Ancient Kassandra Sign

ΡΩΜΑΪΚΗ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
(COLONIA IULIA AUGUSTA CASSANDRENSIS)

ΡΩΜΑΪΚΗ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ

COLONIA IULIA AUGUSTA CASSANDRENSIS
Monday, August 31, 2020

Η κατάκτηση από τους Ρωμαίους της χερσονήσου της Κασσάνδρας και η δημιουργία της Ρωμαϊκής αποικίας της Κασσάνδρειας μέσα από άρθρα καταξιωμένων ερευνητών και φωτογραφιών τοποθεσιών, ανασκαφών, ευρημάτων και νομισμάτων.

ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΕΣ

168 π.Χ. Μάχη της Πύδνας. Ο Ρωμαίος στρατηγός L. Aemilius Paullus νικά τον Περσέα, το βασιλιά της Μακεδονίας.
167 π.Χ. Ο Aemilius Paullus διακηρύσσει την «ελευθερία» των Μακεδόνων. Στην πράξη όμως διαιρεί το μακεδονικό βασίλειο σε τέσσερα τμήματα (μερίδες) με στεγανά σύνορα μεταξύ τους. Πρωτεύουσες ορίζονται η Αμφίπολις, η Πέλλα, η Θεσσαλονίκη και η Πελαγονία.
149 π.Χ. Κάποιος Ανδρίσκος στέφει τον εαυτό του βασιλιά της Μακεδονίας και υπολογίζοντας στην υποστήριξη των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων εξεγείρει τους Μακεδόνες εναντίον των Ρωμαίων.
148 π.Χ. Ο C Caecilius Metellus Macedonicus νικά τον Ανδρίσκο. Η Μακεδονία γίνεται ρωμαϊκή επαρχία (provincia) με διευρυμένα όρια που περιλαμβάνουν επίσης την Ιλλυρία και την Κεντρική Ελλάδα.
130 π.χ. περίπου. Κατασκευάζεται η Εγνατία Οδός.
120-110 π.Χ. Βαρβαρικές επιδρομές στη Μακεδονία.
93-87 π.Χ. Ο Μιθριδάτης εισβάλλει στο μακεδονικό έδαφος. Αποτυχημένη εξέργεση του Μακεδόνα Ευφάνη.
42 π.Χ. Μάχη των Φιλίππων. Δημιουργία ρωμαϊκών αποικιών στην Κασσάνδρεια, στο Δίον στους Φιλίππους και στην Πέλλα. Εποχή Αυγούστου. Η Θεσσαλονίκη υπάγεται στο καθεστώς των ελεύθερων πόλεων (civitates liberae), το ίδιο και η Αμφίπολις και η Σκοτούσα. Κατά την αυτοκρατορική περίοδο ενισχύεται στη Μακεδονία ο Θεσμός των Κοινών, που συμβάλλει στην ισορροπία ανάμεσα στην τοπική και κεντρική διοίκηση.
1ος αιώνας μ.Χ. Εμφανίζεται ο Χριστός (γεννήθηκε στην Παλαιστίνη που βρισκόταν υπό ρωμαϊκή κυριαρχία)  και διαδίδεται η διδασκαλία του από τους μαθητές του. Τα κηρύγματα του χριστιανισμού για την ισότητα κυρίων και δούλων, οι μυστικές λατρευτικές εκδηλώσεις των πρώτων χριστιανών και η άρνηση τους  να λατρεύουν τον αυτοκράτορα ως θεό, προκαλεί την καχυποψία των ρωμαϊκών αρχών που θεωρούν το χριστιανισμό επικίνδυνο για την ενότητα του κράτους. Αυτό έχει ως συνέπεια τους διωγμούς κατά των χριστιανών που γίνονται πολύ έντονοι τον 3ο αιώνα μ.Χ.
Τον 2ο αιώνα μ.Χ. επικρατεί ειρήνη στο ρωμαϊκό κράτος, η λεγόμενη Pax Romana, που ευνοεί την αύξηση της παραγωγής, την ανάπτυξη του εμπορίου, την κατασκευή μεγάλων έργων (δρόμοι, λιμάνια, γέφυρες), την άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών. Ολοένα και περισσότεροι κάτοικοι των επαρχιών αποκτούν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, όλοι οι άνθρωποι μετακινούνται ελεύθερα και μαζί με αυτούς οι ιδέες, οι θρησκείες και οι συνήθειες.
180 μ.Χ. Ο θάνατος του Μάρκου Αυρήλιου θα σημάνει το τέλος της Pax Romana και την αρχή της παρακμής της Ρώμης. Η απουσία διαδόχου θα οδηγήσει στην επικράτηση πλήρους αναρχίας, αφού ανάξιοι αυτοκράτορες θα διαδέχονται ο ένας τον άλλο συντομότατα. Η κρατική εξουσία καταρρέει και μαζί της καταρρέουν όλοι οι κρατικοί θεσμοί. Οι εξωτερικοί εχθροί εκμεταλλεύονται το εσωτερικό χάος και εισβάλλουν στην αυτοκρατορία. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή αναγορεύεται αυτοκράτορας ο Διοκλητιανός (284 μ.Χ), ο οποίος με τις μεταρρυθμίσεις του θα πετύχει την ανόρθωση του κράτους.

ΕΡΕΥΝΑ & ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ-ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ:
Βαγγέλης Κατσαρίνης
Ηλεκτρονικός - Κατασκευαστής Ιστοσελίδων Διαδικτύου
© Sunspot Web Design 2008-2025 ® 

