Σε μικρή απόσταση ΝΑ από το ακρωτήριο Ποσείδι - το αρχαίο Ποσείδιο - της Κασσάνδρας υψώνεται η αρχαία Μένδη. «Μένδη, πόλις εν τη Παλλήνη, Ερετριέων αποικία», γράφει ο Θουκυδίδης, δεν μας παραδίδεται όμως ούτε χρόνος ιδρύσεως, ούτε όνομα οικιστού. Υποθετικά οι σύγχρονοι ιστορικοί τοποθέτησαν την ίδρυση της στον 8ο αι. π.Χ., υπήρξαν όμως και μερικοί που υποστήριξαν ότι η έλλειψη πληροφοριών για την ίδρυση, θα πρέπει να θεωρηθεί στοιχείο παλαιότητας της αποικίας, ότι δηλαδή θα πρέπει να ιδρύθηκε σε χρόνους αρχαιότερους από τον 8ο αι. π.Χ., την εποχή καταγραφής των παλαιότερων ιστορικών γεγονότων από τους Έλληνες. Την άποψη αυτή στηρίζουν τα δεδομένα της ανασκαφής.
Το όνομά της η Μένδη οφείλει σε ένα αρωματικό φυτό, που ακόμη και σήμερα φυτρώνει στους αγρούς της, ένα είδος άγριου δυόσμου που ονομαζόταν μίνθη από τους Ερετριείς - στην Ερέτρια υπήρχε μάλιστα και δήμος Μινθούντος - ή μίνδη κατά τη μακεδονική προφορά, που είχε την ιδιομορφία να υποκαθιστά τους δασείς φθόγγους με τους μέσους. Ο παλιότερος τύπος του ονόματος της πόλης ήταν Μίνδη, όπως μαρτυρούν οι επιγραφές στα πρώτα νομίσματα της πόλης του 6ου αι. π.Χ., όπου διαβάζεται το όνομα Μινδάον = των Μινδαίων. Το όνομα Μένδη επικρατεί από τον 5ο αι., ίσως υπό αττική επίδραση.
Στα νομίσματα της Μένδης του 5ου αι. εικονίζεται στον εμπροσθότυπο ο θεός του κρασιού Διόνυσος, καθισμένος πάνω σε όνο ή και μόνο του το ιερό διονυσιακό ζώο, ο όνος, και στον οπισθότυπο κλήμα με σταφύλια. Αργότερα, στον 4ο αι. π.Χ. εικονίζονται αμφορείς κρασιού ή ελικωτός κρατήρας στη μία όψη και στην άλλη κεφάλι νεαρού Διόνυσου. Όλες αυτές οι παραστάσεις ήταν τα λαλούντα σύμβολα της κύριας οικονομικής δραστηριότητας των κατοίκων της Μένδης, που ήταν η αμπελουργία και η εξαγωγή κρασιού μέσα σε ειδικού σχήματος αμφορείς. Ο «απαλός και λευκός» Μενδαίος οίνος ήταν περιζήτητος σε όλη τη Μεσόγειο και όχι μόνο για τα συμπόσια ο Ιπποκράτης τον συνιστά για ορισμένες παθήσεις.
Η Μένδη γνώρισε μεγάλη οικονομική ακμή τον 6ο και 5ο αι. π.Χ. το μαρτυρεί η διεθνής κυκλοφορία των ασημένιων νομισμάτων της που βρέθηκαν σε θησαυρούς στην Αίγυπτο, στον Τίγρη, στην Ιταλία. Ο Μένδιος όνος, όπως πιθανότατα ονομαζόταν το νόμισμα της Μένδης, έγινε φαίνεται εξαιρετικά δημοφιλής σ’ όλη την Ελλάδα, με αποτέλεσμα το ουσιαστικοποιημένο επίθετο Μένδιος να σημαίνει μέχρι και σήμερα το συμπαθητικό τετράποδο.
Συστηματική ανασκαφή στη Μένδη άρχισε η Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης το 1986. Η κυρίως πόλη εκτείνεται στο επίπεδο ξέφωτο ενός πευκόφυτου λόφου, που το ψηλότερο ΝΑ άκρο του ονομάζεται Βίγλα. Περιμετρικά διαγράφεται ένα ανάγλυφο φρύδι, που μαρτυρεί την ύπαρξη τείχους. Μία δοκιμαστική τομή αποκάλυψε πραγματικά τμήμα του τείχους, που σώζεται σε ύψος μισού μέτρου. Ελπίδες να βρεθούν καλύτερα διατηρημένα τμήματα είναι ελάχιστες, επειδή μέχρι πρόσφατα τα τείχη ήταν η πηγή οικοδομικού υλικού για τα γειτονικά χωριά.
