H Φούρκα απέχει 105 χιλ. από την Θεσσαλονίκη και αποτελεί πόλο έλξης για χιλιάδες τουρίστες. Καθώς έρχεται ο ταξιδιώτης αρχικά αντικρίζει την πανέμορφη ακτή της, τη λεγόμενη Σκάλα Φούρκας. Σε απόσταση 2 χιλ. βρίσκεται το χωριό. Το φυσικό κάλλος και η ιστορία του χωριού συνδυάζονται με το σύγχρονο ξενοδοχειακό εξοπλισμό και την κοσμοπολίτικη ζωή. Αξιοσημείωτη είναι η πατροπαράδοτη φιλοξενία των κατοίκων, που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για να αισθάνεται όμορφα ο κάθε επισκέπτης. Η Φούρκα δεν στερείται ιστορικού ενδιαφέροντος. Μια επιγραφή που υπάρχει στο κοιμητηριακό ναό του Αγίου Αθανασίου μας ανάγει στους Ρωμαϊκούς χρόνους. Τα Βυζαντινά ευρήματα που πρόσφατα ήρθαν στο φως στα ερείπια τον ιερού Ναού του Αγίου Ιωάννη, όπως επίσης τα ξωκλήσια και τα διατηρητέα σπίτια (αξιόλογα για την αρχιτεκτονική δομή τους) είναι δείγματα της πορείας αυτού του τόπου μέσα στο χρόνο. Οι κάτοικοι της Φούρκας συμμετείχαν στην επανάσταση του 1821. Σπουδαίος αγωνιστής της επανάστασης του 1821 ήταν ο Γεώργιος Ρήγας.
Ένας επίγειος παράδεισος με πεύκα, ελιές και κάθε λογής δέντρα και λουλούδια. Ένας τόπος όπου η θάλασσα λάμπει στον ήλιο , πλατιά, γαληνεμένη και που συνδυάζεται θαυμάσια με το πεύκο του βουνού. Η καθάρια θάλασσα της παραλίας του χωριού έχει κερδίσει επάξια "τη γαλάζια σημαία της Ευρώπης". Την ομορφιά του τοπίου συμπληρώνει το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα με τις κόκκινες, μοβ και πορτοκαλί αποχρώσεις που βάφουν τον ορίζοντα. Εκτός από το φυσικό περιβάλλον, η άριστη τουριστική οργάνωση κάνει τη διαμονή του επισκέπτη άνετη και ευχάριστη. Την ικανοποίηση των παραθεριστών ενισχύει η εξασφάλιση της ψυχαγωγίας. Στην κοσμοπολίτικη παραλία της Φούρκας, η νυχτερινή ζωή αποκτά ξέφρενους ρυθμούς και ικανοποιεί όλες τις επιθυμίες του επισκέπτη. Σίγουρα, αξέχαστες μένουν στον επισκέπτη οι περιηγήσεις του κατά μήκος της θάλασσας ή μέσα στο δάσος που περιβάλλει το χωριό.
Αφήγηση του 1999 στην ντοπιολαλιά της Κασσάνδρας : Αλέξανδρος Πρίντσιος (Πρώην πρόεδρος κοινοτητας Φούρκας)
Tuesday, August 04, 2020
Το χωριό αρχικά είχε κτιστεί στ’ Μαυρούτσα, βορειοδυτικά απ’ το σημερινό χωριό. Τώρα ικεί βρίσκεται μόνο η εκκλησία, η Μαυρούτσα, κι ορισμένα κιραμίδια που είναι μέσα στα χωράφια σκορπισμένα. Η εκκλησία μας αυτή είναι αφιερωμέν’ στη Ζωοδόχο Πηγή κι γιορτάζ’ κάθι χρόνο την πρώτ’ Παρασκευή μετά το Πάσχα. Αλλά ιμείς τη λέμι Μαυρούτσα, δε ξέρω γιατί. Το χωριό αυτό υπήρχε ικεί απ” τον 17ο αιώνα. Καταστράφηκε απ’ τους Τούρκους στο μεγάλο χαλασμό, το 1821. Δεν έμεινι τίποτα. Οι περισσότερ’ είχαν φύγ’. Μερικοί που έμειναν, τς έσφαξαν οι Τούρκ’. Μονάχα μια γριά μ’ ένα αγοράκ’ σώθκαν κάτ’ απ’ τν αγία τράπεζα τς Μαυρούτσας. Ακόμα υπάρχ’ η τρύπα που χώθκαν μέσα η γριά και το αγοράκ’. Εγώ δεν πήγα να τη δω, αλλά με είπαν πολλοί που πήγαν κι την είδαν. Όπως έλεγαν οι παππούδις ικεί μέσα έζησαν η γριά με το αγοράκ’.
