετοχικά κτίσματα στη Νέα Φώκαια, ιδ. της Ι. μονής Αγίου Παύλου του Αγίου Όρους Θέση: Οικισμός Νέα Φώκαια Τύπος Κήρυξης: Νεώτερο μνημείο Είδος Μνημείου: Μοναστηριακά Συγκροτήματα, Θρησκευτικοί Χώροι Χρονική Περίοδος: Νεοελληνική Φορέας Προστασίας: ΕΝΜ Κεντρικής Μακεδονίας Θεσσαλονίκη Αριθμός Υπουργικής Απόφασης, Αριθμός ΦΕΚ: ΥΑ ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/41877/2584/24-10-1988, ΦΕΚ 818/Β/7-11-1988 Κείμενο: Xαρακτηρίζουμε ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία που χρειάζονται ειδική κρατική προστασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του N 1469/50 τα δύο μετοχικά κτίσματα, ιδιοκτησίας Iεράς Mονής Aγίου Παύλου του Aγίου Όρους, που βρίσκονται στη Nέα Φώκαια Xαλκιδικής, γιατί αποτελούν πολύτιμες μαρτυρίες των εγκαταστάσεων της Iεράς Mονής Aγίου Παύλου του Aγίου Όρους στη Nέα Φώκαια Xαλκιδικής.
Φωτογραφίες
Παλιές Φωτογραφίες
Μετόχι Νερόμυλος (Ρωσσικό) μονής Αγίου Παντελεήμονος (Εκκλησία Παλιός Άγιος Παντελεήμονας) (Καλλιθέα)
Γενικές Πληροφορίες
Μετόχι Νερόμυλος (Ρωσικό) μονής Αγίου Παντελεήμονος
Wednesday, July 29, 2020
Γύρω στο 1044 δόθηκε στην μονή του Αγίου Παντελεήμονος «το προάστειον ο Άγιος Δημήτριος του Φουσκούλου», που βρισκόταν ανάμεσα στα τότε υφιστάμενα χωριά του Ιατρού, των Καμάρων, του Βρηζά, του Χορτοκοπίου, των Παλινέων και των Βουρκάνων. Από τα χωριά αυτά, που βρίσκονταν στην ευρεία περιοχή μεταξύ Βάλτας - Καλλιθέας - Αθύτου - Παπαστάθη, δεν υπάρχει σήμερα ούτε η ανάμνηση.
Εκτός από το προάστιο, δόθηκε στην Μονή και «έτερος τόπος, κείμενος εις τον αιγιαλόν της ανατολικής θαλάσσης, πλησίον του τόπου των Κανδηλαπτών, συν του αμπελίου και της καθέδρας», εκτάσεως 50 στρεμμάτων περίπου. Πρόκειται για το μετόχι στον χώρο του αρχαίου ιερού του Άμμωνος Διός.
Οι ταραγμένοι αιώνες πού επακολούθησαν είχαν ως αποτέλεσμα να χάσει τα δικαιώματα της ή Μονή στο προάστιο. Το 1419 της παραχωρήθηκε «το εντός της νήσου Κασσάνδρειας παλαιοχώριον του Αγίου Δημητρίου και γη περί αυτό ζευγαρίων τριάκοντα». Στο έγγραφο παράδοσης γίνεται λεπτομερής περιγραφή των ορίων του κτήματος, του οποίου νότιο όριο ήταν ο πευκόφυτος χείμαρρος (Ποτόκι) αμέσως νοτίως της Καλλιθέας. Το 1835 ο οικονόμος Παρθένιος σε οθωμανικό δικαστήριο στην Βάλτα, επαναπροσδιόρισε τα σύνορα των κτημάτων του μετοχιού μετά το ολοκαύτωμα της Κασσάνδρας.
Με την κυριαρχία των ρώσων μοναχών στην μονή του Αγίου Παντελεήμονος, κατά τα μέσα τού 19ου αιώνα, άρχισε και η αλματώδης ανάπτυξη του μετοχιού του Νερόμυλου. Στην δεκαετία του 1860 άρχισαν τα μεγάλα οικοδομικά έργα για τα νέα μετοχιακά κτήρια. Τότε εντοπίστηκε και το Ιερό του Άμμωνος Διός, το οποίο και λιθολογήθηκε για την εξυπηρέτηση των μοναχών.
Το μετόχι ήταν μία από τις βασικές παραγωγικές μονάδες της μονής του Αγίου Παντελεήμονος. Εξυπηρετούνταν από πολλούς εποχιακούς και μόνιμους αγρεργάτες και το 1920 απογράφηκαν σ’ αυτό 41 άτομα.
Το 1869 ο συγγραφέας Νικόλαος Β. Χρυσανθίδης επισκέφθηκε με τη συνοδεία του Μητροπολίτη Χρύσανθου το Μετόχι Νερόμυλος (Ρώσικο) στην σημερινή Καλλιθέα και αναφέρει σε βιβλίο που εκδόθηκε το 1870 στην Κωνσταντινούπολη ότι οι μοναχοί βρήκαν το 1863 κατόπιν ανασκαφής τα θεμέλια του Αμφιθεάτρου και του βωμού του ιερού. Τα μεγάλα τετράγωνα μάρμαρα που εξήγαγαν χρησίμευσαν στην ανέγερση του καθολικού αφιερωμένο στον Άγιο Παντελεήμονα (1865) και στην ανοικοδόμηση της μονής Αγίου Παντελεήμονος (Ρωσικό Μοναστήρι) στο Άγιο Όρος. Όλος ο ναός, το Ιερό Βήμα και το κτιστό Τέμπλο είναι εικονογραφημένα με εξαιρετικές τοιχογραφίες, πνεύματος νεοκλασικού, Ρώσων αγιογράφων μοναχών καθώς η ονομασία των Αγίων που απεικονίζονται είναι στα Ρώσικα.
Το Μετόχι είχε συνολική έκταση 5.052,564 στρέμματα, όπως προέκυψε από καταμέτρηση που έγινε από την υπηρεσία Εποικισμού Μακεδονίας, το 1929, σύμφωνα με την οποία καταρτίσθηκε στη συνέχεια διάγραμμα και Κτηματολογικός πίνακας. Από την έκταση αυτή τα 671,474 ήταν ιδιοκτησίες από νόμιμη αγορά ή κληρονομιά και ανήκαν σε 20 ιδιοκτήτες- καλλιεργητές.