Ο λόφος κατεβαίνει αρχικά με αρκετά έντονη κλίση προς τη θάλασσα, για να καταλήξει σε μία σχετικά επίπεδη παραθαλάσσια περιοχή, που ταυτίζεται με το Προάστειον της Μένδης, σύμφωνα με τα τοπογραφικά στοιχεία που αντλούμε από τον Θουκυδίδη. Τα θεμέλια των ακραίων οικοδομημάτων του Προαστείου, σκεπασμένα από την άμμο, συνεχίζονται και μέσα στη θάλασσα, ενώ στα ΝΑ το ξενοδοχείο Μένδη έχει κτιστεί πάνω στο αρχαϊκό νεκροταφείο και σε επιχώσεις γεωμετρικών χρόνων. Έτσι οι συνολικές διαστάσεις της αρχαίας πόλης ξεπερνούν σε μήκος τα 1.200 μέτρα και σε πλάτος τα 600 μέτρα.
Στο ψηλότερο σημείο της Μένδης, στη Βίγλα, που πολύ πιθανόν χρησίμευε και ως ακρόπολις, έσχατο δηλ. καταφύγιο, εξαιτίας του πολύ μικρού πάχους της επίχωσης και της σύγχρονης καλλιέργειας δεν σώθηκαν θεμέλια σπιτιών, εκτός από λίγα δείγματα στην περιφέρεια του πλατώματος. Ανασκάφηκαν όμως αρκετά αποθηκευτικά πιθάρια και λάκκοι. Το κύριο περιεχόμενο των λάκκων ήταν κεραμική που χρονολογείται από τον 12ο ως τον 7ο αι. π.Χ.: υστερομυκηναϊκή και πρωτογεωμετρική, ντόπια και εισαγμένη, ερετριακή, καθώς και άφθονα χειροποίητα.
Οι λάκκοι της Βίγλας είναι πολύ σημαντικοί για τη χρονολόγηση της πρώτης εγκατάστασης των αποίκων, που θα πρέπει να συνδεθεί με τον λεγόμενο πρώτο ιωνικό αποικισμό, το μεταναστευτικό δηλαδή κύμα του μυκηναϊκού κόσμου προς τις βορειοανατολικές ακτές του Αιγαίου.
Επιφανειακές ενδείξεις, αλλά και μία συστηματική στρωματογραφική έρευνα έδειξαν ότι από τους γεωμετρικούς χρόνους υπήρχε εκτεταμένη εγκατάσταση και στην παραλία.
Η σχετικά ολιγόχρονη έρευνα στη Μένδη έδειξε ότι οι Ερετριείς άποικοι είχαν δημιουργήσει μία καλά οργανωμένη πόλη τουλάχιστον από τον 7ο αι. π.Χ. Στο περιτειχισμένο πλάτωμα πάνω στο λόφο, εκτός από τις κατοικίες θα πρέπει να υπήρχαν τα δημόσια κτήρια και πιθανότατα κάποιος ναός στην ακρόπολη, στις νότιες πλαγιές του λόφου το πλούσιο προάστειον με τις λιμενικές εγκαταστάσεις και τις αποθήκες των αμφορέων κρασιού στην παραλία. Ανάμεσα στο νεκροταφείο ή και τις κατοικίες, στην παραλία, σειρά κλιβάνων κεραμικών και μεταλλευτικών, που δεν έχουν ακόμη ανασκαφεί, δηλώνουν τη θέση των βιοτεχνικών εγκαταστάσεων. Στο νεκροταφείο, ερευνήθηκαν 241 συνολικά ταφές, κυρίως εγχυτρισμοί βρεφών και μικρών παιδιών, που χρονολογούνται από τα τέλη του 8ου ως τα τέλη του 6ου αι. π.Χ.