Όταν άρχισαν να γυρίζουν πίσω οι άνθρωποι, που δόθηκε η αμνηστία, επειδή υπήρχε ιδώ στο νεκροταφείο ένα μοναστηράκ’ ή μετόχ’, δεν ξέρω ακριβώς, ικεί που είναι η εκκλησία “Άγιος Αθανάσιος”, ο κόσμος πήγε κι εγκαταστάθκι εκει πέρα. Η εκκλησία αυτή είναι πολύ παλιά, μπορεί κι πιο παλιά απ’ τη Μαυρούτσα, θα την είχαν κτίσ’ οι καλογέρ’. Κατέβηκαν, λοιπόν, απ’ το παλιό χωριό, τη Μαυρούτσα, ιδώ χαμηλά κοντά στο λάκκο. Δεν πήγαν στην παραλία. Ο λάκκος αυτός τότε ήταν αρμάν’, δεν μπορούσες να περάσεις, ήταν γεμάτος λυγαριές, βάτα και σκινα. Για να περάσεις, έπρεπε να ξέρς ένα μονοπάτ’ που υπήρχε παλιά, όπως έλεγαν οι παππούδις, έπρεπε να το ξέρς, για να πας, αλλιώς δεν έβγαινες.
Λέγεται ότι υπάρχ’ κάποια σχέση ανάμεσα στο δικό μας το χωριό και στη Φούρκα της Ηπείρου. Πήγαν πολλοί δικοί μας εκεί πάνω, σ’ αυτό το χωριό, στην Ήπειρο, κι από συζητήσεις που έκαναν βρήκαν ορισμένα τοπωνύμια ίδια με τα δικά μας, όπως Ταμπούρια, Τσούγκα, Σακλέικα, που τα έχουμε κι εμείς εδώ, επίσης επώνυμα ίδια, όπως Τζέκας, Τζέκης και άλλα. Τώρα, ή πρέπ’ να πήγαιναν οι δικοί μας από δω εκεί πάνω τα καλοκαίρια ή να έρχονταν εκείνοι εδώ το χειμώνα. Και μια χρονιά, κάποια οικογένεια που είχαν αρρωστήσ’ τα παιδιά τους αναγκάστηκαν να μείνουν ιδώ το καλοκαίρ’, πέρασαν καλά, ξεκαλοκαίριασαν καλά κι έκτοτε αυτή η οικογένεια δεν ξανάφυγε, έμεινε. Πρέπ’ να ήταν κιχαγιάδις να είχαν πρόβατα. Μπορεί όμως να ήταν και κτίστες. Εγώ πιο πολύ πιστεύω ότι ήταν νομάδες που είχαν πρόβατα. Έμεινε, λοιπόν, αυτή η πρώτ’ οικογένεια ιδώ, δεν ξανάφυγαν κι κοντά σ’ αυτήν σιγά-σιγά άρχισαν να εγκαθίστανται κι άλλοι κι έτσι δημιουργήθηκε το χωριό.