Το Μετόχι διέθετε κτίρια περιφραγμένα με τοίχο, που ήταν: Εκκλησία, μαγειρεία και λοιπά οικήματα που καταλάμβαναν έκταση 6,188 στρ.
Οι πρόσφυγες έφεραν στην νέα κατοικία τους πολλά και αξιόλογα κειμήλια, κυρίως εκκλησιαστικά, τα όποια φυλάσσονται στον πρώην ενοριακό ναό τού Αγίου Νικολάου (παλαιά ανασκευασθείσα αποθήκη του μετοχιού) και στον μητροπολιτικό ναό του Πολυγύρου.
Σήμερα σώζονται ακόμα μερικές από τις πέτρινες κολόνες του αρδευτικού καναλιού του 19ου αιώνα.
GPS (Γεωγραφικό Πλάτος & Μήκος τοποθεσίας): 40.076091, 23.449404
Ονομασία Μνημείου: Ιερόν Άμμωνος Διός στην Καλλιθέα Θέση: Παραθαλάσσιο κτήμα ξενοδοχείου "Άμμων Ζευς" Τύπος Κήρυξης:Αρχαιολογικός χώρος Είδος Μνημείου: Αρχαιολογικές Θέσεις, Αρχαία Ιερά, Θρησκευτικοί Χώροι Χρονική Περίοδος: Αρχαιότητα, Βυζαντινή/Μεταβυζαντινή Φορέας Προστασίας: ΙΣΤ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων & 10η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (Συναρμοδιότητα) Αριθμός Υπουργικής Απόφασης, Αριθμός ΦΕΚ: ΥΑ Φ31/36676/2920/4-10-1973, ΦΕΚ 1194/Β/5-10-1973 Κείμενο: Iερόν Άμμωνος Διός Άφυτος-Kαλλιθέα, παραθαλάσσιον κτήμα ξενοδοχείου "AMMΩN ZEYΣ" (τέως Mετόχιον Mονής Παντελεήμονος) και ζώναι πλάτους πεντακοσίων μέτρων (500 μ.) βορειοανατολικώς και νοτιοδυτικώς αυτού.
Φωτογραφίες
Παλιές Φωτογραφίες
Μετόχι Μαρίσκιν ή Διονυσίου Μονής Διονυσίου (Ι.Ν. Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος) (Nέα Φώκαια)
Γενικές Πληροφορίες
Μετόχι Μαρίσκιν ή Διονυσίου μονής Διονυσίου (Nέα Φώκαια)
Wednesday, July 29, 2020
Η μονή Διονυσίου απέκτησε το Παλαιοχώριον Μαρίσκιν (Mariskin) μαζί με καλλιεργήσιμη γη στην Κασσάνδρα το 1408 με δωρεά του Ιωάννη Ζ' Παλαιολόγου. Η μονή οργάνωσε τις κτήσεις της στην περιοχή σε Αγροτικό μετόχι, χάρη και στην υποστήριξη του δεσπότη Ανδρόνικου Παλαιολόγου.
To 1415 ανέλαβε δεσπότης της Θεσσαλονίκης ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος, γιος του Μανουήλ Β. Ο νέος ηγεμόνας συνέχισε και αυτός την προσπάθεια ενίσχυσης της Κασσάνδρας. Από τα πρώτα μελήματα του ήταν η οργάνωση ελαιώνα στην περιοχή της Νέας Φώκαιας, μετόχι της μονής Αγίου Παυλου, που είναι ο πρώτος συστηματικός ελαιώνας της Χαλκιδικής εκτός Αγίου Ορους, μετά τη διακοπή της ελαιοκαλλιέργειας κατά τον 6ο-7ο αιώνα. Από έγγραφο του ίδιου έτους (1415) είναι γνωστό ότι λειτουργούσε ήδη η αλυκή στο Γεράνι της Κασσάνδρας, που πιθανότατα, η εκμετάλλευση της θα είχε αρχίσει πολύ παλαιότερα. Λίγο μετά το 1418, ο Ανδρόνικος έκτισε έναν πύργο στο «Μαρίσκιν» (κάπου κοντά στις Αγροτικές φυλακές Κασσάνδρας), προκειμένου να κατοικεί εκεί όταν επισκεπτόταν την Κασσάνδρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανέγερση του πύργου ήταν υποχρέωση της μονής Διονυσίου, προς την οποία δωρίθηκε ένα μεγάλο κτήμα εκεί, το 1408.
Το 1420 το μετόχι περιλάμβανε πάνω από 10 ζευγάρια γης, τα οποία καλλιεργούσαν πάροικοι. Το μετόχι διατηρήθηκε στην κατοχή της μονής και μετά την οθωμανική κατάκτηση, μέχρι και τον 20ό αιώνα. Σήμερα η μονή κατέχει ναό αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη Πρόδρομο στην περιοχή της Νέας Φώκαιας. Το Μετόχι Διονυσίου Κασσάνδρας το οποίο έφερε και το όνομα «Μαρίσκιν» (πρέπει να χρονολογείται τον 14ο αιώνα) κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο με την 47/ 1932 Απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Χαλκιδικής (ΕΑΧ). Η έκτασή του ήταν 7.573.955 στρέμματα. Περιλάμβανε κτιριακό συγκρότημα που το αποτελούσαν τα παρακάτω κτίσματα: Οίκημα οικονόμου με 12 δωμάτια διαστάσεων 4 επί 4 μέτρα, 7 κολληγικά δωμάτια 5 επί 6 μ., Διαμέρισμα ως σιδηρουργείο 4 επί 6 μ., Διαμέρισμα ως τυροκομείο 4 επί 5 μ., Φούρνο 8 επί 5 μ., Σταύλο 6 επί 10, δεύτερο 6 επί 7 και 2 ακόμα 10 επί 30 μ., Αχυρώνα 25 επί 10 μ., Αποθήκη 6 επί 2 και δεύτερη 10 επι 20 μ., Μαγειρείο 8 επί 5 μ. & Εκκλησία 5 επί 4 μ.