Ρωμαϊκοί οικισμοί στην χερσόνησο Κασσάνδρας

Thursday, July 30, 2020
Η χερσόνησος της Παλλήνης (Κασσάνδρας)
Η μελέτη της τοπογραφίας του territorium της Κασσάνδρειας δείχνει ότι η ίδρυση της ρωμαϊκής αποικίας δεν επέφερε αναστατώσεις στην οικιστική φυσιογνωμία της περιοχής, ώστε να διαταραχθεί η ισορροπία πόλης - υπαίθρου. Κι αυτό φυσικά για το λόγο ότι η ανάπτυξη του νέου αστικού κέντρου δε βασίστηκε στη δημογραφική αφαίμαξη αγροτικού πληθυσμού από τους γύρω οικισμούς αλλά στην εγκατάσταση ρωμαϊκού πληθυσμού. Έτσι, με την ίδρυση της ρωμαϊκής αποικίας, όχι μόνο δεν εγκαταλείφτηκαν οι αρχαίοι οικισμοί - όσοι βέβαια είχαν επιβιώσει μετά το «συνοικισμό» της Κασσάνδρειας-, αλλά αντίθετα αυξήθηκε ο αριθμός τους με την ίδρυση καινούργιων οικισμών, οι οποίοι τόνωσαν τη ζωή στην ύπαιθρο. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι σε συνολική έκταση 800 τετρ. χλμ., που είχε το territorium της αποικίας, υπήρχαν 32 οικισμοί (vici), δηλ. σε κάθε 25 τετραγωνικά χιλιόμετρα υπήρχε κι ένας οικισμός. Σχετικά πάλι με τις θέσεις των οικισμών, παρατηρεί κανείς ότι οι περισσότεροι από τους καινούργιους (ρωμαϊκούς) οικισμούς είχαν ιδρυθεί στα μεσόγεια -στην ορεινή ραχοκοκαλιά της Παλλήνης και στις νότιες πλαγιές του Χολομώντα-, σε αντίθεση με τους αρχαίους οικισμούς που ήταν όλοι σχεδόν παραλιακοί.
Βασικά κριτήρια επιλογής της θέσης τους ήταν:
1) για τους παραλιακούς οικισμούς η ύπαρξη φυσικού όρμου.
2) για τους μεσογειακούς η ύπαρξη καλλιεργήσιμων εκτάσεων ή άλλων φυσικών πηγών πλούτου (δασών, μεταλλείων). Όσο για τη γεωστρατηγική σημασία της θέσης τους, διαπιστώνει κανείς ότι οι παραλιακοί οικισμοί χτίζονταν συνήθως, για μεγαλύτερη ασφάλεια, σε ακρωτήρια - όπου βέβαια υπήρχαν τέτοια (πρβ. π.χ. τη Σάνη και τη Φυσκέλλη )• ενώ οι μεσογειακοί οικισμοί χτίζονταν, κατά προτίμηση, σε υψώματα ή σε προβούνια, ώστε να έχουν οι κάτοικοί τους τη δυνατότητα, σε περίπτωση κινδύνου, να βρουν καταφύγιο στην ορεινή ενδοχώρα. Κατά τις επιτόπιες έρευνές μας δεν εντοπίσαμε ερείπια ρωμαϊκών κάστρων ούτε λείψανα από ρωμαϊκές οχυρώσεις στους οικισμούς (vicos). Αυτό αποτελεί φανερή απόδειξη του γεγονότος ότι οι Ρωμαίοι άποικοι δεν αντιμετώπισαν πρόβλημα για την αμυντική οργάνωση της επικράτειάς τους, εφόσον είχε εδραιωθεί η pax Romana. Τέτοια προβλήματα θα πρέπει να προέκυψαν μόνο αργότερα (στον 3ο μ.Χ. αι.), εξαιτίας των βαρβαρικών επιδρομών. Αυτό τουλάχιστον δείχνουν μερικά τμήματα του τείχους της Κασσάνδρειας, τα οποία επισκευάστηκαν στα υστερορωμαϊκά χρόνια.
Αμέσως παρακάτω ακολουθεί η μελέτη των οικισμών (vici) αυτών, που βρίσκονταν μέσα στην επικράτεια της αποικίας, με βάση κυρίως τα σημερινά αρχαιολογικά και επιγραφικά δεδομένα, καθώς και τα πορίσματα των προσωπικών μας επιτόπιων τοπογραφικών ερευνών.
● ΚΑΣΣΑΝΔΡΕΙΑ (Περιοχή Νέας Ποτίδαιας)
Στην περιοχή που εκτείνεται νότια από τη Νέα Ποτίδαια έχουμε εντοπίσει τέσσερις αρχαιολογικές θέσεις, από τις οποίες οι τρεις βρίσκονται στη δυτική παραλία της Παλλήνης και η τέταρτη στην ανατολική της παραλία. Η μικρή έκταση των επιφανειακών τουλάχιστον ευρημάτων δείχνει ότι πρόκειται μάλλον για θέσεις αγροτικών επαύλεων (villae rusticae) παρά οικισμών (vici). Εξάλλου την άποψη αυτή ενισχύει και η κοντινή τους απόσταση (2,5-4,5 χλμ. από τη Νέα Ποτίδαια, όπου το αστικό κέντρο της ρωμαϊκής αποικίας γιατί οι κλήροι, που βρίσκονταν στην κοντινή περιοχή, θα ανήκαν σε Ρωμαίους αποίκους, οι οποίοι ζούσαν στο αστικό κέντρο. Από τις αρχαιολογικές θέσεις της δυτικής παραλίας της Παλλήνης η πρώτη έχει εντοπιστεί σε μια χαμηλή ράχη - σε απόσταση δυόμισι μόλις χιλιομέτρων από τη Νέα Ποτίδαια. Στην επίπεδη κορυφή της ράχης υπάρχουν όστρακα αγγείων και κομμάτια από κεραμίδες στέγης ρωμαϊκών χρόνων, καθώς και αρκετές πελεκημένες πέτρες από χτίσματα. Περίπου 500-600 μ. ΝΑ από τη ράχη αυτή και συγκεκριμένα στο ύψωμα «Μύλος Πόρτας» - όπου ερείπια παλιού ανεμόμυλου - εντοπίζεται η δεύτερη αρχαιολογική θέση. Γύρω από το ύψωμα αυτό βρίσκει κανείς θραύσματα από κεραμίδες ρωμαϊκών χρόνων. Η τρίτη αρχαιολογική θέση έχει εντοπιστεί σε μια χαμηλή επίσης ράχη, που βρίσκεται 4-5 χλμ. νότια από τη Νέα Ποτίδαια. Στη ράχη αυτή βρίσκει κανείς όστρακα αγγείων και κομμάτια από κεραμίδες στέγης ρωμαϊκών χρόνων, καθώς και πολλά μαρμάρινα και πωρολίθινα αρχιτεκτονικά μέλη. Ανάμεσα στα επιφανειακά αυτά ευρήματα είδαμε κομμάτι κεραμίδας, όπου ήταν χαραγμένο το γράμμα Κ, δηλ. το αρχικό γράμμα της Κασσάνδρειας. Τέλος, η τέταρτη αρχαιολογική θέση βρίσκεται στην ανατολική παραλία της Παλλήνης, σ’ ένα χαμηλό ύψωμα κοντά στο ακρωτήρι «Άγιος Παύλος» - σε απόσταση 2-3 χλμ. ΝΑ από τη Νέα Ποτίδαια. Στο ύψωμα αυτό υπάρχουν πολλά κομμάτια από ρωμαϊκές κεραμίδες στέγης• ενώ στην αυλή ενός εξοχικού σπιτιού, που χτίστηκε πρόσφατα εκεί, έχουν συγκεντρωθεί πολλές πελεκημένες πέτρες από χτίσματα• σε μια από αυτές είναι χαραγμένο το γράμμα Η. Κοντά στη θέση αυτή είχε έρθει στο φως το ’73 μια κλασική νεκρόπολη.
● ΝΙΣΣΟΣ-ΦΡΥΞΕΛΟΣ
Τα δυο αυτά πολίσματα της Παλλήνης, που θα ήταν vici της ρωμαϊκής αποικίας της Κασσάνδρειας, μνημονεύονται μόνον από τον Πλίνιο. Δυστυχώς για την ταύτισή τους δεν υπάρχει καμιά απολύτως τοπογραφική ένδειξη. Πάντως, αν κρίνει κανείς από τα ονόματά τους, θα πρέπει τα πολίσματα να υπήρχαν ήδη κατά την προρωμαϊκή εποχή.
● ΓΕΡΑΝΙ
Ίχνη αξιόλογου ρωμαϊκού οικισμού έχουν εντοπιστεί στη θέση «Γεράνι», που βρίσκεται περίπου τρία χιλιόμετρα ΒΔ από τις αγροτικές φυλακές Σταυρονικήτα και 6-7 χλμ. νότια από τη Νέα Ποτίδαια, στη δυτική παραλία της Παλλήνης. Ο οικισμός ήταν χτισμένος σ’ ένα χαμηλό τραπεζοειδές ύψωμα, που εισχωρώντας στη θάλασσα σχηματίζει μικρή χερσόνησο. Στο ύψωμα αυτό και στη γύρω περιοχή υπάρχουν άφθονα όστρακα αγγείων, κομμάτια από κεραμίδες ρωμαϊκών χτισμάτων, καθώς και αρκετά αρχιτεκτονικά μέλη (μαρμάρινες πλάκες, πελεκημένες πέτρες). Η ίδρυση και ακμή του ρωμαϊκού αυτού οικισμού θα πρέπει πιθανώς να σχετιστεί με τη συστηματική εκμετάλλευση των εδώ αλυκών, που ίχνη τους είναι ευδιάκριτα μέχρι σήμερα σε πολλά σημεία. Οι αλυκές εκτείνονται, σε μια έκταση αρκετών στρεμμάτων, ΝΑ από το ρωμαϊκό οικισμό ως τη συστάδα των λοφίσκων, οι οποίοι περιβάλλουν τις αλυκές σαν ένα τεράστιο φυσικό πέταλο.
● ΣΑΝΗ