Ο λάκκος αυτός, όπως τον λέμε εμείς, ο χείμαρρος δηλαδή, τότε ήταν μικρός, γιατί όλο αυτό το μέρος ως το Κασσαντρινό ήταν πολύ πυκνό δάσος, δεν υπήρχαν χωράφια. Μετά έγιναν εκχερσώσεις, πυρκαγιές, υλοτομήσεις κι άρχισε ο χείμαρρος να μεγαλών’. Τα πρώτα ποτάμια πήραν καλύβις κι αλώνια, κάτ’ Αδαμέικις καλύβις, κάτ’ Πριντσέικις καλύβις που ήταν δίπλα στο ποτάμ’, τα πήραν όλ’ αυτά. Τώρα, άμα βρέξ’ πολύ, σχηματίζεται μεγάλο ποτάμ’. Πριν λίγα χρόνια πλημμύρσαν σπίτια, το νερό έφτανε τα τρία, τέσσερα μέτρα. Υπήρχε και μια στενή γέφυρα που εμπόδιζε το νερό να περάσ’ και σχηματίστηκε ολόκληρη λίμν’. Κι όταν έσπασε η γέφυρα, όρμησαν τα νερά κι έκαναν μεγάλες ζημίες. Τα είχε δείξ’ και η τηλεόραση.
Εμείς εδώ περνούσαμε καλά. Ο κόσμος ήταν αγαπημένος μεταξύ τους. Πέρασε ένας ολόκληρος εμφύλιος πόλεμος, χωρίς κανένα θύμα απ’ το χωριό μας. Μέχρι τη δεκαετία του πενήντα ήμασταν ένα χωριό γλεντζέδικο. Όλ’ η Κασσάντρα μαζεύονταν εδώ. Ταβέρνες ήθελες, κλαρίνα ήθελες, κάθε Σαββατοκύριακο χορούς στο χοροοτάσ’, πανηγύρια, έπαιζαν τα κλαρίνα, ο μπάρμπα-Νικόλας ο Κατσαπατέρας με το κλαρίνο του ξεσήκωνε τον κόσμο, ο μπάρμπα-Νικόλας ο Λιάπης έπαιζε τη μπουργκάνα, το λαούτο δηλαδή, έτσι το λέγαμε εμείς. Εδώ στο προαύλιο της εκκλησίας ήταν το χοροστάσ’ κι κάθι Κυριακή γίνονταν χορός. Το σχολείο μας λειτουργούσε καλά, είχαμι καλούς δασκάλους, πέρασαν δάσκαλοι καλοί απ’ το χωριό μας. Η Φούρκα ήταν κεφαλοχώρ’, μετά τη Βάλτα ήταν η Φούρκα. Είχαμε οικονομική άνεση, με επαγγέλματα που δεν είχε άλλο χωριό. Τι ήθελες και δεν είχε εδώ. Χτίστες είχε, σαμαράδες είχε, μελισσάδες. Ακόμα και σήμερα η Φούρκα έχ’ εβδομήντα οικογένειες μελισσοτρόφους, διατηρεί έναν απ’ τους μεγαλύτερους συνεταιρισμούς της Χαλκιδικής ύστερα από την Αρναία και τη Νικήτ’. Οι πρώτες πράσινες ελιές που πουλήθηκαν, πουλήθηκαν απ’ τη Φούρκα.
Αφήγηση του 1999 στην ντοπιολαλιά της Κασσάνδρας : Χρίστος Μακρής(Ιερέας Φούρκας)
Tuesday, August 04, 2020
Να σας πω πρώτα για το όνομα “Φούρκα”. Υπάρχουν δύο εκδοχές. Η μία λέει ότι οι πρώτοι κάτοικοί της ήρθαν από τη Φούρκα της Πίνδου πριν από δυο-τρεις αιώνες κι εγκαταστάθηκαν εδώ και η άλλη ότι το όνομα βγήκε από τη λέξη “φούρκα”, που θα πει διχαλωτός πάσσαλος, διχάλα, γιατί όπως βλέπετε, το χωριό μας είναι ανάμεσα σε δύο δασωμένα υψώματα. Στην αρχή το χωριό ήταν στη Μαυρούτσα. Ύστερα κατέβηκαν εδώ κάτ’, γιατί φοβήθηκαν απ’ τους πειρατές. Και να πώς έγινε. Στη Μαυρούτσα είχαν έναν ιερέα, Ιωάννη τον έλεγαν, που μάθαινε γράμματα στα παιδιά. Όμως αυτός έφυγε και τότε τα παιδιά πήγαιναν στον παπα-Κυρίτση. Αυτός μαζί με δυο- τρεις καλόγερους κρατούσαν το μετόχ’ που αργότερα πήρε το όνομα τ’. Ήταν λίγο παραπέρα απ’ τη Μαυρούτσα. Και σήμερα το μέρος Παπακυρίτσ’ λέγεται. Είχε και μια εκκλησία, τον Άγιο Θεόδωρο.