Από τη Μένδη καταγόταν ο αρχαίος κλασικός γλύπτης Παιώνιος, ο οποίος σμίλευσε τη Νίκη που στεκόταν μπροστά από την ανατολική πλευρά του ναού του Δία στην Ολυμπία (ανάθημα των Μεσσηνίων και των Ναυπακτίων για τη νίκη τους κατά των Σπαρτιατών μετά τη μάχη της Σφακτηρίας το 424 π.Χ.) και η οποία σήμερα εκτίθεται στο μουσείο της Ολυμπίας.
Η θέση της αρχαίας Μένδης στην περιοχή της Κοινότητας Καλάνδρας ταυτίστηκε από τον Leake τον 19ο αι., και επιβεβαιώνεται από τοπογραφικά στοιχεία των Θουκυδίδη και Λίβιου, την επιβίωση του τοπωνυμίου «Ποσείδι» στο γειτονικό ακρωτήρι, αλλά και από τα ανασκαφικά στοιχεία. Συστηματική ανασκαφική έρευνα στην αρχαία Μένδη διενεργήθηκε από το 1986-1994, από την ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών & Κλασσικών Αρχαιοτήτων υπό την εποπτεία της Ιουλίας Βοκοτοπούλου.
Η συνέχιση των ανασκαφών πιστεύεται ότι θα διαφωτίσει όλες τις περιόδους της ζωής μιας σπουδαίας πόλης της Χαλκιδικής, μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας τον 5ο αι. π.Χ., που ποτέ όμως δεν ανέπτυξε φιλοπόλεμη πολιτική, αλλά έγινε πασίγνωστη στην αρχαιότητα για την επίδοση των κατοίκων της στα έργα της ειρήνης.
Νέα στοιχεία για την ιστορία της πόλης έφερε στο φως η σωστική ανασκαφή που έγινε στο διάστημα 2002-08 σε παραθαλάσσιο οικόπεδο στα βορειοανατολικά του λόφου , όπου βρισκόταν ίσως ο πυρήνας της αρχαίας πόλης. Σε μια έκταση περίπου 850 τ.μ. αποκαλύφθηκε εργαστηριακό συγκρότημα με κλιβάνους και μικρότερες κατασκευές (φούρνους) της ύστερης αρχαϊκής περιόδου και μεγάλες εγκαταστάσεις κεραμικών εργαστηρίων της ύστερης κλασικής και κυρίως της ελληνιστικής περιόδου, όπου παράγονταν μεταξύ άλλων οι αμφορείς εμπορίας του περίφημου κρασιού της Μένδης.
Τον Ιούλιο του 1994, καταδυτικό κλιμάκιο της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων ξεκίνησε υποβρύχια αρχαιολογική έρευνα στα ακατοίκητα νησιά των Bορείων Σποράδων, έχοντας ως κύριο στόχο τον εντοπισμό πιθανών θέσεων αρχαίων ναυαγίων. Κατά το διάστημα αυτής της περιόδου εντοπίστηκε σε βάθος 35 μ. στη νήσο Kυρά Παναγιά, κλασικό ναυάγιο με φορτίο από αμφορείς του 5ου αι. π.X., το οποίο προέρχεται απ' την αρχαία πόλη Mένδη στη Χαλκιδική. H σπουδαιότητα του ευρήματος αναγνωρίστηκε αμέσως από την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων και δόθηκε άμεση προτεραιότητα, τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, προκειμένου να αποτυπωθεί η υπάρχουσα κατάσταση του ναυαγίου με τη μέθοδο της υποβρύχιας φωτογραμμετρίας. Τα αποτελέσματα αυτής της πρώτης φωτογραμμετρικής αποτύπωσης έδειξαν ότι το κύριο φορτίο του ναυαγίου καλύπτει έκταση 80 τ.μ. Tα επόμενα δύο χρόνια η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων πραγματοποίησε αρχαιολογικές έρευνες σε δύο ανασκαφικές περιόδους. Για την τοπογραφική αποτύπωση του χώρου του ναυαγίου, την ένταξή του στο γεωδαιτικό δίκτυο της Ελλάδας και τη λεπτομερή αποτύπωση της υπάρχουσας κατάστασης, πραγματοποιήθηκε η εγκατάσταση ενός υποβρυχίου καννάβου από σωλήνα αλουμινίου. Το κάθε «μάτι» του καννάβου σχημάτιζε τετράγωνα 2x2 μ. Κατά την διάρκεια της ανασκαφής και πριν ακόμη ολοκληρωθεί η αφαίρεση των τελευταίων αμφορέων, αποκαλύφθηκαν ακέραια μελαμβαφή χρηστικά αγγεία. Ανάμεσα τους βρέθηκαν, επίσης, διάφορα μεταλλικά μικροαντικείμενα, όπως π.χ. μολύβδινα ελάσματα, βάρη και ένας χάλκινος κύαθος. Σημαντικά ευρήματα θεωρούνται δύο μολύβδινα στελέχη άγκυρας και τα διάφορα τμήματα ξύλου, που βρέθηκαν μαζί με χάλκινα καρφιά. O εντοπισμός και η αποκάλυψη, κατά τη διάρκεια της τελευταίας ανασκαφικής περιόδου, ξύλινου στελέχους διαστάσεων 70x17 εκ., μας δίνει τη δυνατότητα πλέον να αναφερόμαστε σε διάσωση τμήματος του ίδιου του ξύλινου σκαριού.