Η Σάνη, γνωστή κλασική πόλη της Παλλήνης, φαίνεται πως υπήρχε στην εποχή του Στράβωνα, φυσικά υποβαθμισμένη σε vicus της ρωμαϊκής αποικίας της Κασσάνδρειας. Κι αυτό, γιατί ο Στράβωνας τη μνημονεύει ανάμεσα στις πόλεις της Παλλήνης, των οποίων η ακμή (ως vici), μετά την ίδρυση της ρωμαϊκής αποικίας, επιβεβαιώνεται κι από την αρχαιολογία. Δυστυχώς όμως, λόγω της μη διενέργειας συστηματικών αρχαιολογικών ανασκαφών, δεν γνωρίζουμε, προς το παρόν τουλάχιστον, αν η Σάνη παρουσιάζει συνεχή ζωή από την κλασική ως τη ρωμαϊκή εποχή ή αν είχε ερημωθεί με τα γεγονότα του 4ου π.Χ. αιώνα - καταστροφή πόλεων Χαλκιδικής από το Φίλιππο Β' και «συνοικισμός» της Κασσάνδρειας - και κατοικήθηκε ξανά στα ρωμαϊκά χρόνια. Η θέση της Σάνης έχει εντοπιστεί κοντά στο ακρωτήρι Πύργος, όπου σήμερα το ξενοδοχειακό συγκρότημα «Σάνη». Στη χερσόνησο, όπου σώζεται ο μεσαιωνικός πύργος του Σταυρονικήτα και είναι χτισμένο το ξενοδοχείο, φαίνεται πως ήταν χτισμένη η ακρόπολη της Σάνης• ενώ στους γειτονικούς (προς τα ΒΑ) χαμηλούς λόφους εκτεινόταν η πόλη.
● ΚΑΨΑ (ΚΥΨΑ)
Το πόλισμα αυτό, που μνημονεύεται μόνον από το Στέφανο Βυζάντιο, βρισκόταν πιθανώς κοντά στον όρμο Μεγάλη Κύψα, ο οποίος φαίνεται πως διέσωσε ελάχιστα μόνο παραφθαρμένο το όνομά του: Κύψα ( Κάψα. Η θέση του πολίσματος εντοπίζεται στα υψώματα, που κατεβαίνουν αμφιθεατρικά από τις αγροτικές φυλακές Ξενοφώντος ως τον όρμο της Μεγάλης Κύψας, όπου βλέπει κανείς διάσπαρτα όστρακα ρωμαϊκών αγγείων και θραύσματα από ρωμαϊκές κεραμίδες στέγης. Όταν το 1914 πέρασε από δω ο Charles  Avezou, είχε δει πολυάριθμα όστρακα, κεραμίδες, πιθάρια, τάφους, μια μαρμάρινη πλάκα με φθαρμένη επιγραφή κι ένα μαρμάρινο κίονα. Εξάλλου στην παραλία του όρμου της Μεγάλης Κύψας, όπου ήταν το camping Σάνη, είχε ανασκαφεί, το 1973-74, ρωμαϊκή αγροτική έπαυλη (villa rustica). Με την ανασκαφή ήρθαν στο φως ψηφιδωτά δάπεδα και αρχιτεκτονικά μέλη.
● ΜΕΝΔΗ
Σύμφωνα με φιλολογικές μαρτυρίες, που επιβεβαιώνονται κι από αρχαιολογικά δεδομένα, η Μένδη, περίφημη αρχαία αποικία των Ερετριέων, παρουσιάζει συνεχή ζωή από την αρχαϊκή ως τη ρωμαϊκή εποχή, αφού βέβαια είχε υποβαθμιστεί οικιστικά σε κώμη της ελληνιστικής Κασσάνδρειας και ύστερα σε vicus της ρωμαϊκής αποικίας. Την ύπαρξή της στα μέσα περίπου του 2ου π.Χ. αιώνα, δηλ. ενάμιση αιώνα μετά το «συνοικισμό» της Κασσάνδρειας, μαρτυρεί ο Τίτος Λίβιος, που την αναφέρει στα γεγονότα του Γ' Μακεδονικού πολέμου, ενώ την επιβίωσή της μετά την ίδρυση της ρωμαϊκής αποικίας βεβαιώνουν ο Στράβωνας και ο Πομπώνιος Μέλας. Η θέση της Μένδης είναι γνωστή από παλιά. Βρισκόταν περίπου τρία χιλιόμετρα. ΒΑ από το ακρωτήρι Ποσείδι, εκεί όπου είναι σήμερα το χωριό Καλάνδρα. Σώζονται ερείπια της ακρόπολής της στο λόφο «Βίγλα», που υψώνεται πλάι στο σημ. εθνικό δρόμο Κασσάνδρας - Ν. Σκιώνης-Παλιουριού. Η πόλη εκτεινόταν από τη «Βίγλα» ως την παραλία, όπως τουλάχιστον μαρτυρούν οι φιλολογικές πηγές.
● ΣΚΙΩΝΗ
Η επιβίωση της αρχαίας αποικίας Σκιώνης, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, βεβαιώνεται τόσο από το Στράβωνα και τον Πομπώνιο Μέλα όσο κι από διάφορα αρχαιολογικά αντικείμενα, που βρέθηκαν διάσπαρτα στη γύρω περιοχή. Η θέση της έχει εντοπιστεί από παλιά στο παραθαλάσσιο ύψωμα «Μύτικας», που βρίσκεται περίπου δυο χιλιόμετρα ΝΑ από τη Νέα Σκιώνη.
● ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Ερείπια αρχαίου οικισμού (τείχη, τάφοι) έχουν επισημανθεί στη θέση «Αβάρα», κοντά στο σημ. χωριό Αγία Παρασκευή. Στη θέση αυτή είχαν βρεθεί επίσης παλιότερα ρωμαϊκό διακοσμημένο γυάλινο αγγείο και νόμισμα με παράσταση της θεάς Ρώμης και της λύκαινας. Ακόμη από δω προέρχεται πιθανώς βωμόσχημη επιτύμβια στήλη (ρωμαϊκής εποχής), με εντελώς φθαρμένη επιγραφή, που είδαμε έξω από το ξωκλήσι του «Αγίου Γεωργίου», το οποίο βρίσκεται στο σημ. δρόμο Ν. Σκιώνης - Παλιουρίου, ένα χιλιόμετρο μετά τα λουτρά της Αγίας Παρασκευής. Η ίδρυση του ρωμαϊκού οικισμού θα πρέπει ίσως να σχετιστεί με την αξιοποίηση των γειτονικών ιαματικών λουτρών, αν κρίνει κανείς από άλλα παραδείγματα, που μαρτυρούν ανάλογο ενδιαφέρον των Ρωμαίων.
● ΠΑΛΙΟΥΡΙ
Λείψανα ρωμαϊκού οικισμού εντοπίζονται, με βάση τα όστρακα ρωμαϊκών αγγείων, στην ορεινή θέση «Κουτόνι», κοντά στο σημ. χωριό Παλιούρι. Παλιότερα ο Ch. Avezou είχε επισημάνει στη θέση αυτή μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη. Το γεγονός ότι το σημ. χωριό είχε το ίδιο όνομα και στην περίοδο της τουρκοκρατίας μας κάνει να υποψιαζόμαστε ότι το τοπωνύμιο «Παλιούρι» διέσωσε, ελάχιστα μόνο παραφθαρμένο, το όνομα του κοντινού ρωμαϊκού οικισμού, που θα λεγόταν Παλαιώριον, όπως δηλ. ένα άλλο πόλισμα (Palaehorium) της Ακτής, κοντά στην Ουρανούπολη. Η ύπαρξη αρκετών τοπωνυμικών παράλληλων στο γεωγραφικό χώρο της Χαλκιδικής ενισχύει μια τέτοια υπόθεση.
● ΘΡΑΜΒΟΣ (ΘΕΡΑΜΒΟΣ)
Το αρχαίο πόλισμα Θράμβος (ή Θεράμβως και Θραμβηίς) δε μνημονεύεται από καμιά φιλολογική πηγή των ρωμαϊκών χρόνων, ώστε να γνωρίζουμε την τύχη του κατά τη ρωμαϊκή εποχή. Αν το πόλισμα είναι το ίδιο με τις Στράμβαι του Στέφανου Βυζάντιου, θα μπορούσαμε να στηριχτούμε στη μαρτυρία του• δυστυχώς όμως δε γνωρίζουμε την πηγή από την οποία αντλεί ο Στέφανος ο Βυζάντιος. Έτσι, το πρόβλημα μπορούν να διαφωτίσουν μόνο τα αρχαιολογικά ευρήματα. Η Θράμβος από όλους σχεδόν τους ερευνητές τοποθετείται ΒΑ από το Παλιούρι, στον όρμο Χρούσο, που σχηματίζεται ανάμεσα στα ακρωτήρια Αλωνάκι και Γλαρόκαβος, όπου σήμερα οι τουριστικές εγκαταστάσεις του Ε.Ο.Τ. (camping Παλιουριού). Από δω προέρχονται μερικά γλυπτά και μια μαρμάρινη ρωμαϊκή σαρκοφάγος με παραστάσεις γρυπών, που φυλάγονται στην αυλή του κοινοτικού καταστήματος Παλιουριού. Η ταύτιση αυτή φαίνεται σωστή, αν λάβει κανείς υπόψη του τα τοπογραφικά στοιχεία των φιλολογικών πηγών, καθώς και τα κριτήρια επιλογής της θέσης των άλλων αρχαίων οικισμών της Παλλήνης. Έτσι, σύμφωνα με τη σειρά που αναφέρουν τις πόλεις της Παλλήνης ο Ηρόδοτος και ο Ψευδο-Σκύλακας, η Θράμβος βρισκόταν στην παραλία που εκτείνεται ανάμεσα στη Σκιώνη και τις Αιγές. Αν κρίνει λοιπόν κανείς από τους άλλους αρχαίους οικισμούς της Παλλήνης, που ήταν χτισμένοι συνήθως σε φυσικά λιμάνια ή όρμους, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Θράμβος θα πρέπει να βρισκόταν στον πρώτο όρμο που συναντά κανείς μετά τη Σκιώνη, παραπλέοντας το ακρωτήρι Καναστραίο• και ο πρώτος αυτός όρμος είναι του Χρούσου. Εξάλλου, η αυτοψία δείχνει καθαρά ότι η απότομη παραλία από τη θέση της Σκιώνης ως τον όρμο Χρούσο θα ήταν ακατοίκητη, όπως και σήμερα.
