Wednesday, August 26, 2020
Η επιστήμη των ευτελών πραγμάτων, τα οποία παρά τη δεδομένη (συχνά) απλοϊκότητά τους συνθέτουν τον κόσμο μας, αυτή που ασχολείται με τη μικροϊστορία της δικής μας αποκλειστικά καθημερινότητας, έχει καίρια σημασία, αν όχι κεφαλαιώδη, για τη συνολική μνήμη των Ελλήνων. Μας θυμίζει το χτες, για να ζούμε καλύτερα και ορθότερα το αύριο. Κι επειδή η λησμονιά κι η λήθη ισοδυναμούν με θάνατο, και ειδικότερα τον θάνατο των δικών μας πραγμάτων, συντηρεί την ψυχή μας, μέσω της μνήμης, αποθανατίζει τις ιδιαιτερότητες της ιδιοσυγκρασίας μας.
Την Λαογραφία, σαν επιστήμη ξεκίνησε στην Ελλάδα, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Νικόλαος Πολίτης, ερανιστής των δημοτικών μας τραγουδιών. Δεν υπήρξε βέβαια ο πρώτος. Και άλλοι είχαν προηγηθεί σε σχέση μ' αυτόν, ξένοι και δικοί μας πολλοί. Ο Πολίτης όμως ήταν ο πρώτος που εργάστηκε συστηματικά αποθησαυρίζοντας τα δημοτικά τραγούδια του ελληνικού λαού, τις παραδόσεις του, τα μασάλια και τα παραμύθια, τις διηγήσεις του, όσα δηλαδή πλούμιζαν και προέκτειναν την περασμένη πραγματικότητά του.
Το ίδιο συνέβη σταδιακά και με άλλες παραμέτρους του λαϊκού μας βίου. Με τα δρώμενα των ποικίλων περιόδων και των εξίσου ποικίλων τόπων, που απαρτίζουν το ζωτικό ελληνικό χώρο, τα στοιχεία των λαϊκών γιορτών και πανηγυριών, και επιπλέον με τα αντικείμενα που περιέβαλαν και συμπλήρωναν τον κόσμο του σπιτικού του, τα εργαλεία της δουλειάς του, ή εξοπλισμούς ειδικούς και όργανα ειδικότερα. Κοντολογίς όλα όσα χαρακτήριζαν μίαν εποχή αγνότερη, για πολλούς καλύτερη, αλλά μάλλον νοσταλγική για τους περισσότερους από εμάς, πάντως περασμένη για τα καλά. Τέτοια αντικείμενα δε θα υπάρξουν ποτέ ξανά, όσο ταπεινά κι αν είναι δεν θα χρωματίσουν τη ζωή μας. Δε θα γεμίσουν μαγαζιά και σπίτια. Γιατί γι' αυτά ο χρόνος σταμάτησε οριστικά. Σκεφτείτε μόνο ότι ήδη οι γραφομηχανές αποτελούν πια παρελθόν.
Τέτοια αντικείμενα βέβαια δεν μπορούν να υπάγονται στα περιεχόμενα και τα εκθέματα ενός λαογραφικού μουσείου ή μιας λαογραφικής συλλογής. Το παράδειγμα είναι απλώς ενδεικτικό για να καταδείξει με πια ταχύτητα παλιώνουν σήμερα τα αντικείμενα. Στα εκθέματα ενός Λαογραφικού μουσείου έχουν πάντως θέση πράγματα όπως τα γκιούμια με τα οποία κουβαλούσαν νερό και λάδι, ή γάλα, οι γυναίκες στα χωριά μας. Τέτοια είναι για παράδειγμα και τα ταπεινά πήλινα λαγήνια, τα σταμνιά, τα πιθάρια του λαδιού. Σήμερα, το παρόν μας είναι σχεδόν καθ' ολοκληρία πλαστικά όπως όλα τα αντικείμενα που αντικατέστησαν τα πράγματα, τα οποία αναφέρθηκαν προηγουμένως.
Η νοσταλγία βέβαια δεν μπορεί να ανατρέψει την πραγματικότητα. Αρκετοί θα μπορούσαν να πουν ίσως (κι ακόμη περισσότεροι σίγουρα θα το σκέφτονταν), τι μας χρειάζονται όλα αυτά τα τσουμλέκια, όλα τούτα τα τιποτένια και φτηνά πράγματα. Κι ωστόσο ότι αγγίζει ο χρόνος, σε ότι δίνει ένα ιδιαίτερο χρώμα, παύει να είναι αντικείμενο δεύτερης και τρίτης και νιοστής επιλογής. Επιπλέον αποκτά και μια ιδιαίτερη αξία, γιατί κάποτε, έναν καιρό τώρα περασμένο ανεπιστρεπτί, πολλά, σε μια μεγάλη πληθώρα, ήταν τα αντικείμενα, που περιμαζέψαμε και διασώσαμε. Σήμερα τα περισσότερα δεν υπάρχουν. Ή σπανίζουν εντελώς.
Για παράδειγμα, ένα ξύλινο αλέτρι, από κείνα που οι παλιότεροι ονόμαζαν Ησιόδεια δεν βρίσκεται πουθενά. Ή τυχαία μπορεί να εντοπιστεί κάπου πεταμένο και πεθαμένο σχεδόν. Ή για να πάμε κάπου κοντύτερα προς την εποχή μας και τα χρόνια που ζούμε, ένα κουρείο του 1950, και του 1960, με τα μπαρμπέρικα σύνεργα της περιόδου εκείνης, αποτελεί ήδη μα αρχαιότητα, κάτι που καταργήθηκε παντελώς και ζει μόνο στη μνήμη ορισμένων από εμάς. Αναρίθμητα επίσης είναι τα γεωργικά εργαλεία - δρεπάνια φαλκίδες, τσουγκράνες, δικράνια και τα παρόμοια-, που δε βρίσκονται πια σε χρήση, αφού όλα αυτά τα κατάργησε η κομπίνα η θεριζοαλωνιστική μηχανή, που με τρόπο δραστικό τα πέταξε στο σκουπιδότοπο της ιστορίας.