Από το 1992 έως το 2000 διήρκησε η κατά διαστήματα ανασκαφή, από την Ε. Χατζηδάκη, τμήματος του κλασικού (420-400 π.Χ.) ναυαγίου της νησίδας Περιστέρας στην Αλόννησο, το οποίο εντοπίστηκε σε βάθος 30 μ. και περιείχε 3000 και πλέον αμφορείς μεταφοράς κρασιού από την Αλόννησο και τη Μένδη. Το μεγάλο μέγεθος του πλοίου, με μήκος γύρω στα 25 μ., συνέβαλε στην αναθεώρηση των απόψεων για τις ναυπηγικές δυνατότητες στα κλασικά χρόνια.
Επίσης το 2002 στη χερσόνησο του Άθω, στο Ακρωτήριο Aράπης, εντοπίστηκε ναυάγιο με φορτίο από αμφορείς ύστερων κλασικών χρόνων από τη Μένδη.
Η Μένδη εξέδωσε αργυρά νομίσματα από το τελευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ. Οι εικονογραφικοί τύποι πηγάζουν αναμφιβόλως από τον κύκλο του Διονύσου, καθώς τα κρασιά της Μένδης φημίζονταν σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Ως εικονογραφικός τύπος κυριαρχεί ο ιθυφαλλικός όνος με ένα πτηνό, πιθανόν κόρακα, στη ράχη του. Αργότερα, επί του όνου κάθεται ο Διόνυσος κρατώντας έναν κάνθαρο, ενώ στην οπίσθια όψη απεικονίζονται κληματίδες. Αυτά τα αγροτικά όντα τα βρίσκουμε και σε μερικά αρχαϊκά νομίσματα της Βόρειας Ελλάδας, περιοχής πλούσιας σε αμπέλια, όπου ο Διόνυσος ήταν κυρίαρχη θεότητα. Οι περιοχές αυτές και ειδικότερα η χερσόνησος της Χαλκιδική; και οι ακτές της Θράκης, ήταν κατάσπαρτες, ήδη από την αρχαϊκή εποχή, με ακμάζουσες αποικίες και πόλεις ελληνικές από τις οποίες μερικές, ονομαστές για την ποιότητα της οινοπαραγωγής τους (Μένδη, Άκανθος κ.λπ.), διέθεταν και ορυχεία αργύρου από τα πλουσιότερα του αρχαίου κόσμου. Το γεγονός αυτό έδινε ώθηση στην παραγωγή των νομισματοκοπείων τους, η τέχνη των οποίων έφτασε στο απόγειό της ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ.
Εξαίρετο δείγμα αυτή; της τέχνης είναι το τετράδραχμο της Μένδης. αυτό το υπέροχο νόμισμα που κόπηκε γύρω στο 330 π.Χ. και παριστάνει το Θεό καθισμένο στη ράχη του ιερού όνου, να κρατάει το κρασοπότηρό του, τον κάνθαρο. Στην άλλη όψη απεικονίζεται ένα κλήμα, από το οποίο κρέμονται τέσσερα τσαμπιά σταφύλια.