Ναι, μα οι πειρατές απ’ τη θάλασσα είδαν τον καπνό που έβγαινε από το τζάκ’ και πήγαν και έσφαξαν τα παιδιά. Ένα μονάχα γλίτωσε που χώθηκε μέσα στην καμινάδα. Αυτό ήρθε στο χωριό, στη Μαυρούτσα, και είπε, αυτό το κακό έγινε. Φοβήθηκαν τότες οι άνθρωποι και κατέβηκαν εδώ κατ’. Εδώ είχε ένα μετόχ’, “Άγιος Αθανάσιος” λέγονταν, που ανήκε στο μοναστήρ’ του Αγίου Δημητρίου, απέναντι στο Στόμιο Λαρίσης. Ο κόσμος, όταν φοβούνταν, πήγαιναν κοντά σε μοναστήρια και μετόχια. Κι έτσ’ σιγά-σιγά εγκαταστάθηκαν εδώ, έφτιαξαν σπίτια και κάτι αλογόμυλους, για ν’ αλέθουν το σιτάρ’.
Ρώτησα έναν καθηγητή να μου πει, αν η λέξ’ “Μαυρούτσα” είναι ελληνική ή ξέν’. Μου είπε ότι είναι ελληνική, αλλά δε ξέρω από πού βγήκε. Όταν το 1958 αποφάσισαν να κάνουν ανακαίνιση στην εκκλησία της Μαυρούτσας, η οποία ήταν μέσα στη γη και σκύβαμε, για να μπούμε μέσα, εκεί σκάβοντας βρήκαν ένα μνημείο κι όταν βάλανε τη μπουλντόζα ν’ ανοίξ’ ένα βράχο από την πάνω μεριά, βρήκαν τον ομαδικό τάφο των δεκαοχτώ παιδιών, τα κεφαλάκια τους με τα δοντάκια, μικρά κεφαλάκια. Κι έτσ’ βεβαιώθηκε ότι είχε γίν’ αυτό το κακό. Αυτά πρέπ’ να έγιναν τον 17ο αιώνα.
Στο χαλασμό τς Κασσάντρας το 1821, η γριά η Καλδίνα, η γιαγιά του μπαρμπα-Γιάν’ του Καλδή, πήγε και κρύφτηκε σε μια μικρή σπηλιά που βρίσκονταν κάτ’ απ’ την αγία τράπεζα της Μαυρούτσας. Αυτή η σπηλιά είχε ένα παραθυράκ’ με ένα κομμάτ’ ύφασμα μπροστά κι από κει έμπαινε και έβγαινε η γριά, η Καλδίνα. Έζησε εκεί πέρα δυο τρία χρόνια, μονάχη της.
Εγώ λέγομαι Μακρής. Υπάρχουν Μακρήδες και στη Φούρκα της Πίνδου, όπως και Παραθυράδες. Δεν ξέρουμε ακριβώς, αλλά πάντως έρχονταν απ’ την Ήπειρο εδώ και κτιστάδες και κεχαγιάδες με τα πρόβατα τους, με τα γίδια τους, έρχονταν εδώ το χειμώνα, γιατί το κλίμα είναι μαλακό. Πολλοί απ’ αυτούς θα έμειναν εδώ.