Τα παραπάνω κτίρια θεωρήθηκαν απαραίτητα για την αποκατάσταση των προσφύγων της Νέας Φώκαιας και κρίθηκαν απαλλοτριωτέα μαζί με την υπόλοιπη έκταση του Μετοχίου. Το Μετόχι παραχωρήθηκε συνολικά με την παραπάνω Απόφαση στο Ελληνικό Δημόσιο ως υποκατάστατο της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) (Ν. 5377). Η διαδικασία έγινε με την παρουσία εκπροσώπου των προσφύγων και της Ι. μονής με τον Μοναχό Χαράλαμπο Διονυσιάτη. Το Ελληνικό Δημόσιο δεν εκπροσωπήθηκε. Για τη Μονή ίσχυσε η πρακτική της χρησικτησίας, καθώς και εδώ δεν προσκομίσθηκαν αποδεικτικά στοιχεία. Ετσι η Μονή θεωρήθηκε ιδιοκτήτρια κατά τα 4/5, ενώ για το 1/5 ιδιοκτήτης θεωρήθηκε το Ελληνικό δημόσιο. Χρονολογία από 1408 έως Σήμερα. GPS (Γεωγραφικό Πλάτος & Μήκος τοποθεσίας): 40.133235, 23.354689.
Μετόχι Καπού μονής Δοχειαρίου Ι.Ν. των Ταξιαρχών (Νέα Ποτίδαια)
Γενικές Πληροφορίες
Καπού Μετόχι, μονής Δοχειαρίου
Wednesday, July 29, 2020
Το 1591 ο αρχιευνούχος των ανακτόρων Γαζανφέρ, πώλησε προς την μονή Δοχειαρίου μία μεγάλη έκταση ανατολικά των τειχών του ισθμού της Ποτίδαιας, στη θέση Μάλτα. Το 1821 καταστράφηκε και ξανακτίσθηκε. Το κτήμα αυτό, το «Καπού-μετόχι» δηλ. «μετόχι τής Πόρτας», το είχε η Μονή Δοχειαρίου μέχρι το 1924. Το μόνο κτίριο που σώζεται έως σήμερα από το Μετόχι είναι το ξωκλήσι των Ταξιαρχών, ένα χιλιόμετρο νοτιοανατολικά της Ποτίδαιας, που κτίσθηκε το 1872 με οικοδομικό υλικό της αρχαίας Ποτίδαιας. Στο βόρειο τοίχο είναι εντοιχισμένη λατινική επιτύμβια επιγραφή ενός άρχοντα της ρωμαϊκής Κασσάνδρειας. 1500 μέτρα Νότια από τον Ναό, σε ύψωμα, υπάρχει ερειπωμένος και ο ανεμόμυλος του Μετοχιού.
Οι πρώτοι πρόσφυγες πρώτα έζησαν σε αντίσκηνα στο Μετόχι της μονής Δοχειαρίου, λίγο έξω απο το σημερινό χωριό και μετά τους κάνανε τα «προσφυγικά» σπιτάκια.
Η κτηματική περιοχή της Νέας Ποτίδαιας προήλθε από την απαλλοτρίωση των Μετοχιών Σιμωνοπετριώτικο Κασσάνδρας και Καπού της Ι. μονής Δοχειαρίου. Η απαλλοτρίωση του Μετοχίου Καπού Μετόχι, δηλαδή Μετόχι της Πόρτας, της μονής Δοχειαρίου του Αγίου Ορους έγινε με την απόφαση 46/16.9.1932 που δημοσιεύθηκε την 15.11.1932. Το μεγάλο Μετόχι της μονής ιδρύθηκε το 1591. Η υπογραφή της Απόφασης έγινε παρουσία της Ι. μονής που εκπροσωπούσε ο Μοναχός Ιερόθεος Δοχειαρίτης, των προσφύγων του οικισμού οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον Πρόεδρο και το Κοινοτικό Συμβούλιο ενώ εκπρόσωπος του Ελληνικού Δημοσίου δεν παραβρέθηκε. Η Συνεδρία της 16.9.1932 είχε δημοσιοποιηθεί στο Φύλλο 68 της τοπικής εφημερίδας Παγχαλκιδική την 28.8.1932.
Το Μετόχι είχε έκταση 6.744,872 στρέμματα και περιλάμβανε τα παρακάτω: Αγρούς 4634,353 στρέματα, Λειβάδι καλλιεργημένο 330,785, Χερσολείβαδο 12,187, Αλμυρή έκταση 292,916, Ελος 49,920, Δάσος 678,037, Αμπελο εξ εμφύτευσης προσφύγων 107,249, Οπωρώνα 18,938, Δρόμους 15,438, Συνοικισμό νεοπαγής 54 211,177, Ρέματα 125,750, Αλωνότοπους 264,850 & Νεκροταφείο 3,062.
Τα κτίρια κρίθηκαν απαραίτητα για τη λειτουργία του αγροκτήματος, πλην της εκκλησίας και περιλήφθηκαν στην απαλλοτρίωση. Σύμφωνα με τη διαδικασία της προηγούμενης Απόφασης, η εκτίμηση της αξίας τους θα γινόταν από διμελή ειδική επιτροπή. Τα κτίρια που συγκροτούσαν το Μετόχι ήσαν: Οίκημα οικονόμου, 3 αποθήκες 25 επί 10 μ. και μία 10 επί 8,5 μ., Φούρνος 5 επί 5, Αχυρώνας 30 επί 10, Σταύλοι 15 επί 5 και 30 επί 4 και 2 ακόμα 40 επί 6, Μαγειρείο 7 επί 5, Κολληγικό οίκημα 7 δωματίων 6 επί 6 & Εκκλησία.
Η διανομή στο αγρόκτημα του οικισμού έγινε το 1930. Η διανομή του οικισμού οριστικοποιήθηκε το 1967 και 69. Χρονολογία από 1800 έως 1930. GPS (Γεωγραφικό Πλάτος & Μήκος τοποθεσίας): 40.184671, 23.339682.
Μετόχι Πετριώτικο (Μονής Σιμωνόπετρας Νέα Ποτίδαια)
Wednesday, July 29, 2020
Το 1589-1590, η Μονή Σιμωνόπετρας, αγόρασε από τον Γαζανφέρ αγά μία μεγάλη έκταση στην Κασσάνδρα, νότια της Νέας Ποτίδαιας. Το μετόχι αυτό, γνωστό επίσης ως Πετριώτικο, περιελάμβανε καλλιεργούμενες γαίες και βοσκοτόπους, με έκταση (κατά την απαλλοτρίωση) 10.780 στρέμματα. Από την απαλλοτρίωση εξαιρέθηκαν η εκκλησία του μετοχιού και ο ανεμόμυλος.