Στις πρώτες νομισματικές εκδόσεις αναγράφεται το όνομα της πόλεως ΜΙΝΔΑΙΟΝ στον εμπροσθότυπο κι αργότερα ΜΕΝΔΑΙΟΝ, ΜΕΝΔΑΙΗ ή ΜΕΝΔΑΙΩΝ στον οπισθότυπο. Κατά μία νεώτερη εκδοχή, η ονομασία των τετράδραχμων της Μένδης -μενδαίοι όνοι- σώθηκε ως τις μέρες μας στο προσωνύμιο για το συμπαθές γαϊδουράκι, τον «κυρ -Μέντιο». Από το 405 π.Χ. κυκλοφόρησαν παράλληλα και χάλκινα νομίσματα, όπου απεικονίζονται κεφαλή Διονύσου, αμφορέας και φύλλα κισσού.
Στον τόπο της αρχαίας πόλης βρέθηκαν κατά την διάρκεια των ανασκαφών 38 νομίσματα που απεικονίζουν στον εμπροσθότυπο μόνο έναν γάιδαρο, το ιερό ζώο του Διονύσου, σε διάφορες σκηνές (29 από αυτά είναι τα πρωιμότερα νομίσματα, χρονολογούμενα μεταξύ 520-480 π.Χ.), 12 νομίσματα απεικονίζουν στον εμπροσθότυπο τους τον Διόνυσο ανακεκλιμένο στη ράχη ενός όνου, 5 νομίσματα απεικονίζουν Σατύρους με έναν όνο, 11 μεταγενέστερα νομίσματα απεικονίζουν μόνο την κεφαλή του Διονύσου, 2 νομίσματα απεικονίζουν την κεφαλή του Διονύσου στον εμπροσθότυπο τους και έναν όνο στον οπισθότυπο τους. Η ισχυρότατη σύνδεση του όνου με την λατρεία του Διονύσου είναι αναμφισβήτητη, ενώ δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στην διάδοση της καλλιέργειας της αμπέλου στην περίφημη για το κρασί της Μένδη. Ένα άλλο σημαντικό συμπέρασμα που προκύπτει με βάση και τα παραπάνω στατιστικά, είναι ότι το βασικό θέμα των νομισμάτων της Μένδης δεν είναι ο Διόνυσος αφ’ εαυτό, αλλά ο «ιερός όνος». Τα νέα νομίσματα με την γενειοφόρα εικόνα της θεότητας στον εμπροσθότυπο εμφανίζονται αρκετά αργότερα, περίπου στο 460 π.Χ.. Συνεπώς τον κεντρικό ρόλο στη λατρεία της Μένδης κατέχει ο όνος. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται και από την απεικόνιση του «ιερού όνου» σε ορθογώνιο σφράγισμα κεραμίδας στέγης, που βρέθηκε στη Μένδη.
Η έναρξη της νομισματικής δραστηριότητας στη Μένδη τοποθετείται στο τελευταίο 4ο του 6ου π.Χ. αιώνα. Ο σταθμητικός κανόνας που υιοθετείται είναι ο Αττικό-Ευβοϊκός. Κόβονται τετράδραχμα, τετρώβολα, διώβολα, οβολοί, τριτεταρτημόρια, τριημιτεταρτημόρια. Τα τετράδραχμα της περιόδου αυτής απαντώνται συχνά σε θησαυρούς εκτός των Ελληνικών συνόρων, ενώ οι μικρότερες υποδιαιρέσεις είχαν μάλλον τοπικό χαρακτήρα. Χαρακτηριστικό του νομισματοκοπείου της Μένδης όπως και αρκετών άλλων νομισματοκοπείων της Μακεδονίας γενικότερα, αποτελεί το φαινόμενο του «κατακερματισμού» της παράστασης τόσο του εμπροσθοτύπου όσο και του οπισθοτύπου. Πιο συγκεκριμένα, για τις μικρότερες υποδιαιρέσεις υιοθετούνται τμήματα ή τμήμα της κύριας παράστασης που κοσμεί τον εμπροσθότυπο της μεγαλύτερης αξίας, και εν προκειμένω του τετράδραχμου. Η αρχή αυτή, ακολουθεί το νομισματοκοπείο της Μένδης καθ' όλη τη διάρκεια του 5ου π.Χ αιώνα.