● ΑΙΓΕΣ (ΑΙΓΗ) ΚΑΙ ΝΕΑΠΟΛΗ
Εφόσον η Θράμβος τοποθετείται σχεδόν με βεβαιότητα στον όρμο Χρούσο, θα ήταν πιο εύκολο να προσδιοριστεί η θέση δυο άλλων πολισμάτων, των Αιγών και της Νεάπολης, που σύμφωνα με τον Ηρόδοτο βρίσκονταν ανάμεσα στη Θράμβο και την Άφυτη, της οποίας η θέση μας είναι επίσης γνωστή. Δυστυχώς όμως στο τμήμα αυτό της παραλίας δεν υπάρχει κανένα λιμάνι ή όρμος, όπου θα μπορούσαν να τοποθετηθούν τα δυο αυτά πολίσματα. Αυτό σημαίνει ότι η θέση τους θα πρέπει να αναζητηθεί σε κάποιο από τα πολυάριθμα υψώματα, που βρίσκονται κατά μήκος της παραλίας. Έτσι, λόγω της έλλειψης λεπτομερέστερων τοπογραφικών στοιχείων από τις φιλολογικές πηγές, στηριζόμαστε τόσο για τον εντοπισμό της θέσης τους, όσο και για το πρόβλημα της επιβίωσής τους στα ρωμαϊκά χρόνια, αποκλειστικά σε αρχαιολογικές ενδείξεις, λαμβάνοντας φυσικά υπόψη και τις σχετικές αποστάσεις που έπρεπε να έχουν μεταξύ τους τα πολίσματα. Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, είναι πολύ πιθανό ότι η θέση των Αιγών θα πρέπει να αναζητηθεί στην περιοχή ανάμεσα στο Πευκοχώρι (Καψόχωρα) και τη Χανιώτη, από όπου έχουμε σχετικές αρχαιολογικές μαρτυρίες. Συγκεκριμένα στο Πευκοχώρι είχαν βρεθεί ελληνιστικά (του Λυσίμαχου) και ρωμαϊκά νομίσματα, καθώς και μια επιγραφή ρωμαϊκής εποχής, ενώ στη Χανιώτη βρέθηκαν μερικά κλασικά και παλαιοχριστιανικά ερείπια, καθώς και πήλινα αγγεία ρωμαϊκών χρόνων. Τα ευρήματα αυτά δείχνουν ότι οι Αιγές παρουσιάζουν συνεχή ζωή από την κλασική ως τη βυζαντινή εποχή. Η Νεάπολη, αποικία των Μενδαίων, τοποθετείται από τους ερευνητές γενικά και αόριστα ανάμεσα στα σημ. χωριά Πολύχρονο και Κρυοπηγή (Παζαράκια) ή στη θέση του Πολύχρονου, χωρίς να γίνει ως τώρα καμιά προσπάθεια για ταύτιση των ερειπίων της. Κατά τη γνώμη μας, στη Νεάπολη πρέπει να ανήκουν τα αρχαία ερείπια, τα οποία σώζονται στο κέντρο περίπου του νοητού τριγώνου που σχηματίζουν τα χωριά Κρυοπηγη, Κασσανδρινό και Πολύχρονο, και πάνω στο μεσογειακό δρόμο που οδηγούσε από τη Μένδη στην αποικία της, τη Νεάπολη. Τα ευρήματα όμως από τη θέση αυτή δεν ξεπερνούν χρονικά την κλασική εποχή, πράγμα που αποτελεί ένδειξη για την καταστροφή του πολίσματος από το Φίλιππο Β' ή την εγκατάλειψή του μετά το «συνοικισμό» της Κασσάνδρειας. Φαίνεται ωστόσο ότι η Νεάπολη ξαναχτίστηκε, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, στην κοντινή θέση «Φραγκοκλησιά» - ανάμεσα στα χωριά Πολύχρονο και Kασσανδρινό, όπου επισημαίνονται λείψανα ρωμαϊκού οικισμού.
● ΚΡΥΟΠΗΓΗ (ΠΑΖΑΡΑΚΙΑ) 
Ίχνη ρωμαϊκού οικισμού έχουμε επισημάνει σε μια ορεινή θέση με τη χαρακτηριστική ονομασία «Παλιόκαστρο» - περίπου δυόμισι χιλιόμετρα δυτικά από το σημ. χωριό Κρυοπηγή. Στη θέση αυτή, όπου παλιότερα είχε βρεθεί μια επιγραφή, υπάρχουν πολυάριθμα όστρακα και κομμάτια από κεραμίδες στέγης ρωμαϊκής εποχής.
● ΚΡΥΟΠΗΓΗ - ΚΑΛΛΙΘΕΑ 
Η θέση ρωμαϊκού οικισμού εντοπίζεται, με βάση την επιφανειακή κεραμική, στα υψώματα «Ελληνικά» (;), που βρίσκονται σε μικρή απόσταση από την παραλία, ανάμεσα στα σημ. χωριά Κρυοπηγή και Καλλιθέα.
● ΑΦΥΤΙΣ (ΑΦΥΤΟΣ-ΑΘΥΤΟΣ)
Η αρχαία αυτή αποικία των Ερετριέων επέζησε, φυσικά υποβαθμισμένη οικιστικά σε κώμη (vicus), τόσο μετά το «συνοικισμό» της Κασσάνδρειας όσο και μετά την ίδρυση της ρωμαϊκής αποικίας, προφανώς χάρη στο περίφημο ιερό του Άμμωνα Δία, που βρισκόταν κοντά της. Την επιβίωσή της, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, μαρτυρούν η μνεία της από το Στράβωνα, επιγραφές και νομίσματά της των ρωμαϊκών χρόνων, τα πολυάριθμα όστρακα διαφόρων εποχών (από την εποχή του χαλκού ως τα βυζαντινά χρόνια), καθώς και η διατήρηση του ονόματος της στο νεότερο τοπωνύμιο Άφυτος ή Άθυτος. Η ομοιότητα των τοπωνυμίων Άφυτις - Άφυτος - Άθυτος βοήθησε τους ερευνητές να ταυτίσουν ανεπιφύλακτα την Άφυτη με τον ερειπιώνα που σώθηκε πλάι στο σημ. χωριό Άφυτος. Ο Ch. Avezou, που είχε περάσει από δω το 1914, όταν δηλαδή σώζονταν περισσότερα ερείπια, σημειώνει την ύπαρξη μιας μικρής ακρόπολης - από όπου μια σκάλα οδηγούσε σ’ ένα λιμανάκι-, τμήματα από το τείχος της πόλης και επιγραφές εντοιχισμένες στην εκκλησία και σε σπίτια του χωριού. Περίπου τρία χιλιόμετρα νοτιότερα από την Άφυτο και συγκεκριμένα στο σημ. χωριό Καλλιθέα (Μάλτεπε) - πλάι ακριβώς στο ξενοδοχείο «Άμμων Ζεύς» - αποκαλύφτηκε το περίφημο ιερό του Άμμωνα Δία. Όπως έδειξαν οι ανασκαφές, το ιερό εξακολούθησε να λειτουργεί και κατά τη ρωμαϊκή εποχή.
● ΚΛΙΤΑΙ (CLITAE)
Το πόλισμα Clitae αναφέρεται από το Λίβιο στην περιγραφή των ναυτικών επιχειρήσεων των Ρωμαίων στο Θερμαϊκό (το 169 π.Χ. ). Έτσι, εφόσον δεν εγκαταλείφτηκε αυτό κατά το χρονικό διάστημα 169-43 π.Χ., είναι πολύ πιθανό ότι επέζησε και μετά το 43 π.Χ. ως vicus της ρωμαϊκής αποικίας της Κασσάνδρειας. Ο Λίβιος δεν προσδιορίζει τη θέση του Πολίσματος• από το σχετικό χωρίο του όμως συμπεραίνει κανείς ότι βρισκόταν κοντά στην Κασσάνδρεια. Κι αυτό, γιατί μας πληροφορεί ότι στο πόλισμα αυτό οι Ρωμαίοι είχαν κατασκευάσει οχυρώματα για να εμποδίσουν το πέρασμα των Μακεδόνων από το Θερμαϊκό στον Τορωναίο κόλπο. Ωστόσο, από την πληροφορία του αυτή δεν διευκρινίζεται αν το πόλισμα βρισκόταν βόρεια ή νότια από την Κασσάνδρεια. Με βάση τις ελάχιστες αυτές τοπογραφικές ενδείξεις, από παλιά ακόμη ο Μ. Δήμιτσας είχε τοποθετήσει το πόλισμα Κλίται - το οποίο όμως εσφαλμένα ταυτίζει με το πόλισμα Σκίθαι - στο μετόχι του Αγίου Διονυσίου, περίπου τρία χιλιόμετρα δυτικά από το σημ. χωριό Νέα Φώκαια. Πραγματικά τα όστρακα αγγείων και τα κομμάτια από κεραμίδες στέγης ρωμαϊκών χρόνων, που βρίσκει κανείς στα γύρω υψώματα, μαρτυρούν την ύπαρξη εκεί ρωμαϊκού οικισμού. Ίσως μάλιστα από δω προέρχονται και διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη, που βλέπει κανείς εντοιχισμένα σήμερα στον πύργο του Αγίου Παύλου - στη μικρή χερσόνησο της Νέας Φώκαιας. Ο οικισμός αυτός βρισκόταν σε σπουδαία, από γεωσυγκοινωνιακή άποψη, θέση, καθώς έλεγχε δυο σπουδαίους αρχαίους δρόμους:
1) το δρόμο που οδηγούσε από τις ακτές του Θερμαϊκού (από τους όρμους της Σάνης ή της Μεγάλης Κύψας) στις ακτές του Τορωναίου κόλπου (στον όρμο του Αγίου Παύλου)•
2) το δρόμο που από την Κασσάνδρεια έφερνε στο εσωτερικό της χερσονήσου της Παλλήνης.