Υπήρχε κι ένα άλλο μετόχ’ στην Παναγία τη Μελέτη. Η εκκλησία του είναι αφιερωμένη στη “Γέννηση της Θεοτόκου”. Εκεί μεγάλη ιστορία έχει ο καπετάν-Νικόλας ο Ζαχόπουλος. Όταν πέθανε ο παπα-Μελέτιος, τα κτήματα του μετοχιού τα νοίκιασε κάποιος Παπούλιας απ’ τη Γαλάτιστα και, επειδή αυτός δεν μπορούσε να έρχεται συχνά, ανέθετε στο γερο-Ζαχόπουλο την εποπτεία. Αυτός έπαιρνε εργάτες, σπίτια εκεί υπήρχαν, ζώα επίσης είχαν, και καλλιεργούσε τα χωράφια. Σπέρνανε, θερίζανε, ξεβοτανίζανε. Ο καπετάνιος ήταν πολύ θρήσκος και κάθισε πολλά χρόνια επάνω στη Μελέτ’. Κάποτε, όπως λίχνιζαν το στάρ’, είδαν ένα φως κάτω στη ρεματιά. Πήρε δυο εργάτες και πήγαν να δουν, μήπως ήταν πυρκαγιά. Όταν έφτασαν εκεί, είχε νυχτώσ’ κι επειδή το μέρος ήταν δύσβατο, είχε πολλά αρκουδόβατα, έβαλαν μονάχα ένα σημάδ’ κι έφυγαν. Την άλλη μέρα πήγαν ξανά, καθάρισαν το μέρος, ήταν μια βελανιδιά ήμερη και προχώρησαν. Βρήκαν μια μικρή σπηλιά, φάρδος καμιά σαρανταριά εκατοστά του μέτρου και ύψος δεκαπέντε.
Από κει έτρεχε αγίασμα. Έβαλαν το χέρι τους μέσα, αλλά δε βρήκαν τίποτα. Το απόγευμα όμως, που χτύπησαν οι ακτίνες του ήλιου μέσα στη σπηλιά, είδαν σταλακτίτες και στη δεξιά μεριά μια εικόνα της Παναγίας. Ήταν ζωγραφισμένη με αβγό πάνω σε μουσαμά και ο μουσαμάς κολλημένος πάνω σε ξύλο καστανιάς. Έφτιαξε τότε ένα πρόχειρο εικονοστάσι ο γερο-Ζαχόπουλος και κατέβαινε στη ρεματιά κάθε μέρα και άναβε το καντήλι. Ύστερα από μερικά χρόνια που είχε γεράσει ο καπεταν-Ζαχόπουλος, του πονούσαν τα πόδια του , αποφάσισε να μεταφέρει την εικόνα στο μετόχι. Την άλλη μέρα όμως η εικόνα έγινε άφαντη. Πήγαν και τη βρήκαν στη σπηλιά. Αναγκάστηκαν μετά να κάνουν παράκληση με τον παπα-Χριστόδουλο το Δαραβίγκα κι έτσι η εικόνα στέριωσε στο μετόχι. Εκεί έμεινε ως το 1954. Εγώ που είχα χειροτονηθεί ιερέας πριν δυο χρόνια τη μετέφερα μαζί με άλλες δυο εικόνες, μια του Χριστού και μια του Αγίου Θεοδώρου, και τις έχουμε εδώ στην εκκλησία του χωριού.
Ξέχασα να σου πω, έχω και μια ακόμα εικόνα της Παναγίας που τη βρήκα στη Μαυρούτσα μέσα στη σπηλιά που είχε κρυφτεί η γριά η Καλδίνα. Γύρω-γύρω μάλιστα απ’ την εικόνα υπήρχαν κάτι καντήλια πήλινα, ξέρεις, που ήταν μακρουλά σαν τσαρούχια. Αυτή η εικόνα είναι πολύ φθαρμέν’, έχ’ σαπίσ’ το ξύλο. Την έχω κι αυτή στην εκκλησία.