Το ανήσυχο πνεύμα των Ευβοέων και η καταλληλότητα της θέσης τους, σε κεντρικό σημείο του χάρτη κατά την αρχαιότητα, τους προσέφερε την δυνατότητα να κινηθούν προς κάθε κατεύθυνση. Όμως, καθώς η εξερευνήσεις τους πραγματοποιούνταν δια θαλάσσης, ένα μέρος θεωρούνταν αρκετά κοντινό, προσβάσιμο και όχι εντελώς άγνωστο, η Χαλκιδική. Η περιοχή είχε ήδη εξερευνηθεί κατά την περίοδο της πρώτης Ιωνικής μετανάστευσης (11ος αιώνας π.Χ.) και οι μνήμες δεν είχαν ακόμη ξεχαστεί. Εξάλλου ήταν ένας τόπος που μπορούσε να κεντρίσει το ενδιαφέρον των ανθρώπων από πολλές απόψεις. Η αρχαία Μένδη θεωρείται ως η κυριότερη αποικία των Ερετριέων στην ακτή της Παλλήνης. Συγκεκριμένα, η αρχαία πόλη εντοπίζεται νότια του χωριού Καλάνδρα και η ταύτισή της είχε γίνει ήδη από τον Leake. Η πληροφορία αυτή διασώζεται στο έργο του Θουκυδίδη και του Τ. Λίβιου και μάλιστα είναι γεγονός ότι το γειτονικό της Μένδης ακρωτήριο Ποσειδώνιον ή Ποσείδιον εξακολουθεί μέχρι σήμερα να ονομάζεται Ποσείδι. Επιπλέον, η σχέση της με την μητρόπολή της, την Ερέτρια, δηλώνεται και από το γεγονός ότι υπήρχε τέτοια ονομασία και στην Εύβοια (Μινθούς), με συνέπεια οι άποικοι να την χρησιμοποίησαν ως ανάμνηση της πατρίδας και ταυτόχρονα να διατήρησαν την ήδη προϋπάρχουσα από τους ντόπιους της περιοχής, για τον ίδιο λόγο. Το όνομά της προέρχεται κατά μία άποψη από το φυτό μέντα, αρχικά ονομαζόταν Μίνθη-Μίνδη και στη συνέχεια, γύρω στον 5ο αιώνα π.Χ., μετατράπηκε σε Μένδη, εξαιτίας Αττικών επιρροών. Ήταν αρκετά διαδεδομένο το κρασί της πόλης, «Μενδαίος οίνος» καθώς οι κάτοικοι ασχολούνταν με την αμπελουργία. Μάλιστα, ο αρχαίος ιατρός Ιπποκράτης το συστήνει ως φάρμακο σε αρρώστιες επιβεβαιώνοντας και τις ιαματικές του ιδιότητες. Κατά τον 6ο αιώνα π. X. η πόλη έκοψε νόμισμα, που έφερε στον εμπροσθότυπο όνο ιθυφαλλικό, στην ουρά του οποίου καθόταν πτηνό ραμφίζοντας το πίσω μέρος του ζώου (κόρακας, κορώνη ή ψαράς). Ωστόσο εκτός από ευώδες φυτό, η λέξη «Μίνθη», σήμαινε και την δυσοσμία κατά μια έννοια, εφόσον χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει κόπρο πτηνών ή ανθρώπων (όνθος-μίνθη), αιδοίο (μίνθη-menta) και ως κεκαλυμμένη έκφραση του φαλλού (μίνθη). Στο γεγονός αυτό στηρίζεται και η λατρεία του Διονύσου, που ήταν κοινή για Μένδη και Ερέτρια.