Δημήτρης Κ. Σαμσάρης «Η Ρωμαϊκή αποικία της Κασσάνδρειας» 1987
Καθηγητής Ρωμαϊκής Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

ΕΡΕΥΝΑ & ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ-ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ:
Βαγγέλης Κατσαρίνης
Ηλεκτρονικός - Κατασκευαστής Ιστοσελίδων Διαδικτύου
© Sunspot Web Design 2008-2025 ® 

Φωτογραφίες Αρχαιολογικών Χώρων

Ταυτότητα Μνημείου
Wednesday, January 20, 2021

Ονομασία Μνημείου: Αρχαιολογικός χώρος Νέας Ποτίδαιας (αρχαία Ποτίδαια και έπειτα Κασσάνδρεια).
Θέση: Νέα Ποτείδαια
Τύπος Κήρυξης: Αρχαιολογικός χώρος
Είδος Μνημείου: Αρχαιολογικές Θέσεις, Οικιστικά Σύνολα
Χρονική Περίοδος: Κλασική, Ελληνιστική, Ρωμαϊκή, Μεταβυζαντινή
Φορέας Προστασίας: ΙΣΤ' ΕΠΚΑ Θεσσαλονίκη
Αριθμός Υπουργικής Απόφασης, Αριθμός ΦΕΚ:
ΥΑ Φ31/36676/2920/4-10-1973, ΦΕΚ 1194/Β/5-10-1973
ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ43/31874/1544 π.ε./3-5-1991, ΦΕΚ 388/Β/11-6-1991
ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ43/48488/2873/7-10-1998, ΦΕΚ 1125/Β/29-10-1998
ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ16/15769/788/31-3-1999, ΦΕΚ 425/Β/22-4-1999
Κείμενο: Συμπληρώνουμε την κήρυξη του αρχαιολογικού χώρου Ποτίδαιας (Φ31/36676/2940/4-1-73, ΦEK 1194/B/5-10-73) η οποία περιελάμβανε το σημερινό χωριό Ποτίδαια και ζώνη πλάτους 3000 μ. βόρεια αυτού, επεκτείνοντας τη ζώνη προστασίας και προς τα νότια σε πλάτος 3000μ. N. του σημερινού οικισμού (δηλ. έως τη ζώνη που ορίζεται από τα αγροτεμάχια 508,510, 514, 518, 519, 524, 533, 534, 544, 545, 556, 557, 568, 618, 624, 631, 652, 195, 191), επειδή μετά από ανασκαφική έρευνα αποδείχθηκε ότι στο χώρο αυτό επεκτεινόταν η αρχαία Kασσάνδρεια.

Ταυτότητα Μνημείου
Wednesday, January 20, 2021

Ονομασία Μνημείου: Αρχαιολογικός χώρος στη θέση «Γεράνι» Νέας Φώκαιας
Θέση: Γεράνι (Έλη Νέας Φώκαιας)
Τύπος Κήρυξης: Αρχαιολογικός χώρος
Είδος Μνημείου: Αγροτική Οικονομία, Νεκρικοί Χώροι και Μνημεία, Αρχαιολογικές Θέσεις
Χρονική Περίοδος: Ρωμαϊκή, Πρωτοχριστιανική
Φορέας Προστασίας: ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων
Αριθμός Υπουργικής Απόφασης, Αριθμός ΦΕΚ:
ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ43/31756/1603/31-7-2000, ΦΕΚ 1057/Β/28-8-2000
Κείμενο: Γεράνι, στα δημοτικά διαμερίσματα Νέας Φώκαιας και Νέας Ποτίδαιας των Δήμων Κασσάνδρας και Νέων Μουδανιών, όπου νεκροταφείο της ΄Υστερης Ρωμαϊκής - Παλαιοχριστιανικής περιόδου και αγρέπαυλις της όψιμης αρχαιότητας. Ο συγκεκριμένος αρχαιολογικός χώρος εκτείνεται και στην κοινότητα Νέας Ποτείδαιας.

Ταυτότητα Μνημείου
Wednesday, January 20, 2021

Ονομασία Μνημείου: Παλαιοχριστιανικός ερειπιώνας στη θέση Μεγάλη Κύψα
Θέση: Μεγάλη Κύψα στο Camping Σάνη
Τύπος Κήρυξης: Αρχαίο μνημείο
Είδος Μνημείου: Οικιστικά Σύνολα
Χρονική Περίοδος: Ρωμαϊκή, Πρωτοχριστιανική
Φορέας Προστασίας: 10η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων
Αριθμός Υπουργικής Απόφασης, Αριθμός ΦΕΚ:
ΥΑ ΥΠΠΕ/ΑΡΧ/Β1/Φ35/531/16/7-1-1981, ΦΕΚ 51/Β/28-1-1981
Κείμενο: Ο παλαιοχριστιανικός ανεσκαμμένος ερειπιώνας που βρίσκεται στο πρώην Camping «Σάνη», στη θέση Mεγάλη Kύψα, κοινότητας Kασσάνδρας, επαρχία Xαλκιδικής, Nομού Xαλκιδικής είναι αρχαίο μνημείο σύμφωνα με το άρθρο 2 του KN 5351/32 «περί αρχαιοτήτων» και προστατεύεται από τις διατάξεις του Nόμου αυτού. Πρόκειται για μία εγκατάσταση της ύστατης αρχαιότητας και των παλαιοχριστιανικών χρόνων.
Ταυτότητα Μνημείου
Wednesday, January 20, 2021

Ονομασία Μνημείου: «Πίνακας» Νέας Φώκαιας
Θέση: Σε ύψωμα νότια του δρόμου προς τον οικισμό Σταυρονικήτα Σάνης
Τύπος Κήρυξης: Αρχαιολογικός χώρος
Είδος Μνημείου: Αρχαιολογικές Θέσεις, Οικιστικά Σύνολα
Χρονική Περίοδος: Ρωμαϊκή, Υστεροβυζαντινή
Φορέας Προστασίας: ΙΣΤ' ΕΠΚΑ (Θεσσαλονίκη)
Αριθμός Υπουργικής Απόφασης, Αριθμός ΦΕΚ:
ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ43/31756/1603/31-7-2000, ΦΕΚ 1057/Β/28-8-2000
Κείμενο: Θέση Πίνακας, στο δημοτικό διαμέρισμα Νέας Φώκαιας του Δήμου Κασσάνδρας, όπου σε ύψωμα νότια του δρόμου προς τον οικισμό Σταυρονικήτα Σάνης, έχουν εντοπισθεί λείψανα κτιρίων και κεραμεική της΄Υστερης Ρωμαϊκής περιόδου.