Στο Πετριώτικο της Κασσάνδρας υπαγόταν και το μετόχι Κελλί (του παπα-Διονυσίου) που βρίσκεται δυτικά της Βάλτας (σήμερα Κασσάνδρεια). Πρώτη αναφορά του κτήματος γίνεται σε τίτλο του 1660-1661 με έκταση «τεσσαράκοντα περίπου στρεμμάτων». Κατά την δεκαετία του 1870 το μετόχι αυξήθηκε με αγορές και προσφορές, ώστε, όταν απαλλοτριώθηκε, έφθανε τα 3.200 στρέμματα περίπου. Η κτηματική περιοχή της Νέας Ποτίδαιας προήλθε από την απαλλοτρίωση των Μετοχιών Σιμωνοπετριώτικο Κασσάνδρας και Καπού της Ι. μονής Δοχειαρίου. Η απαλλοτρίωση του Μετοχίου Σιμωνοπετριώτικο (Πόρτες Κασσάνδρας) έγινε με την Απόφαση 45/16.9.32 η οποία δημοσιεύτηκε την 15.11.1932. Η Συνεδρία έγινε μετά από δημοσιοποίησή της στο Φύλλο 68 της 28.8.1932 της τοπικής εφημερίδας Παγχαλκιδική. Στη Συνεδρία δεν παρέστησαν εκπρόσωποι της ιδιοκτήτριας Ι. μονής Σίμωνος Πέτρας και του Ελληνικού Δημοσίου, ενώ παρέστησαν οι πρόσφυγες της Ν. Ποτίδαιας, εκπροσωπούμενοι από τον Πρόεδρο, το Κοινοτικό Συμβούλιο και δικηγόρους. Οι εκτάσεις του Μετοχίου που κατανεμήθηκαν με την προηγούμενη Απόφαση ήταν: Αγροί 5552,168 στρέμματα, Λειβάδι 10,5, Λειβάδι καλλιεργήσιμο 1299,747, Αλμυρά έκταση 503,457, Ελος 6,188, Δάσος 3379,107, Αμπελος 16,648, Κτίρια Μετοχίου 4,124, Ρέμα και τάφρος 8,312 με 50 ελιές και 15 μουριές, Συνολική έκταση 10.780,251 στρέμματα. GPS (Γεωγραφικό Πλάτος & Μήκος τοποθεσίας): 40.148217, 23.341704
Η Ιερά Μονή Εσφιγμένου Αγίου Όρους είχε Μετόχια στη Σιθωνία (Λογγό), Θάσο, Κασσάνδρα, Πορταριά, (Καλαμαριά) κλπ. Τα μετόχια των μονών Αγίου Παύλου, Εσφιγμένου και Διονυσίου της Κασσάνδρας είχαν ήδη ιδρυθεί στα 1591. Σύμφωνα όμως με την έρευνα του Κωστή Σμυρλή υπήρχε ήδη το 1346 & το 1409. Στα έγγραφα της μονής αναφέρεται το μετόχι σαν Πύργος. Στον χάρτη του Δασαρχείου Κασσάνδρας μνημονεύεται σαν τοπωνύμιο το δάσος Εσφιγμένου. Από το μετόχι Εσφιγμένου σήμερα έχει μείνει σε ερειπιώδη κατάσταση μόνο το ιερό του ναού της Ευαγγελίστριας (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου). Τα υπόλοιπα κτίσματα λιθολογήθηκαν για την εξυπηρέτηση των προσφύγων του οικισμού της Νέας Φώκαιας.
Η κτηματική της περιοχή προήλθε και οργανώθηκε με βάση τα αγιορείτικα αγροκτήματα (Μετόχια) των Ι. Μονών Διονυσίου, Εσφιγμένου και Αγίου Παύλου και εκτείνεται από τον Τορωναίο έως τον Θερμαικό κόλπο. Η έκταση και τα κτίρια του Μετοχίου Εσφιγμένου Κασσάνδρας παραχωρήθηκαν από την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) στους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή με την Απόφαση 48/ 1932 της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Χαλκιδικής (ΕΑΧ). Παραβρέθηκε ο Μοναχός Πέτρος Εσφιγμενίτης από μέρους της Ι. μονής και ο Ν. Πασχάλης πρόεδρος της Κοινότητας. Ως προς την ιδιοκτησία και την απόδοση θεωρήθηκε ότι ουδέποτε το τουρκικό και το ελληνικό δημόσιο παραχώρησε την έκταση στη Μονή. Τα κτίρια που απαλλοτριώθηκαν, αυτά δηλαδή που υποστήριξαν την αξιοποίηση του Μετοχίου, ήταν τα εξής: 13 κολληγικά δωμάτια 5 επί 5 μ., 4 διαμερίσματα αποθηκών 8 επί 6 μ., Αχυρώνας 8 επί 20 μ., Σταύλος 20 επί 6 , δεύτερος 3 επί 10 και 2 ακόμα 6 επί 5 μ., Μαγειρείο 8 επί 6 μ., Φούρνος 8 επί 4 μ., Εκκλησία 10 επί 5 μ. Η έκταση του Μετοχίου ήταν 4.333,720 στρέμματα.
Το 2019-2020 ο χώρος του ιερού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου επισκευάσθηκε και πλέον είναι επισκέψιμος. Διοικητικές Μεταβολές Ο.Τ.Α.: Κ. Βάλτας (Κασσάνδρειας)
ΦΕΚ 152Α - 09/07/1918: Σύσταση της κοινότητας με έδρα τον οικισμό Βάλτα.
ΦΕΚ - 18/12/1920: Αναγνώριση του οικισμού Μετόχιον Εσφιγμένου και προσάρτησή του στην κοινότητα Βάλτας.
ΦΕΚ - 16/05/1928: Ο οικισμός Μετόχιον Εσφιγμένου της κοινότητας καταργείται. GPS (Γεωγραφικό Πλάτος & Μήκος τοποθεσίας): 40.115554, 23.364408
Η Σερβική Ιερά Μονή Χιλανδαρίου, χάρη σε πλουσιοπάροχες δωρεές, πρωτίστως των βυζαντινών βασιλέων και των Σέρβων ηγεμόνων, και άλλων αξιοσέβαστων αρχόντων, τόσο της Βασιλείας όσο και του σερβικού μεσαιωνικού κράτους, απέκτησε μεγάλα κτήματα και στο ίδιο το Βυζάντιο και στη Σερβία. Οι μοναχοί, μεριμνώντας για τα κτήματά τους, τα οργάνωσαν σε μετόχια τα οποία φρόντιζαν οικονόμοι, μοναχοί που στέλνονταν από το Μοναστήρι.