ΞΕΝΟΦΩΝ ΠΑΙΟΝΙΔΗΣ (1863-1933) Αρχιτέκτων-Γερουσιαστής από την Φούρκα
Tuesday, August 04, 2020
Ο Ξενοφών Παιονίδης γεννήθηκε στη Φούρκα το 1863. Ο πατέρας του Ιωάννης ήταν γιατρός κι ήταν αυτός που μετέφερε με το άλογό του τον βαλή της Θεσσαλονίκης Χουσεΐν πασά, από τη Σίβηρη, όπου είχε καταπλεύσει με το καράβι του, έως τη Βάλτα και συγκεκριμένα στη μητρόπολη Κασσάνδρας. Ο Χουσεΐν, που ήταν Έλληνας από την Κρήτη και είχε εκτουρκιστεί, ήρθε στην Κασσάνδρα για να βοηθήσει το μητροπολίτη Ιάκωβο στην ανέγερση του πρώτου σχολικού κτιρίου, αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στην αγορά και στο χοροστάσι της Βάλτας. Το κτίριο αποπερατώθηκε το 1840.
Τα πρώτα του γράμματα ο Ξενοφών τα έμαθε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Φούρκα. Γυμνασιακές σπουδές έκανε στη Θεσσαλονίκη, φοίτησε στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, στην Αρχιτεκτονική Σχολή, και εν συνεχεία πήγε στο Μόναχο της Γερμανίας για ανώτερες σπουδές. Παντρεύτηκε Γερμανίδα, αλλά δεν έκανε παιδιά. Το 1893 γύρισε στην Ελλάδα, έμεινε για λίγο διάστημα στη Φούρκα και τελικά εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Κατέβαινε όμως συχνά στη Χαλκιδική και συνεργαζόταν με τον μητροπολίτη Ειρηναίο. Μαζί έκτισαν πάνω από είκοσι σχολεία, εκκλησίες, καμπαναριά, το δικαστικό μέγαρο Πολυγύρου, την Εκκλησιαστική Σχολή της Αγίας Αναστασίας, καθώς και το πρώτο γυμνάσιο της Βάλτας, το σημερινό Δημαρχείο. Ο θεμέλιος λίθος μπήκε στις 15 Ιουνίου 1924 και αποπερατώθηκε το 1927.
Ο Ξενοφών Παιονίδης για όλα αυτά τα κτίρια της ιδιαίτερης πατρίδας του, όχι μονάχα έκανε τα αρχιτεκτονικά σχέδια, αλλά είχε και την επιστασία των εργασιών. Μαζί με τον μητροπολίτη Ειρηναίο γύριζαν από το ένα χωριό στο άλλο με τα άλογα και επέβλεπαν τις εργασίες, έδιναν οδηγίες. Και όλα αυτά δωρεάν, χωρίς να πάρει ούτε δραχμή.
Ο Ξ. Παιονίδης εργάστηκε και για τον Μακεδονικό αγώνα ως τεχνικός σύμβουλος στο προξενείο της Θεσσαλονίκης. Ήταν μανιώδης κυνηγός και με το πρόσχημα ότι κυνηγούσε αγριόπαπιες πήγαινε στη λίμνη των Γιαννιτσών και σκίτσαρε τις καλύβες των Βουλγάρων. Ύστερα τα σκίτσα αυτά τα έφερνε στο προξενείο κι από κα τα προωθούσαν στους μακεδονομάχους.
Ο Ξ. Παιονίδης έγινε και γερουσιαστής της Χαλκιδικής και παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι το θάνατό του. Στις 22 Μαΐου 1933 πέθανε σε ηλικία 70 ετών από συγκοπή στη μονή της Αγίας Αναστασίας. Θάφτηκε στη Θεσσαλονίκη και τον επικήδειο εξεφώνησε ο μητροπολίτης Ειρηναίος. Τη θέση του στη γερουσία πήρε ο γιατρός Αθανάσιος Οικονόμου από τη Βάλτα.