Η γεωγραφική έκταση της πόλης ορίζεται από δύο περιοχές, τη Βίγλα και το Προάστειο. Η πρώτη εκτείνεται στο επίπεδο πλάτωμα ενός πευκόφυτου λόφου και αποτελεί το νοτιοανατολικό του άκρο. Σ’ αυτό το πλάτωμα που αλλιώς ονομάζεται και Ξέφωτο, διακρίνεται ένα ανάχωμα, το οποίο μαρτυρεί την ύπαρξη τείχους. Η δεύτερη περιοχή βρίσκεται κοντά στη θάλασσα και κάτω από το ξενοδοχείο «Μένδη». Εδώ αποκαλύφθηκαν επιχώσεις της γεωμετρικής εποχής, οι οποίες είναι καλυμμένες με άμμο και συνεχίζονται μέσα στη θάλασσα, όπου και εμφανίζονται ίχνη λατόμευσης των Μενδαίων. Στη Βίγλα δεν αποκαλύφθηκαν θεμέλια σπιτιών, αλλά αντιθέτως παρατηρείται μια έντονη συγκέντρωση λάκκων, με ποικίλα σχήματα και διαστάσεις. Πιθανώς, αρχικά να είχαν αποθηκευτικό χαρακτήρα, ενώ αργότερα (7ος αιώνας π.Χ.) φαίνεται ότι σφραγίστηκαν με πέτρες. Το περιεχόμενό τους αποτελείται από κεραμική, υπολείμματα στεγών, σφονδύλια, οστά ζώων, πέτρες και χρονολογείται από τον 12ο-7ο αιώνα π.Χ.. Όσον αφορά την κεραμική, πρόκειται για αγγεία εισηγμένα και απομιμήσεις υστερομυκηναϊκών και υπομυκηναϊκών χρόνων, ντόπια πρωτογεωμετρικά, ερετριακά και ιωνικά γεωμετρικά και υπογεωμετρικά, καθώς και αρκετή χειροποίητη κοινής χρήσεως κεραμική. Η αρχαία Μένδη διέθετε φυσικά και νεκροταφείο, το οποίο, κατά το πρότυπο ίσως των παράλιων πόλεων της Χαλκιδικής, τοποθετεί τους τάφους του παράλληλα με τη γραμμή του κύματος. Το στόμιο των ταφικών αγγείων είναι στραμμένο στην ανατολή, ενώ παρατηρούνται και ορισμένες περιπτώσεις πυρών εξαγνισμού πάνω από τις ταφές. Έχουν αποκαλυφθεί συνολικά 241 ταφές, από τις οποίες οι 130 είναι εγχυτρισμοί, οι 59 απλοί λάκκοι και 3 κιβωτιόσχημοι. Από το σύνολο των νεκρών διακρίνονται 10 μόνο ενήλικες σε απλούς λάκκους, έναντι του 98% που αντιστοιχεί σε ταφές βρεφών και γενικά ατόμων μικρής ηλικίας. Το νεκροταφείο χρονολογείται στα τέλη 8ου και κυρίως στον 7ο (πρώιμο αρχαϊκό) μέχρι τέλος 6ου αιώνα π.Χ.
Αρχαιολογικός Χώρος Μένδης. «Βίγλα» και «Άη-Γιάννης»
Είδος Μνημείου: Αρχαιολογικές Θέσεις
Χρονική Περίοδος: Κλασική, Ελληνιστική
Φορέας Προστασίας:ΙΣΤ' ΕΠΚΑ, ΥΠΕΧΩΔΕ(Αθήνα)
Αριθμός Υπουργικής Απόφασης, Αριθμός ΦΕΚ:
ΥΑ Φ31/36676/2920/4-10-1973, ΦΕΚ 1194/Β/5-10-1973
ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ16/50884/2598/22-10-1991, ΦΕΚ 979/Β/27-11-1991
ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ16/50884/2598/22-10-1991, ΦΕΚ 1040/Β/20-12-1991
ΠΔ 12-7-1995, ΦΕΚ 630/Δ/28-8-1995
Αρχαιολογικός Χώρος Μένδης.