Οι μοναχοί του Χιλανδαρίου κατέλαβαν το τσιφλίκι που ονομάζεται Παπαστάθη στις 26 Δεκεμβρίου 1669. Δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε τη συνέχεια του με το μεσαιωνικό μετόχι της Αγίας Τριάδας, αν και αναμφίβολα και τα δύο βρίσκονταν στο ίδιο τμήμα της Κασσάνδρας.
Το μετόχι Παπαστάθη, σε οθωμανικά έγγραφα που καταγράφηκαν ως Pāpā İstātī, Pāpā İstāt, ήταν περίπου έξι χιλιόμετρα βορειοδυτικά από την Κασσάνδρεια (πρώην Βάλτα). Τα έγγραφα του 17ου αιώνα το τοποθετούν είτε «κοντά στο χωριό Vilare» (Vīlāre) είτε εντός των ορίων του. Τον δέκατο όγδοο αιώνα το όνομα Vilare έπαψε να συνδέεται με το χωριό. Έχει επιζήσει ως το όνομα μιας κοιλάδας (Βιλαρά).
Διοικητικά και δικαστικά, το μετόχι Παπαστάθη ήταν στην ίδια θέση με το τσιφλίκι στην Καλάνδρα / Μαυροκόλ. Φαίνεται ότι οι μοναχοί της μονής Χιλανδαρίου το αγόρασαν από τον μοναχό Kalinik που μεταβίβασε το δικαίωμα της επικαρπίας των χωραφιών. Ότι η αγορά ήταν προσχηματική μπορεί να φανεί από τη χειρόγραφη ομολογία του πρεσβύτερου Kalinik της 21ης Νοεμβρίου 1670, που τότε ήταν ήδη μέλος της αδελφότητας Χιλανδαρίου, και δείχνει ότι το έδωσε σαν δώρο στο το μοναστήρι. Μαζί με το τσιφλίκι οι μοναχοί έλαβαν μια σειρά σχετικών εγγράφων, τα οποία αποκαλύπτουν κάποια από την προηγούμενη ιστορία του και την προέλευση του ονόματός του. Στα τέλη του 1648, οι γιοι του Παπά Στάθη (Παπά Εύσταθίου) πούλησαν το τσιφλίκι στον Γιάνι, τον γιο του Katākale (συγγενής του Kalinik), και τον Sevāştiyānō, γιο του Angele. Τότε ήταν που το κτήμα αναφέρεται αρχικά ως Pāpā İstātī τσιφλίκι. Τo μετόχι περιοριζόταν από τα σύνορα του Καρακαλλινού μετοχιού, αφ' ετέρου από της κοιλάδας Γιουβάν, από του τρίτου μέρους από τα σύνορα του μετοχιού της Αγίας Αναστασίας και από του τέταρτου μέρους από της κοιλάδας Βιλαρά. Σήμερα από το μετόχι έχουν απομείνει μόνο ερείπεια κρυμμένα μέσα σε συστάδα από συκιές και η μεγάλη πέτρινη πηγή. Διοικητικές Μεταβολές Ο.Τ.Α.: Κ. Βάλτας (Κασσάνδρειας)
ΦΕΚ 152Α - 09/07/1918: Σύσταση της κοινότητας με έδρα τον οικισμό Βάλτα.
ΦΕΚ - 18/12/1920
Αναγνώριση του οικισμού Μετόχιον Παπαστάθη και προσάρτησή του στην κοινότητα Βάλτας
ΦΕΚ - 16/05/1928
Ο οικισμός Μετόχιον Παπαστάθη της κοινότητας καταργείται. GPS (Γεωγραφικό Πλάτος & Μήκος τοποθεσίας): 40.087321, 23.362647
Το 1089 η περιοχή Μεγάλης Κύψας έγινε μετόχι της αγιορείτικης μονής του Ξενοφώντος, στην ιδιοκτησία της οποίας παρέμεινε μέχρι την δεκαετία του 1920. Προφανώς η Σκάλα της περιοχής παρέμεινε εν χρήσει, τουλάχιστον για τις ανάγκες του μετοχιού της μονής και του προς δυσμάς όμορου τότε μετοχιού της μονής Βατοπεδίου. Η παλιά έδρα του μετοχιού της μονής Ξενοφώντος, πιθανόν να εγκαταστάθηκε πρώτα στην παραλιακή περιοχή της Μεγάλης Κύψας. Ο όρμος της Κύψας αναφέρεται στους πορτολάνους ως ασφαλές αγκυροβόλιο (Quipsa) και στάση υδροδότησης.
Στις αρχές Αυγούστου του 1930 άρχισε να λειτουργεί η αγροτική φυλακή Κασσάνδρας. Οι εκτάσεις και τα κτήρια του μετοχιού του Ξενοφώντος παραδόθηκαν στην κυριότητα του Δημοσίου, το 1931. Σήμερα τα κτήρια των Αγροτικών Φυλακών Ξενοφώντος έχουν υποστεί μεγάλες φθορές και είναι ανενεργά.
Η έκταση της αγροτικής φυλακής μέσα στο χρόνο, υπέστη αυξομειώσεις μετά από τα 1778 στρέμματα του παραρτήματος Ξενοφώντος που προστέθηκαν στα αρχικά της Σταυρονικήτα κατά τα γεωργικά έτη 1932-34, και τα 2616 του παραρτήματος Καρακάλλου, φτάνοντας στα 15.382 συνολικά. Με καταμετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν το έτος 1939 τα στρέμματα κατανεμήθηκαν ως εξής:
1. Κεντρικό κατάστημα, πρώην μετόχι Σταυρονικήτα : 8.929,750
2. Παράρτημα Ξενοφώντος πρώην ομώνυμο μετόχι : 2.745,750
3. Παράρτημα Καρακάλλου πρώην ομώνυμο μετόχι : 3.229,500
Σύνολο : 14.905.000111 Διοικητικές Μεταβολές Ο.Τ.Α.: Κ. Βάλτας (Κασσάνδρειας)
ΦΕΚ 152Α - 09/07/1918: Σύσταση της κοινότητας με έδρα τον οικισμό Βάλτα.