Ελληνικές Λατρείες της Ρωμαϊκής Κασσάνδρας

Thursday, July 30, 2020
Άμμωνας Δίας. Η σπουδαιότερη λατρεία όχι μόνο στο territorium της ρωμαϊκής αποικίας της Κασσάνδρειας αλλά και σε ολόκληρη τη Χαλκιδική ήταν η λατρεία του Άμμωνα Δία, που το περίφημο ιερό και μαντείο του βρισκόταν κοντά στην Άφυτη. Τα ερείπια του ιερού αυτού (το κρηπίδωμα και ο χώρος του βωμού), που είχε πανελλήνια ακτινοβολία, αποκαλύφτηκαν στο σημ. χωριό Καλλιθέα και συγκεκριμένα σε μια παραλιακή τοποθεσία - όπου σήμερα το ξενοδοχείο «'Αμμων Ζεύς» -, που φημίζεται από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας για την πλούσια βλάστηση και τα άφθονα νερά της. Νομίσματα των Αφυταίων, που είκονίζουν τον Άμμωνα Δία και χρονολογούνται μετά το 168 π.Χ., μαρτυρούν την ακμή του ιερού και μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Επισκευές πάλι του ιερού (κεράμωση με λακωνικές κεραμίδες, κατασκευή βωμού), που χρονολογούνται στο 1ο-2ο μ.Χ. αιώνα, δείχνουν καθαρά ότι συνέχισε αυτό να ακμάζει και μετά την ίδρυση της ρωμαϊκής αποικίας της Κασσάνδρειας, όταν δηλ. η Άφυτις, είχε μεταβληθεί σε απλό νίcus της αποικίας. Εξάλλου τη μεγάλη ακμή της λατρείας του Άμμωνα Δία μαρτυρούν και αποικιακά νομίσματα της Κασσάνδρειας (της εποχής του Κλαυδίου, του Βεσπασιανού και του Δομιτιανού), τα οποία στη μια όψη τους εικονίζουν κεφάλι του Άμμωνα Δία.
★ Ποσειδώνας. Στην παραλιακή ζώνη της Χαλκιδικής ήταν φυσικό να έχει μεγάλη εξάπλωση η λατρεία του Ποσειδώνα. Πραγματικά η λατρεία του μαρτυρείται στο ακρωτήρι Ποσείδιο (κοντά στα Στάγειρα) και στις τρεις χερσονήσους της, δηλ. στην Ακτή (Άθω), τη Σιθωνία και την Παλλήνη. Στην Παλλήνη που μας ενδιαφέρει εδώ ιδιαίτερα, ανάμνηση της λατρείας του διέσωσε το ακρωτήρι Ποσειδώνιο (σημ. Ποσείδι) - κοντά στη Μένδη (σημ. Καλάνδρα)• όπως δείχνει μάλιστα η επιβίωση του τοπωνυμίου ως τις μέρες μας, θα πρέπει αυτή να είχε διατηρηθεί και κατά τη ρωμαϊκή εποχή. Κέντρο όμως της λατρείας του Ποσειδώνα ήταν η Ποτίδαια (Κασσάνδρεια), η οποία σε αυτόν όφειλε και το όνομά της. Στην πόλη αυτή υπήρχε λαμπρός ναός του Ποσειδώνα, που τα ερείπιά του (ρωμαϊκών χρόνων) έχουν αποκαλυφτεί περίπου δυο χιλιόμετρα νοτιότερα από τη Νέα Ποτίδαια -πλάι ακριβώς στη θάλασσα (στη δυτική ακτή της Παλλήνης), όπου θα βρισκόταν κάποια συνοικία της Κασσάνδρειας. Τα ρωμαϊκά αυτά ερείπια, καθώς και αποικιακά νομίσματα της εποχής του Καρακάλλα, που εικονίζουν τον Ποσειδώνα, δείχνουν ότι η λατρεία του εξακολούθησε να κατέχει, ως το τέλος της ρωμαϊκής αρχαιότητας, κυρίαρχη θέση στη θρησκευτική ζωή των κατοίκων της Κασσάνδρειας - τόσο των ντόπιων όσο και των Ρωμαίων αποίκων.
★ Διόνυσος - Νύμφες. Εξίσου μεγάλη διάδοση είχε στη Χαλκιδική, που φημιζόταν για τους αμπελώνες και τα κρασιά της, η λατρεία του Διόνυσου (Βάκχου). Φιλολογικές πηγές και παραστάσεις νομισμάτων μαρτυρούν τη λατρεία του, κατά την προρωμαϊκή εποχή, στη χερσόνησο της Ακτής (Άκανθο, Τορώνη) και κυρίως στην Παλλήνη (Κασσάνδρεια, Σκιώνη, Άφυτη και Μένδη). Ιδιαίτερα προσφιλής θα ήταν η λατρεία του Διόνυσου στη Μένδη, γνωστή για την οινοπαραγωγή της. Στην Άφυτη πάλι υπήρχε ιερό του Διόνυσου και των νυμφών, που τα ερείπιά του αποκαλύφτηκαν πολύ κοντά (νοτιοδυτικά) στο ιερό του Άμμωνα Δία. Από το ιερό του ήρθε στο φως μια λίθινη σκάλα λαξευμένη στο βράχο, η οποία οδηγεί σε μια κοιλότητα. Τέλος, αυτοκρατορικά νομίσματα της Κασσάνδρειας με διονυσιακές παραστάσεις προσφέρουν ενδεικτικά στοιχεία για τη λατρεία του Διόνυσου στην αποικία.
★ Απόλλων Καναστραίος. Στο ιερό του Διόνυσου λατρευόταν επίσης και ο Απόλλων Καναστραίος, ήταν δηλ. σύνναοι Θεοί. Τη λατρεία του Απόλλωνα Καναστραίου μαρτυρεί αναθηματική επιγραφή (2ου μ.Χ. αι.) χαραγμένη στη βάση αγαλματίου του Απόλλωνα που βρέθηκε στην Άφυτη, στο χώρο του ιερού του Άμμωνα Δία. Το τοπωνυμικό επίθετο Καναστραίος δείχνει ότι το κέντρο λατρείας του θεού αυτού βρισκόταν στο ομώνυμο ακρωτήρι της Παλλήνης• Ας σημειωθεί ότι, κατά την προρωμαϊκή εποχή, η λατρεία του Απόλλωνα είχε μεγάλη διάδοση) στην περιοχή• ο θεός αυτός λατρευόταν στη Σπάρτωλο, την Όλυνθο, την Ποτίδαια και τη Σκιώνη.
★ Έρωτας. Ένδειξη για τη λατρεία του στην Άφυτη προσφέρει το μαρμάρινο κεφάλι Έρωτα (του β' μισού του 2ου μ.Χ. αι.), που βρέθηκε στο ιερό του Άμμωνα Δία.

Σε επιτύμβιο επίγραμμα (αυτοκρατορικής εποχής), που βρίσκεται εντοιχισμένο στην εκκλησία της Παναγίας Φανερωμένης - κοντά στη Νέα Σκιώνη-, αναφέρεται ιερέας άγνωστης σε μας θεότητας• πρόκειται για τον Μ(άρκο) Ιούλιο Φήλικα.

Δημήτρης Κ. Σαμσάρης «Η Ρωμαϊκή αποικία της Κασσάνδρειας» 1987
Καθηγητής Ρωμαϊκής Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

ΕΡΕΥΝΑ & ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ-ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ:
Βαγγέλης Κατσαρίνης
Ηλεκτρονικός - Κατασκευαστής Ιστοσελίδων Διαδικτύου
© Sunspot Web Design 2008-2025 ® 

Η Κασσάνδρεια των Ρωμαίων

«Η Κασσάνδρεια του Βυζαντίου: Ιστορίας αγγέλματα, Αρχαιολογίας τεκμήρια»
Thursday, July 30, 2020