Είδος Μνημείου: Αρχαιολογικές Θέσεις
Χρονική Περίοδος: Κλασική, Ελληνιστική
Φορέας Προστασίας: ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων
Αριθμός Υπουργικής Απόφασης, Αριθμός ΦΕΚ:
ΥΑ Φ31/36676/2920/4-10-1973, ΦΕΚ 1194/Β/5-10-1973
ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ16/50884/2598/22-10-1991, ΦΕΚ 979/Β/27-11-1991
ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ16/50884/2598/22-10-1991, ΦΕΚ 1040/Β/20-12-1991
ΠΔ 12-7-1995, ΦΕΚ 630/Δ/28-8-1995
Κείμενο: Καθορίζεται ως αδόμητη Ζώνη Α απόλυτης προστασίας του Αρχ/κού Χώρου η περιοχή, η οποία περιλαμβάνει την αρχαία τειχισμένη ακρόπολη με τον εκτεινόμενο μέχρι τη θάλασσα οικισμό, τα κεραμικά και μεταλλουργικά εργαστήρια και το αρχαϊκό νεκροταφείο. Η Ζώνη αυτή σημειώνεται με συνεχή ημικυκλική γραμμή στο τοπογραφικό διάγραμμα κλ. 1:5000, το οποίο συνοδεύει την απόφαση αυτή και οριοθετείται ως εξής: Από Ν. έχει όριο τη θάλασσα, ενώ ως προς τα υπόλοιπα σημεία του ορίζοντα ημικύκλιο με κέντρο το σημείο ΚΑ που ορίζεται με ζεύγος συντεταγμένων Χ=-4282 και Ψ=-32035 και ακτίνα 830 μ. Η ακτίνα εφάπτεται Δ. της κορυφής του υψώματος «Μπαρμπέρης» και Α. της επαρχιακής οδού του κυκλώματος της Κασσάνδρας και των ορίων ιδιοκτησίας του Ξενοδοχείου Μένδη. Καθορίζεται ως ζώνη Β προστασίας του Αρχ/κού Χώρου Μένδης η περιοχή πέραν της ζώνης Α, στην οποία εντοπίζονται διάσπαρτα αρχαία και ορίζεται με διακεκομμένη ημικυκλική γραμμή ακτίνας 1150 μ. με κέντρο το σημείο ΚΒ, οριζόμενο από τις συντεταγμένες Χ=-4150 και Ψ=-32050, όπως σημειώνεται στο απόσπασμα χάρτη Γ.Υ.Σ. 1:5000 που συνοδεύει την παρούσα Απόφαση.
Αρχαιολογικός χώρος στη θέση Πύργος Καλάνδρας
Θέση: Πύργος Καλάνδρας Δημοτικό διαμέρισμα Καλάνδρας
Τύπος Κήρυξης: Αρχαιολογικός χώρος
Είδος Μνημείου: Αμυντικά Συγκροτήματα, Οικιστικά Σύνολα
Χρονική Περίοδος: Ελληνιστική
Φορέας Προστασίας: ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων
Αριθμός Υπουργικής Απόφασης, Αριθμός ΦΕΚ: ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ43/61143/3643 π.ε./10-1-2000, ΦΕΚ 54/Β/26-1-2000
Κείμενο: Στη θέση Πύργος έχει εν μέρει αποκαλυφθεί μνημειακό κτίριο της ελληνιστικής περιόδου και εντοπίζονται λείψανα άλλων κτιρίων και τμήμα πιθανώς τείχους.
Αρχαιολογικός χώρος στη θέση Χιλιαδού Καλάνδρας
Θέση: Χιλιαδού
Τύπος Κήρυξης: Αρχαιολογικός χώρος
Είδος Μνημείου: Αρχαιολογικές Θέσεις, Οικιστικά Σύνολα
Χρονική Περίοδος: Ρωμαϊκή
Φορέας Προστασίας: ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων
Αριθμός Υπουργικής Απόφασης, Αριθμός ΦΕΚ: ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ43/61143/3643 π.ε./10-1-2000, ΦΕΚ 54/Β/26-1-2000
Κείμενο: Στη θέση Χιλιαδού εντοπίζονται λείψανα μικρού οικισμού χρονολογούμενου από τη διάσπαρτη κεραμεική στη ρωμαϊκή περίοδο.
και γενικά η αναπαραγωγή των κειμένων της ιστοσελίδας, με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του δημιουργού. Οι φωτογραφίες αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία του Sunspot Web Design, βάσει του νόμου 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης της Βέρνης (που έχει κυρωθεί με το νόμο 100/1975). Σημειώνεται ότι η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της. Όλες οι δημοσιευμένες φωτογραφίες αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία των φωτογράφων και διέπονται από τους νόμους του Ελληνικού Κράτους περί πνευματικών δικαιωμάτων. Δεν επιτρέπεται να αναπαράγετε τo site, εξ ολοκλήρου ή τμηματικά, χωρίς την έγγραφη άδεια των διαχειριστών. Εάν επιθυμείτε να χρησιμοποιήσετε μία ή περισσότερες από τις φωτογραφίες για παρουσίαση σε έντυπο ή ηλεκτρονικό μέσο, υποχρεούστε να αναφέρετε στην ίδια σελίδα και σε ευκρινές σημείο το website: www.kassandra-halkidiki.grως πηγή των εικόνων (link).