ΦΕΚ - 18/12/1920
Αναγνώριση του οικισμού Μετόχιον Ξενοφώντος και προσάρτησή του στην κοινότητα Βάλτας
ΦΕΚ - 16/05/1928
Ο οικισμός Μετόχιον Ξενοφώντος της κοινότητας καταργείται. GPS (Γεωγραφικό Πλάτος & Μήκος τοποθεσίας): 40.081474, 23.346597
Μετόχι Σταυρονικητιανό ή Πίνακας μονής Σταυρονικήτα (Πύργος Αγίου Γεωργίου Σάνη-Νέα Φώκαια)
Γενικές Πληροφορίες
Μετόχι Σταυρονικητιανό ή Πίνακας μονής Σταυρονικήτα
Wednesday, July 29, 2020
Από το αρχείο της Ι. μονής Σταυρονικήτα προκύπτει ότι το μετόχι Πίνακες (Σταυρονικήτα) στην Κασσάνδρα αποτελεί δωρεά προς τη μονή Σταυρονικήτα του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμία Α', ο οποίος αγόρασε το κτήμα από έναν Οθωμανό τιμαριούχο το 1542 με σκοπό να το δωρίσει στη μονή που ο ίδιος είχε μόλις ιδρύσει. Κατά τους επόμενους αιώνες το μετόχι επεκτάθηκε με αγορές και δωρεές κτημάτων στην περιοχή του Πίνακα και αποτέλεσε τον πυρήνα της εκτός Αγίου Όρους κτηματικής περιουσίας της μονής.
Στην θέση ακριβώς του μετοχιού Σταυρονικήτα υπήρχε το 1820 η κωμόπολη Πίνακας, η οποία κατεστράφη τελείως από την ελονοσία. Οι κάτοικοι της μετοίκησαν σε άλλα χωριά της Κασσάνδρας και ιδίως στην Άθυτο, όπου βρίσκονται ακόμα και σήμερα κάτοικοι με το επώνυμο Πινακιώτης.
Ο πύργος στη θέση «Πίνακας» της χερσονήσου Κασσάνδρας της Χαλκιδικής, γνωστός και ως πύργος της Σάνης ή του Σταυρονικήτα, βρίσκεται στην ακτή του Θερμαϊκού κόλπου επάνω σε χαμηλό παραθαλάσσιο ύψωμα και προστάτευε το μετόχι Πίνακας της αγιορείτικης μονής Σταυρονικήτα. Η ευρεία περιοχή μνημονεύεται με το τοπωνύμιο «Πύργος» από το 1346. Ο πύργος είναι παλαιότερος από το μετόχι και χρονολογείται με αρκετή βεβαιότητα στο β’ μισό του 14ου αιώνα ή το πολύ στις αρχές του 15ου αιώνα, εποχή που οικοδομήθηκαν πολλοί πύργοι στα μετόχια της Χαλκιδικής(1543). Εκείνη την περίοδο, υπήρχαν στη Χαλκιδική πάνω από 100 παρόμοιοι πύργοι, ο ρόλος των περισσότερων από τους οποίους ήταν η προστασία των μετοχιών του Αγίου Όρους από ληστές και πειρατές. Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα των πηγών δεν μπορούμε να αποφανθούμε με βεβαιότητα για τον κάτοχο του πύργου της Σάνης. Η ευρεία περιοχή του μνημονεύεται με το τοπωνύμιο «Πύργος» ήδη το 1346 σε χρυσόβουλλο λόγο του Σέρβου βασιλιά Στεφάνου Δουσάν υπέρ της μονής Εσφιγμένου Αγίου Όρους ως «χειμαδιού» της ίδιας μονής. Το όνομά του «Πύργος» οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα σε κάποιον πύργο της περιοχής ή του μετοχιού, ο οποίος θα μπορούσε βέβαια να είναι και ο πύργος που σώζεται μέχρι σήμερα. Ο πύργος σώζεται σε σχετικά καλή κατάσταση χωρίς σοβαρά στατικά προβλήματα. Το ύψος του είναι περίπου 10 μέτρα στη δυτική πλευρά και 12 μέτρα στην ανατολική. Η κάτοψή του έχει σχήμα ορθογώνιο με διαστάσεις 7,45x6,20 μέτρα. Για την κατασκευή του πύργου έχουν επαναχρησιμοποιηθεί αρχαία ιωνίζοντα κιονόκρανα και αρχιτεκτονικά μέλη, όπως και μαρμάρινοι σταυροί από την παλαιοχριστιανική περίοδο. Στον περιβάλλοντα χώρο του πύργου υπάρχουν δυσδιάκριτα και κάποια υπολείμματα από τον οχυρό περίβολο.
Ο χώρος βρίσκεται σήμερα μέσα στις εγκαταστάσεις του τουριστικού συγκροτήματος Sani Beach. Το 1962 και ενώ παραθέριζαν στο Ξενία οι συνέταιροι και εξ αγχιστείας συγγενείς, Αναστάσιος Ανδρεάδης και Λεωνίδας Ζησιάδης, έγιναν δέκτες μιας πρότασης να δουν μια παρθένα και αναξιοποίητη έκταση ιδιοκτησίας της μονής Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους. Καθώς δρόμος δεν προσέγγιζε το σημείο, με τη βοήθεια ενός καϊκιού από την Ποτίδαια έφτασαν στη Σάνη. Μια αληθινή ζούγκλα, γεμάτη έλη, άγρια βλάστηση και συνθήκες αφιλόξενες, όπου απλά έβοσκαν ζώα. Η ομορφιά του μοναστηριακού μετοχιού τους κέρδισε από την πρώτη στιγμή, τους κέντρισε το ενδιαφέρον και έτσι αυτός ο επί της γης παράδεισος που αντίκρισαν από τη θάλασσα έγινε το στοίχημα της ζωής τους. Η αγορά του σε κείνες τις πρώιμες εποχές ήταν ένα άλμα στο κενό, και η ανάπτυξή του ένα ριψοκίνδυνο βήμα που κανείς δεν μπορούσε να προεξοφλήσει την εξέλιξή του. Για την αγορά της έκτασης επενδύθηκε σχεδόν όλο το κομπόδεμα των δυο συνέταιρων στην εργολαβική εταιρία που διέθεταν στη Θεσσαλονίκη.