Αμείλικτα ασταμάτητος ο χρόνος άφησε αδιάγραπτη τη σφραγίδα του στη χερσόνησο της Κασσάνδρειας τόσο κατά τους ρωμαϊκούς όσο και στους βυζαντινούς χρόνους. Οι ταραγμένοι αιώνες στο κατόπι της ελληνιστικής εποχής, από την εμφάνιση των Ρωμαίων έως και την εδραίωση της οθωμανικής κυριαρχίας στα μέσα του 15ου αιώνα, προίκισαν την ιστορική μνήμη με ένα πλήθος από γεγονότα, καλώς ή κακώς γεγενημένα, απροσδόκητα ή αναμενόμενα. Αυτά στο σύνολό τους διαμόρφωσαν νέα οικονομικοπολιτικά δεδομένα, προκάλεσαν αναστατώσεις και ποικίλες μεταλλάξεις στην οικιστική φυσιογνωμία της περιοχής, σμίλευσαν εν τέλει ένα νέο ανθρωπωνυμικό προφίλ. Ο ιστορικός ρους της χερσονήσου άλλαξε στα μέσα του 2ου προχριστιανικού αιώνα, καθώς ο αδιαμφισβήτητος φυσικός πλούτος, η στρατηγική σημασία και η νευραλγική της θέση στο γεωγραφικό χάρτη προκάλεσαν το αιματηρό ενδιαφέρον των Ρωμαίων. Οι τελευταίοι, κατά τις ναυτικές επιχειρήσεις τους στο Θερμαϊκό κόλπο το 169 π.Χ., εκτίμησαν την γεωσυγκοινωνιακή σπουδαιότητα της «επί του ισθμού» Κασσάνδρειας, της επισημοτέρας πόλης της περιοχής, με την ακατάβλητη ισχύ καθόλη την ελληνιστική εποχή, και την πολιόρκησαν ανεπιτυχώς.
Ο στόχος τους επετεύχθη μόλις ένα χρόνο αργότερα, το 168π.Χ., παρά τη σθεναρή αντίσταση των κατοίκων, οπότε και η πολιτεία του Κάσσανδρου μαζί με ολόκληρη τη χερσόνησο ακολούθησε αναπόφευκτα τη μοίρα όλης της Μακεδονίας. Η Κασσάνδρεια ωστόσο, αν και θύμα της πολυαίμακτης ιμπεριαλιστικής πολιτικής των Ρωμαίων, δεν υπέκυψε ολοκληρωτικά, άμεσα κηρύχτηκε ελεύθερη πόλη, παρέμεινε αγέρωχη, με τον Λίβιο, μάλιστα, να τη σημειώνει ως τη σπουδαιότερη μετά τη Θεσσαλονίκη πόλη της δεύτερης «μερίδας» της επαρχίας της Μακεδονίας, σύμφωνα με τον διοικητικό διαμελισμό που επεβλήθη στο Μακεδονικό βασίλειο. Αρκετά αργότερα, στο δεύτερο ήμισυ του 1ου αι. π.Χ., το ίδιο τραπεζοειδές φυσικό ύψωμα στο έμπα της χερσονήσου, που είχε άλλοτε φιλοξενήσει την Ποτίδαια των Κορινθίων, στα αρχαϊκά χρόνια, και την πόλη του Κάσσανδρου, στα ελληνιστικά, κατακλύστηκε από ακτήμονες Ιταλούς αποίκους, κυρίως από τον Τάραντα και την Απουλία, αλλά και απόμαχους του Ρωμαϊκού στρατού, στο πλαίσιο μιας έντονης αποικιακής δραστηριότητας, εκκινούμενης από την κεντρική εξουσία της Ρώμης. Τούτη η πληθυσμιακή κινητικότητα, που εκφράστηκε στην περιοχή καθ’ υπόδειξη του Βρούτου με την ίδρυση της ρωμαϊκής αποικίας της Κασσάνδρειας στον ίδιο χώρο της παλαιότερης ομώνυμης πόλης, συνεχίστηκε αμείωτα για τα αμέσως επόμενα χρόνια και κορυφώθηκε το 30 π.Χ. Συνδυάστηκε δε με τη διανομή καλλιεργήσιμων γαιών στους νέους ακτήμονες πληθυσμούς, που ως μόνιμα εγκατεστημένοι πλέον απέκτησαν μεταξύ άλλων και πλήρη πολιτικά διακιώματα. Παράλληλα, η σπουδαία θέση της αποικίας στο δίκτυο των θαλάσσιων επικοινωνιών προσέλκυσε εμπόρους και πραγματευτές, που αποτέλεσαν γρήγορα μία διαφορετική συνιστώσα της οικονομίας της, με την ήδη έντονη αγροτική χροιά, φυσικό επακόλουθο της υποχρεωτικής γαιοκτησίας. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, οι αλλόφερτοι Ρωμαίοι πολίτες και βετεράνοι στρατιώτες, «εγκεκτημένοι» ή «συμπραγματευόμενοι», φαίνεται να αδέλφωσαν γρήγορα με τους ντόπιους πληθυσμούς, με τους οποίους πορεύτηκαν μαζί ανταλλάσσοντας ήθη και πολιτισμούς.
Κάπως έτσι η παλιά «πόλη»-συνοικισμός του Κάσσανδρου, που αλώθηκε από τις ρωμαϊκές στρατιές τον 2ο αι π.Χ., έγινε, στο τρίτο τέταρτο του 1ου αι. π.Χ., «κοσμόπολη»-αποικία Ρωμαίων. Με τούτη τη νέα μορφή συνέχισε την πορεία της ως ανεξάρτητη, με ίδιον νόμισμα, ως αυτεξούσια και όχι ετεροδύναμη, εξακολούθησε να πορεύεται ηγέτιδα στο αλώνι της ιστορίας της γύρω από αυτή περιοχής, παρέμεινε ωστόσο στο παρασκήνιο της πολιτικής αρένας του ρωμαϊκού κόσμου, χωρίς να έχει πλέον κάποιο ιδιαίτερο, καθοριστικό ρόλο στα ιστορικά δρώμενα των επόμενων αιώνων. Η ρωμαϊκή Κασσάνδρεια, που αποκαλύπτεται πλέον σταδιακά και αποσπασματικά κάτω από το σύγχρονο οικισμό της Ποτίδαιας, διαφέντευε μία αξιόλογη σε έκταση επικράτεια, που καταλάμβανε όλη τη χερσόνησο, εκτεινόταν δε και βορειότερα, πέρα από το «διορωρυγμένον ισθμόν», σε όλη την αρχαία Βοττική, με τα όριά της να φτάνουν πιθανότατα έως τη Σιθωνία, τις νότιες παρυφές του Χολομώντα και το χαμηλό φυσικό έξαρμα που αναπτύσσεται από τα Πετράλωνα έως και νότια της σημερινής Καλλικράτειας.
Στα διευρυμένα αυτά δίκαια έχει πιστοποιηθεί ένα πλήθος νέων εγκαταστάσεων, που πλούτισαν δημογραφικά ιδιαίτερα τον 3ο και 4ο αι. μ.Χ. Στη χερσόνησο οι καινούριοι οικισμοί χαρτογραφούνται τόσο στην ακτογραμμή, όσο και μεσόγεια, στη χαμηλή βουνοσειρά, που διατρέχει τη γήινη φυσική προβλήτα από το βόρειο έως το νότιο άκρο της και αναφέρεται από τον Πτολεμαίο ως Παταλήνη. Πρόκειται για μικρά χωριά, ανοχύρωτα κατά κανόνα, καθώς η ισχύουσα Pax Romana καθιστούσε περιττό τον αμυντικό εξοπλισμό τους, που πορεύτηκαν παράλληλα με τις πρότερες πόλεις, των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων, οι οποίες στο σύνολό τους επιβίωσαν, πληθυσμιακά ενισχυμένες, αλλά πολιτικά εκ νέου υποβαθμισμένες. Σε τούτη τη μοίρα υποτάχθηκε και η άλλοτε ανθηρή πόλη της Μένδης, που αναφέρεται πλέον από τον Λίβιο ως «maritimus vicus» (παραθαλάσσια κώμη) της ρωμαϊκής αποικίας. Επιφανειακές έρευνες και αρχαιολογικές δράσεις έχουν εντοπίσει ίχνη ρωμαϊκών οικισμών στην Αγία Τριάδα βόρεια της Σάνης, στη Μικρή Κύψα, στο λόφο Παπακυρίτση μεταξύ Φούρκας και Σίβηρης, σε γήλοφο κοντά στη Χανιώτη, στο Σωλήνα νότια από την Άφυτι, στο ύψωμα Λεκάνη κοντά στη σημερινή Βάλτα, στον Αράπη στη θέση της αρχαίας Θεράμβου.
Τέλος, ο νέος ρωμαϊκός οικισμός στην Αγία Παρασκευή φαίνεται ότι οργανώθηκε για να φυλάττει, να αξιοποιεί και να διαχειρίζεται τα παρακείμενα ιαματικά νερά. Στον κατάλογο των νέων -ρωμαϊκών- θέσεων στην ύπαιθρο χώρα της χερσονήσου συναριθμούνται και αγροικίες, που αναπτύχθηκαν παράλληλα με την ίδρυση της ρωμαϊκής αποικίας της Κασσάνδρειας, συνδράμοντας, όπως και τα διάσπαρτα χωριά, στην αναζωογόνηση της αγροτικής ζωής και συνάμα στην ανασυγκρότηση της οικονομίας όλης της περιοχής. Στο χώρο αμέσως νότια της αποικίας της Κασσάνδρειας, στην παραλία της Μεγάλης Κύψας, στο Πολύχρονο, τη Χανιώτη, το Παλιούρι έχουν εντοπιστεί αγροικίες, κάποιες πιο πολυτελείς με ψηφιδωτά δάπεδα και πιο αξιόλογα αρχιτεκτονικά στοιχεία, άλλες με τη μορφή μεγαλύτερων αγροτικών μονάδων, κάποτε καλύτερα επανδρωμένων, με τη δυνατότητα μεγαλύτερης ή και πιο οργανωμένης πρωτογενούς παραγωγής. Παράλληλα, ενασχόληση με τη βιοτεχνική παραγωγή και την άσκηση εμπορίου ανιχνεύεται στις εγκαταστάσεις κλιβάνων στη Μικρή Κύψα, τη Σκάλα Φούρκας και το Ακρωτήρι του Αγίου Νικολάου (Καναστραίο), ενώ άξια λόγου είναι αυτή την εποχή η αδιάλειπτη λειτουργία του Ιερού του Άμμωνα Δία στην Άφυτι, που εμπλουτίζεται με νέα κτίσματα και οργανωμένο βαλανείο.
Προχωρώντας, η ύστερη αρχαιότητα, 4ος-6ος αι. μ.Χ., άφησε τη γη της Κασσάνδρειας στην ιστορική αφάνεια, παρά το γεγονός ότι στην υπόλοιπη αυτοκρατορία έλαβαν χώρα έντονες ανακατατάξεις και ανατροπές. Οι ιαχές πολέμου, ωστόσο, ακούστηκαν έντονες στην περιοχή το 540 μ.Χ., με την εισβολή των Ούννων. Όταν σίγησαν η χερσόνησος βρέθηκε ισοπεδωμένη και η κουρσεμένη Κασσάνδρεια ταπεινωμένη, με κατεστραμμένο το διατείχισμά της, δημιούργημα πιθανότατα του 3ου αι. μ.Χ., μετά την πολιορκία των Γότθων, στη στενωπό στο βόρειο άκρο της χερσονήσου στο σημείο που σμίγει με την υπόλοιπη Χαλκιδική, για την ασφάλειά της. Αργότερα ο Ιουστινιανός ανέστησε το αμυντήριο από τα ερείπιά του και αναδιοργάνωσε την ακρωτηριασμένη πόλη του ισθμού.
Για τους μετέπειτα χρόνους, έως και τον 12ο αι., το σαφάρι της ιστορίας της περιοχής αποδεικνύεται λίγο ή πολύ ατυχές. Ιδιαίτερα έως τις αρχές του 9ου αι. οι γραπτές πηγές παραμένουν πεισματικά θωρακισμένες πίσω από μια απόλυτη σιωπή, ενώ τα αρχαιολογικά δεδομένα εκλείπουν, εξαϋλωμένα από το χρόνο. Από το 10ο αιώνα κι έπειτα σκόρπιες χάντρες τα ιστορικά στοιχεία ανασύρονται από Αγιορείτικα αρχεία και σκιαγραφούν αδρά την εποχή τους (Αρχεία από τις Μονές Ιβήρων, Δοχειαρίου, Εσφιγμένου, Ιβήρων, Χιλανδαρίου, Ξηροποτάμου). Σ’ αυτό το πλαίσιο, ακριβή μαρτυρία συνιστά έγγραφο του 941, εκ της Κωνσταντινούπολης ορμώμενον, που προστάζει την πώληση «κλασματικών» (εγκατειλημμένων, αδέσποτων, δημόσιων) γαιών της «της χερσονήσου Παλλήνης της Κασσανδρίας λεγομένης», που είναι σε μεγάλο βαθμό έρημη και χρησιμοποιείται ως τόπος καταφυγής των ποιμνίων σε καιρό εχθρικής καταδρομής. Πέρα από την σημαντική πληροφόρηση σχετικά με το υφιστάμενο γαιοκτησιακό καθεστώς, η αξία της συγκεκριμένης πηγής έγκειται στο γεγονός ότι παραδίδει στην ιστορική έρευνα την πρώτη γραπτή μαρτυρία της αναβάπτισης ολόκληρης της Χερσονήσου με το όνομα της πρωτεύουσας πόλης. Μέσα στις ελάχιστες γνώσεις για την αραιοκατοικημένη περιοχή τον 10ο αιώνα συγκαταλέγεται και η ύπαρξη εκεί της Μονής του Αββακούμ, αφιερωμένη στη θεοτόκο, με το «προάστειον (αγρόκτημα) της Αγίας Παρασκευής» στην κατοχή του, καθώς επίσης και το οριοθετημένο μοναστηριακό μετόχι του «Σίβρη» (Σίβηρη). Ακολούθως, αν και πενιχρές οι πληροφορίες, πιστοποιούν την ύπαρξη ενός άρχοντος Κασσανδρείας η δικαιοδοσία του οποίου θα πρέπει να επεκτεινόταν σε όλη τη χερσόνησο πέρα από το «πολίχνιον», το οποίο μολονότι είχε απωλέσει μεγάλο μέρος από την παλιά δόξα συνέχιζε να είναι το διοικητικό κέντρο της περιοχής, τουλάχιστον έως το 1047, οπότε και ανιχνεύεται η τελευταία αναφορά στη μαραμένη πια, «πάλαι μεν ούσα περηφανή» πόλη.
Τον 13ο-14ο αι. στην καρδιά της Χερσονήσου ιδρύθηκε η Βάλτα, σε σημείο που ισομοιράζει την απόσταση από τον Τορωναίο στα δυτικά έως το Θερμαϊκό της ανατολικής ακτής. Τότε περίπου η χερσονήσος εμπλουτίζεται με άλλα ένδεκα, μικρότερα, χωριά, με αποτέλεσμα ο επιθετικός προσδιορισμός «Κασσανδρηνός» σε αγιορείτικο έγγραφο της εποχής να δηλώνει πλέον πιθανότατα την καταγωγή γενικά από την «νήσον της Κασσανδρείας» και όχι από το πάλαι ποτέ κραταιό κτίσμα του βασιλιά Κάσσανδρου ή την ομώνυμη ρωμαϊκή αποικία. Εν αντιθέσει, πολύ νωρίτερα, στα χρόνια του Αντίγονου Γονατά, τον 3ο προχριστιανικό αιώνα, οπότε και το δηλωτικό «Μακεδόνας» δεν προτιμάται από τον ντόπιο πληθυσμό, τα εθνικά «Κασσανδρεύς, Κασσανδρείς, Κασσανδρείτις» δήλωναν πολύ συγκεκριμένα τη γενέτειρα πόλη και όχι γενικά τη γενέθλια γη.
Κάπως έτσι κάλπασαν οι αιώνες για τη δυτικότερη εκ των χερσόνησων της Χαλλκιδικής από τη Ρωμαιοκρατία έως τους νεότερους χρόνους. Η αίγλη της Ρωμαϊκής αποικίας της Κασσάνδρειας με την αναμφισβήτητη ιστορική σπουδαιότητα ρυτίδιασε με το πέρασμα του χρόνου. Η πόλη μετατράπηκε σταδιακά σε άσημο πολίχνιον, έμεινε τέλος «...και των οικητόρων έρημος». Έδωσε σιωπηλά, ανόρεχτα, τη σκυτάλη στη μεσόγεια, γοργά εξελισσόμενη Βάλτα, που εκτός από τα σκήπτρα της πρώτης τη τάξει εγκατάστασης πήρε αργότερα, ελαφρά μεταλλαγμένο, και το όνομά της, Κασσάνδρα, ίσως λίγο πριν τη δύση του 14ου αιώνα, αν όχι στην εκκίνηση του επόμενου. Την εποχή αυτή, 1407, το διατείχισμα στον ισθμό ισχυροποιήθηκε και ενισχύθηκε με οχυρωματική τάφρο από τον Ιωάννη Ζ’ Παλαιολόγο, στο πλαίσιο ένός φιλόδοξου προγράμματος προφύλαξης της Θεσσαλονίκης μέσω της θωράκισης του δυτικού βραχίονα της Χαλκιδικής, καταγεγραμμένου ήδη ως «Κατεπανίκιον της Κασσανδρείας», σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση των αρχών του 14ου αι. Την ίδια χρονιά, ο πετρόκτιστος πύργος που δεσπόζει επιβλητικός μέχρι τις επάλξεις του στο λιμάνι της Νέας Φώκαιας φαίνεται να χρεώθηκε από τη Μονή του Αγ. Παύλου για την προστασία του εκεί μετοχίου της.
Το 1423 ο τόπος βίωσε την κατοχή των Βενετών, που φρόντισαν εκ νέου τα λαβωμένα τείχη του ισθμού. Η κλεψύδρα της βυζαντινής εποχής στη Χερσόνησο της Κασσάνδρειας άδειασε ουσιαστικά το 1429 – 1430, για να στοιχειώσει πια την περιοχή ο Τούρκικος ζυγός, που κυοφόρησε τον όλεθρο, λέκιασε την ήδη πολύπαθη γη και σκιαγράφησε και εδώ, όπως σε ολόκληρο τον Ελληνικό κόσμο εικόνες ανίερες και εφιαλτικές.