Στη Θεσσαλονίκη η επαγγελματική δραστηριότητα του Ξ. Παιονίδη ήταν μεγάλη. Μαζί με τον Βιταλιάνο Ποζέλλι ήταν οι δύο εξέχοντες αρχιτέκτονες στα τέλη του 19ου αι. και τις αρχές του 20ου. Οι Τούρκοι, οι Καθολικοί και οι Αρμένιοι προτιμούσαν τον Ιταλό αρχιτέκτονα, ενώ οι Έλληνες τον Παιονίδη. Η συμβολή του στη διαμόρφωση της μορφής της Θεσσαλονίκης σε μια κρίσιμη για την ιστορία μας εποχή ήταν πολύ μεγάλη. Η δραστηριότητα του δεν περιορίστηκε μόνο μέσα στην πόλη, αλλά επεκτάθηκε και στην ενδοχώρα.
Με την εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη το 1893 αμέσως συνδέεται με την ελληνική κοινότητα. Του αναθέτουν να ελέγξει και να παραλάβει από τους εργολάβους τα κτίρια της μητροπολιτικής κατοικίας και του Θεαγένειου νοσοκομείου, που είχαν κτισθεί με σχέδια του Γερμανού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ. Αμέσως μετά αναλαμβάνει την ανέγερση του Παπαφείου ορφανοτροφείου και την ολοκλήρωση του μητροπολιτικού ναού. Η ανέγερση του ορφανοτροφείου άρχισε το 1894 και ολοκληρώθηκε το 1903. Λίγο αργότερα, το 1906, σχεδιάζει και το περίφημο ξυλουργείο του Παπαφείου. Ο μητροπολιτικός ναός, αφιερωμένος στον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά άρχισε να κτίζεται το 1891 με σχέδια του Τσίλερ, αλλά ένα χρόνο μετά σταμάτησαν οι εργασίες λόγω έλλειψης χρημάτων. Ξανάρχισαν να τον κτίζουν το 1902 με επίβλεψη πλέον του Παιονίδη. Τα εγκαίνια έγιναν το 1914.
Το 1895 σχεδιάζει το χάνι του Κατούνη στην οδό Φράγκων, καθώς και 12 καταστήματα στη βόρεια πλευρά του Αγίου Μηνά, που έγιναν γνωστά ως “γυαλάδικα”. Άλλα 4 καταστήματα κτίζονται το 1901-1902. Κάνει τα σχέδια της Τράπεζας Αθηνών και της Τράπεζας της Ανατολής που βρίσκονταν πάνω από τα καταστήματα της βόρειας πλευράς. Αργότερα, το 1909, πάλι με σχέδια του Παιονίδη κτίζεται η γνωστή στοά του Αγίου Μηνά.
Το 1908 ο Ξενοφών Παιονίδης σχεδιάζει την Κεντρική Αστική Σχολή που βρίσκονταν στην οδό Ιασονίδου, καθώς και την Ιωαννίδειο Αστική Σχολή, το σημερινό 40ο δημοτικό σχολείο, ίσως δε και την Αστική Σχολή Ανάληψης. Ακόμα δίνει σχέδια για ένα κτίριο της Μητρόπολης στην οδό Αγίας Σοφίας, όπου σήμερα στεγάζονται οι σχολές Παστέρ, στα 1905-1906. Τέλος, το 1909-1910 κατασκευάζει μια πτέρυγα του παλαιού κτιρίου του Θεαγένειου νοσοκομείου.
Ο Παιονίδης τελικά συνεργάστηκε και με τους Τούρκους. Σ’ αυτόν οφείλονται σίγουρα το Διοικητήριο Σερρών 1898 (σημερινή Νομαρχία) και πιθανόν το Διοικητήριο του Μοναστηριού και το Δημοτικό Νοσοκομείο (σήμερα Νοσοκομείο “Άγιος Δημήτριος”), 1902.
Πλήθος ιδιωτικά κτίρια, κατοικίες και επαύλεις σχεδίασε ο Παιονίδης. Μερικά από αυτά είναι: Η έπαυλη Χατζηλαζάρου (1899), η οικία του Πολωνού Ζαν Λιχόβνικ, η έπαυλη του Αλβανού Μπέη Χασάν Πριστίνα, η σημερινή Σχολή Τυφλών, η έπαυλη του υφασματέμπορου Χρήστου Γεωργιάδη στην οδό Ευζώνων (1902), η σημερινή πινακοθήκη του Δήμου Θεσσαλονίκης, στην οδό 25ης Μαρτίου, (1905), η βίλα του Εβραίου δικηγόρου Εμμανουήλ Ραφαήλ Σαλέμ, στην οδό Αρχαιολογικού Μουσείου, (1907) και η οικία του γιατρού Ιωάννη Νεδέλκου στην Εγνατία οδό, κοντά στην Καμάρα.