Από το 1924 άρχισε η παραχώρηση στο δημόσιο, και το Υπουργείο Γεωργίας κατέλαβε το μισό μετόχι μονής Σταυρονικήτα με τη μορφή της απαλλοτρίωσης βάση αγροτικού νόμου και της υπ’ αριθ. 114215/1924 απόφασης του Υπουργείου Γεωργίας και το άλλο μισό με μίσθωση, για την αποκατάσταση των προσφύγων διαθέτοντάς το στη Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας - Θράκης. Πάλι το 1924 καταλήφθηκαν και τα άλλα μοναστηριακά μετόχια για την αποκατάσταση γηγενών και προσφύγων ακτημόνων. Η εγκατάσταση αυτή όμως απέτυχε γιατί οι εκτάσεις αυτές μαστίζονταν από ελονοσία λόγω ότι είχε πολλά έλη και η μεγάλη θνησιμότητα του πληθυσμού είχε ως αποτέλεσμα την εκκένωση των εκτάσεων. Μετά από αυτό η περιοχή άρχισε να παραχωρείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης για την εγκατάσταση αγροτικών φυλακών. Το 1930 με το Π.Δ. 24-5-1930 παραδόθηκε από την Γενική Διεύθυνση Εποικισμού το μετόχι Σταυρονικήτα. Σε αυτό το Π.Δ., αναφέρεται ότι μετά από απόφαση του υπουργικού συμβουλίου της 1ης Φεβρουαρίου 1925, απαλλοτριώνονται για λόγους δημόσιας ανάγκης για την εγκατάσταση κεντρικής αγροτικής φυλακής στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής το κτήμα με ονομασία «Μετόχιον Σταυρονικήτα» με τα οικοδομήματα, έκτασης οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων δέκα έξη (8.816) στρεμμάτων που διακρίνονται σε αγρό, αλμυρά εδάφη, αμμώδεις εκτάσεις, δάσος και έλος.
Έτσι, στις αρχές Αυγούστου του 1930 άρχισε να λειτουργεί η αγροτική φυλακή Κασσάνδρας με σαράντα κρατούμενους και είκοσι πέντε φύλακες. Ο πρώτος πληθυσμός της φυλακής προσβλήθηκε από ελονοσία κατά 90% περίπου108, και αργότερα το 20% των κρατουμένων και το 12% για το προσωπικό. Λόγω του προβλήματος αυτού άρχισαν σχεδόν αμέσως προσπάθειες εξυγίανσης της περιοχής με αποστραγγίσεις των λιμναζόντων νερών, αποψιλώσεις, απολυμάνσεις ή αποστειρώσεις των ελειογενών φυτών και οχθών.
Το 1964, σύμφωνα με τις ίδιες συνεντεύξεις του διοικητικού προσωπικού, δόθηκαν δωρεάν 10.000 στρέμματα σε ιδιώτες ακτήμονες στις γύρω περιοχές. Αυτοί μετά τα πούλησαν και έγιναν και γίνονται σιγά - σιγά κτίσματα, κατοικίες παραθεριστικές σε αρκετές περιπτώσεις υψηλών προδιαγραφών. GPS (Γεωγραφικό Πλάτος & Μήκος τοποθεσίας): 40.112849, 23.338169
Ευχαριστούμε την διεύθυνση των Αγροτικών Φυλακών Κασσάνδρας για την αμέριστη βοήθεια στην λήψη ψωτογραφιών από τους αρχαιολογικούς & βυζαντινούς χώρους που ανήκουν στην δικαιοδοσία του σωφρονιστικού καταστήματος.
Ονομασία Μνημείου: Βυζαντινός Πύργος στο "Mετόχι Σταυρονικήτα" Νέας Φώκαιας Θέση: "Μετόχι Σταυρονικήτα" Τύπος Κήρυξης: Αρχαίο μνημείο Είδος Μνημείου: Αμυντικά Συγκροτήματα, Πύργοι Χρονική Περίοδος: Βυζαντινή/Μεταβυζαντινή Φορέας Προστασίας: 10η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Αριθμός Υπουργικής Απόφασης, Αριθμός ΦΕΚ: ΥΑ ΥΠΠΕ/ΑΡΧ/Β1/Φ35/20561/560/17-4-1981, ΦΕΚ 277/Β/14-5-1981
Φωτογραφίες
Παλιές Φωτογραφίες
Μετόχι Καρακαλιανό ή Καρακανλιάντσκα μονής Καρακάλλου (Εκκλησία 12 Αποστόλων) (Κασσάνδρεια)
Γενικές Πληροφορίες
Μετόχι Καρακαλιανό ή Καρακανλιάντσκα μονής Καρακάλλου
Wednesday, July 29, 2020
Το μετόχι Καρακαλιανό ή Καρακανλιάντσκα δημιουργήθηκε το 1150. Το Μετόχι αυτό βρίσκεται στην περιοχή Παπαστάθη και ανήκε στην Αγιορείτικη Μονή Καρακάλλου. Με την αρωγή του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθανασίου και την υλική στήριξη του ευσεβούς Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου, η Μονή Καρακάλλου, αποκτά μετόχια σε πολλά μέρη της Ελλάδος, τα οποία δίνουν μία οικονομική ώθηση και πνευματική άνθηση. Στο υπέρθυρο της πύλης του ναού των Δώδεκα Αποστόλων υπάρχει επιγραφή, που αναφέρει: ΤΣ ΧΣ 1862 ΜΠ15. Ο ναός αυτός ανακαινίστηκε πλήρως και λειτουργεί. Σε μικρή απόσταση από το μετόχι υπάρχει και η παλιά χτισμένη με πέτρα πηγή του νερού με επιγραφή. Επίσης ανακαινίζεται και το κύριο διώροφο κτίριο του μετοχιού. Εντύπωση προκαλεί μία εντοιχισμένη επιγραφή στην δυτική πλευρά του κτιρίου με χρονολογία 1859 της μονής Φιλοθέου (είχε γειτονικό Μετόχι).
Με τον ΦΕΚ - 18/12/1920 έγινε αναγνώριση του οικισμού και προσάρτησή του στην κοινότητα Βάλτας (Κασσάνδρειας).