Έπειτα τους καιρούς που πέρασαν συχνά τα αντικείμενα αυτά ήταν έργα μοναδικά, καμωμένα ένα-ένα από τα χέρια ενός μεμονωμένου τεχνίτη. Το ίδιο βέβαια ίσχυε και για άλλα πράγματα χρήσης καθημερινής, όπως οι χάλκινες κατσαρόλες (επί το ελληνικότερο κακκάβια), οι επιστρωμένες με καλάι, στις οποίες με τη βοήθεια της φωτιάς και με το σφυρί στο χέρι έδινε σχήμα και ύπαρξη, πάνω στ’ αμόνι, ο τεχνίτης. Τότε βέβαια συχνά η τέχνη (ακόμα και η ταπεινότερη) ισοδυναμούσε με καλλιτεχνία, κι’ αυτό σήμερα και στο πρόσφατο παρελθόν το εκτιμούσαν για λόγους οικονομικούς οι διάφοροι γυρολόγοι ψευτο-αντικέρ, που τριγυρνούσαν την ύπαιθρο και αντί πινακίου φακής τα αγόραζαν, για να τα μεταπουλήσουν.
Η σωτηρία τέτοιων αντικειμένων αποτελεί καθήκον όλων μας. Όχι τρέλα και λόξα ανθρώπων ευφαντάστων, όχι υπερτίμηση μιας παλαιός ευτέλειας, όχι ιδιοτροπία προσωπική, ή κάποιων άλλων, που συμμερίζονται τα ενδιαφέροντα του.
Σκεφτείτε πόσα επαγγέλματα έχουν πλέον πέσει σε αχρηστία. Πώς οι αμαξάδες έγιναν ταξιτζήδες στα αστικά κέντρα, που πήγαν και τι έγιναν οι καλαϊτζήδες-γανωτές οι άχρηστοι πια, αφού τα σημερινά χαλύβδινα και ανοξείδωτα σκεύη δε χρειάζονται την περιποίησή τους. Και σκεφτείτε ακόμη ότι μπαίνοντας μέσα σ' ένα αρχαιολογικό μουσείο τι βλέπετε. Βλέπουμε τσουμλέκια αρχαία, πιάτα, δίσκους, ποτήρια, αγγεία και λαγήνια, σουρωτήρια και μαχαίρια, σπαθιά και άλλα, σκεύη ζωής και όργανα θανάτου ή δουλειάς που άνθρωποι τα άγγιζαν, τα χρησιμοποιούσαν, δούλευαν μ’ αυτά.
Επιπλέον, τα παλιά αντικείμενα αποκαλύπτουν τη διαφορά ζωής, τον τρόπο του βίου των παλιών ανθρώπων. Κι οι άνθρωποι, που χρησιμοποιούσαν αυτά τα πράγματα δεν είναι τόσο παλιότεροί μας συνήθως, τουλάχιστον όσο νομίζουμε. Μας χωρίζουν απ’ αυτούς μόλις κάποιοι παππούδες. Αν υπολογίσουμε ότι κάθε γενιά ισοδυναμεί με τριάντα χρόνια, μόλις εξήντα παππούδες βρίσκονται ανάμεσα σ’ εμάς και τους ανθρώπους, που ζούσαν την εποχή που γεννήθηκε ο Χριστός και εβδομήντα επτά ανάμεσα σ’ εμάς και το Μεγαλέξανδρο. Δε μιλάμε λοιπόν για ξένους όταν αναφερόμαστε σε κείνους. Πολύ περισσότερο όταν αναφερόμαστε σε ανθρώπους από τους οποίους μας χωρίζουν και μας ενώνουν τρεις τέσσερις παππούδες. Φροντίζοντας τα δικά τους εργαλεία, όργανα και αντικείμενα, αναδεικνύουμε ότι νοιαζόμαστε γι’ αυτούς, νοιαζόμαστε για τους πολύ κοντινούς μας προγόνους και συγγενείς μας.
Ο καιρός πραγματικά προωθείται με άλματα τεράστια, σχεδόν ασύλληπτα για το δικό μας νου, ιδίως σήμερα. Για παράδειγμα, ως πριν από τριάντα χρόνια πολλά χωριά της πατρίδας μας φωτίζονταν με τη γκαζόλαμπα τις νύχτες. Το ραδιόφωνο ήταν το μόνο μέσο μετάδοσης της μουσικής, ή το πικάπ (το θυμόσαστε;). Τώρα μέσα σε μια νύχτα καταργούνται πολλά, και άλλα πολλά προβάλλουν και μας διεκδικούν.
Γι' αυτό οφείλουμε να σώσουμε το παρελθόν μας, με τη ίδια φροντίδα που κρατάμε τις παλιές φωτογραφίες μας, στα συρτάρια, θυμητάρια των παλιών εαυτών μας.
ΕΡΕΥΝΑ & ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ-ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ :
Βαγγέλης Κατσαρίνης
Ηλεκτρονικός - Κατασκευαστής Ιστοσελίδων Διαδικτύου