Στην ενδοχώρα της Θεσσαλονίκης, γράφτηκε ότι ο Παιονίδης έκτισε όλα τα σχολεία των ελληνικών κοινοτήτων, τις εκκλησίες και τα νοσοκομεία. Η έρευνα δεν έχει προχωρήσει τόσο, ώστε να γνωρίζουμε όλα τα έργα του Παιονίδη εκτός Θεσσαλονίκης. Μερικά από αυτά είναι, το Διοικητήριο του Λαγκαδά (1911-12), το δημοτικό σχολείο της Επανομής (1921-23), το σχολείο του Σοχού (1926-27) και ο ναός του Αγίου Αντωνίου στη Βέροια (1904).
Τέλος πρέπει να αναφέρουμε την προσωπική του κατοικία στη Φούρκα (1910) που σώζεται ακόμα, το ναό των τριών Ιεραρχών στη Φούρκα (1928) και το σπίτι του Θόδωρου Σταμπουλή (1926) στη Βάλτα.
Υπάρχουν και πλήθος άλλα έργα του Ξενοφώντος Παιονίδη, ιδιωτικές κατοικίες, βίλες, ναοί, καμπαναριά και σχολεία, που άλλα σώζονται και άλλα έχουν κατεδαφιστεί.
Από όλα τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα, ότι ο Ξενοφών Παιονίδης υπήρξε ένας μεγάλος αρχιτέκτονας και ένας ένθερμος πατριώτης.
Το πυροβόλο FLAK 30 των 20mm στη πλατεία της παραλίας της Φούρκας
Tuesday, August 04, 2020
Τον Απρίλιο του 2011 στην παραλία του χωριού Φούρκας Χαλκιδικής, έγινε η ανάσυρση ενός παλαιού αντιαεροπορικού πυροβόλου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από τον βυθό της Θάλασσας με την συνδρομή των κατοίκων, της Ελληνικής ομάδας διάσωσης και του δήμου Κασσάνδρας. Όλοι οι ντόπιοι γνώριζαν ότι υπήρχε εκεί από τον πόλεμο του ’40.
Πριν από περίπου 25 χρόνια είχε γίνει ανάλογη προσπάθεια ανάσυρσης αλλά δεν είχε αποδώσει λόγω του ότι ήταν σχεδόν ολόκληρο εντός της άμμου και μόνο η θαλάμη του πυροβόλου ήταν ορατή.
Το πυροβόλο είναι σε καλή κατάσταση παρότι είχε μέσα στη θάλασσα 70 χρόνια, ενώ ακόμη και τα ελαστικά είχαν ακόμη αέρα, βέβαια υπάρχουν αρκετές ελλείψεις όπως η κάννη του, τα φτερά στις ρόδες, τα σκοπευτικά κλπ.
Από μαρτυρίες παλαιών κατοίκων της περιοχής, οι κατοχικές Γερμανικές δυνάμεις διέθεταν μία πυροβολαρχία αντιαεροπορικού πυροβολικού ταγμένη στο λόφο της Καλάνδρας απ’ όπου έλεγχαν το πέρασμα του Θερμαϊκού κόλπου από τις προσβολές των συμμαχικών δυνάμεων της Μέσης Ανατολής.
Το πυροβόλο είναι το FLAK 30 των 20mm (Flugabwehrkanone 30) κατασκευής 1934-1938 της Rheinmetall-Borsig Mauser με βάρος 450 kg.
Οι φωτογραφίες από την ανάσυρση είναι μία ευγενική προσφορά από τον Θέμη Ιερισσιώτη που είναι και μέλος της τοπικής Ελληνικής ομάδας διάσωσης.