Με το Νόμο 5377/ 6.4.1932 (ΦΕΚ 108Α/ 8.4.1932), οι εκτάσεις του μετοχιού περιέρχονται στην κυριότητα του Δημοσίου. Στην Ελλάδα ο θεσμός των αγροτικών φυλακών θεσπίστηκε το 1925. Η Αγροτική φυλακή Κασσάνδρας Χαλκιδικής ιδρύθηκε με το Προεδρικό Διάταγμα της 28ης Μαΐου 1930, αριθ. 186, τεύχ. Α’ και εγκαταστάθηκε στην ομώνυμο χερσόνησο της Χαλκιδικής σε έκταση 14.212 στρεμμάτων και 924 στρεμμάτων έλους, από τα οποία τα 10.668 στρέμματα ήσαν καλλιεργήσιμα. Έτσι, στις αρχές Αυγούστου του 1930 άρχισε να λειτουργεί η αγροτική φυλακή Κασσάνδρας με σαράντα κρατούμενους και είκοσι πέντε φύλακες. Είναι η μόνη αγροτική φυλακή που έχει δύο παραρτήματα. Το κεντρικό κατάστημα παραδόθηκε το 1930 από την Γενική Διεύθυνση Εποικισμού που ήταν μετόχι της Ιερής μονής Σταυρονικητα του Αγίου Όρους. Κατά το 1931 παραδόθηκε το μετόχι του Ξενοφώντος και κατά το 1933 το αντίστοιχο παράρτημα από το μετόχι Καρακάλλου. Το παράρτημα Καρακάλλου, βρίσκεται σε απόσταση 3,5 χιλιομέτρων από το παράρτημα του Ξενοφώντος και 3,5 χιλιόμετρα από το κεντρικό κατάστημα. Υπάρχουν οικήματα, όπως χοιροστάσιο, αποθήκες, μικρή εκκλησία, ένα διώροφο παλαιό αλλά στέρεο κτήριο και ένα μονοόροφο κτήριο όπου διαβιούν οι κρατούμενοι σε ημιελεύθερη κατάσταση.
Ο Νικόλαος Θ. Σχινάς αξιωματικός του Μηχανικού (1844-1912) στο το έργο του «Οδοιπορικαί Σημειώσεις Μακεδονίας» του 1886 έγραψε για το μετόχι: «Στον Ισθμό της Παλλήνης ανοίχτηκε τάφρος και κτίστηκε τείχος ύψους 2-4 μέτρων με πύργους για την πλάγια φύλαξη σε απόσταση βολής όπλου. Με την τάφρο αυτή χωρίζεται η χερσόνησος από την υπόλοιπη Χαλκιδική. Η τοποθεσία αυτή καλείται Πόρτες. Από την περιοχή αυτή και ακολουθώντας τη ράχη του βουνού που διασχίζει τη χερσόνησο μέσα από ανηφόρες και κατηφόρες χωρίς δέντρα-λόγω της καταστροφής του παρακείμενου δάσους από την ανθρακοποιία από τους μοναχούς των μετοχίων –προσπερνάμε διάφορα μετόχια και φτάνουμε σε αυτό της μονής Καρακάλου που έχει 10 γεωργούς, βρύση και απέχει μια ώρα από το λιμάνι Κύψας, όπου υπάρχουν 2 οικήματα, φρέατα και λιμνάζοντα ύδατα. Από το μετόχι η οδός μετά από ανηφόρες και κατηφόρες στο βουνό και μέσα από δάσος πεύκων, σχοίνων και πρίνων για 50 λεπτά της ώρας, περνά μετά από 25 λεπτά της ώρας σε ομαλό έδαφος στο χωριό Βάλτα με 150 οικογένειες χριστιανικές, 2 εκκλησίες, 2 χάνια, 5 παντοπωλεία-καφενεία και στο κέντρο του χωριού ένα μεγάλο και θαυμαστό πλάτανο και μια βρύση».
Εκτός από τον Γεωργικό σταθμό του Αγίου Μάμαντος, είχε λειτουργήσει στη Χαλκιδική για μικρό διάστημα (στο τελευταίο μισό της δεκαετίας του ’30) και ο Γεωργικός σταθμός Καρακάλλου σε εκτάσεις της Ιερής μονής Καρακάλλου, στη χερσόνησο της Κασσάνδρας. Σημαντικό τμήμα των εκτάσεων του Σταθμού αυτού, όπως προέκυψε από την επιτόπια έρευνα, διατέθηκε αργότερα στις αγροτικές φυλακές Κασσάνδρας. Μάλιστα από ανακοινώσεις σε τοπική εφημερίδα φαίνεται ότι η λειτουργία του εν λόγω Σταθμού είχε καταστεί ασύμφορη μετά την αφαίρεση των προαναφερθεισών εκτάσεων και ως εκ τούτου κατά γενική απαίτηση του κατοίκων της Χαλκιδικής έπρεπε να κλείσει και να αποδοθούν τα υπόλοιπα χωράφια στις κοινότητες Αθύτου και Νέας Φώκαιας.
Το μετόχι Καρακαλιανόν (ή Καρακανλιάντσκα) Κασσάνδρας, ανήκει στην Ιερά Μονή Καρακάλλου σύμφωνα με το Μισθωτήριον των εν Χαλκιδική Αγιορειτικών Μετοχιών ( Αθήνα 1924) που φυλάσσεται στη 10η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Διοικητικές Μεταβολές Ο.Τ.Α.: Κ. Βάλτας (Κασσάνδρειας)
ΦΕΚ 152Α - 09/07/1918: Σύσταση της κοινότητας με έδρα τον οικισμό Βάλτα.
ΦΕΚ - 18/12/1920
Αναγνώριση του οικισμού Μετόχιον Καρακάλου και προσάρτησή του στην κοινότητα Βάλτας.
ΦΕΚ - 16/10/1940
Ο οικισμός Μετόχιον Καρακάλου της κοινότητας καταργείται. GPS (Γεωγραφικό Πλάτος & Μήκος τοποθεσίας): 40.097657, 23.374326.
και γενικά η αναπαραγωγή των κειμένων της ιστοσελίδας, με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του δημιουργού. Οι φωτογραφίες αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία του Sunspot Web Design, βάσει του νόμου 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης της Βέρνης (που έχει κυρωθεί με το νόμο 100/1975). Σημειώνεται ότι η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της. Όλες οι δημοσιευμένες φωτογραφίες αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία των φωτογράφων και διέπονται από τους νόμους του Ελληνικού Κράτους περί πνευματικών δικαιωμάτων. Δεν επιτρέπεται να αναπαράγετε τo site, εξ ολοκλήρου ή τμηματικά, χωρίς την έγγραφη άδεια των διαχειριστών. Εάν επιθυμείτε να χρησιμοποιήσετε μία ή περισσότερες από τις φωτογραφίες για παρουσίαση σε έντυπο ή ηλεκτρονικό μέσο, υποχρεούστε να αναφέρετε στην ίδια σελίδα και σε ευκρινές σημείο το website: www.kassandra-halkidiki.grως πηγή των εικόνων (link).