Μίνα Καϊάφα -Σαροπούλου
Αρχαιολόγος, Δρ. Αρχιτεκτονικής «Η Κασσάνδρεια των Ρωμαίων...»
ΠΑΓΧΑΛΚΙΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ, Τεύχος 24ο

ΕΡΕΥΝΑ & ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ-ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ:
Βαγγέλης Κατσαρίνης
Ηλεκτρονικός - Κατασκευαστής Ιστοσελίδων Διαδικτύου
© Sunspot Web Design 2008-2025 ® 

Η Ρωμαϊκή αποικία της Κασσάνδρειας

Thursday, July 30, 2020
Εντελώς άγνωστο στη βιβλιογραφία και ανεξερεύνητο ήταν το territorium της ρωμαϊκής αποικίας της Κασσάνδρειας. Γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια κάναμε σε αυτό συστηματικές επιτόπιες τοπογραφικές έρευνες, με αποτέλεσμα να εντοπίσουμε αρκετές θέσεις άγνωστων ως τώρα ρωμαϊκών οικισμών. Ίσως οι έρευνές μας να μην εξάντλησαν το θέμα, απέφεραν όμως ικανοποιητικά τοπογραφικά στοιχεία, τα οποία μας επιτρέπουν να δώσουμε εδώ μια αρκετά σαφή εικόνα της τοπογραφίας και της οικιστικής οργάνωσης της υπαίθρου (territorium) της ρωμαϊκής αποικίας της Κασσάνδρειας.
Η Κασσάνδρεια γίνεται στόχος των Ρωμαίων κατά τον Γ' Μακεδονικό πόλεμο. Έτσι, το 169 π.X. οι Ρωμαίοι, κατά τις ναυτικές τους επιχειρήσεις στο Θερμαϊκό κόλπο, λεηλατούν την αγροτική περιοχή της Κασσάνδρειας και σε συνέχεια πολιορκούν την ίδια την πόλη, χωρίς όμως να καταφέρουν να την καταλάβουν λόγοι της ισχυρής φρουράς που την υπερασπιζόταν. Την επόμενη όμως χρονιά η πόλη ακολουθεί μοιραία την τύχη ολόκληρης της Μακεδονίας, η οποία, όπως είναι γνωστό, μετά τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.), υποτάχτηκε στους Ρωμαίους. Από το 168 π.Χ. κι ως τα μέσα περίπου του 1ου π.Χ. αιώνα, δηλ. ως την ίδρυση της ρωμαϊκής αποικίας, δεν υπάρχουν πληροφορίες για την Κασσάνδρεια.
Η ρωμαϊκή αποικία της Κασσάνδρειας ιδρύθηκε στη θέση της ομώνυμης ελληνιστικής πόλης και της κλασικής Ποτίδαιας, που βρισκόταν στο λαιμό της χερσονήσου της Παλλήνης και που τα ερείπιά της έχουν εντοπιστεί στη θέση του σημ. χωριού Νέα Ποτίδαια (Πίνακας, Πόρτες), δηλ. μόλις 200 μ. νότια από τη διώρυγα της Ποτίδαιας. Το τραπεζοειδές ύψωμα, όπου είναι χτισμένο το σημερινό χωριό, αποτελούσε τον αστικό πυρήνα της κλασικής και ελληνιστικής πόλης και στην επίπεδη κορυφή του βρισκόταν η ακρόπολή της. Με την εγκατάσταση όμως των Ρωμαίων αποίκων φαίνεται πως η πόλη επεκτάθηκε και βόρεια από τη διώρυγα• γιατί στο ύψωμα, που βρίσκεται λίγα μέτρα βορειότερα από τη διώρυγα, υπάρχουν επιφανειακά φανερά ίχνη
ανθρώπινης κατοίκησης: πολυάριθμα όστρακα από αγγεία ρωμαϊκών χρόνων και πελεκημένες πέτρες από χτίσματα. Πιθανώς εδώ βρισκόταν κάποια από τις νέες συνοικίες των Ρωμαίων αποίκων, που τη χώριζε από την παλιά πόλη η διώρυγα, η οποία υπήρχε ήδη στην εποχή του Στράβωνα και δεν αποκλείεται να διανοίχτηκε από τους Ρωμαίους. Επίσης, όπως δείχνουν τα επιφανειακά αρχαιολογικά ευρήματα (πολυάριθμα όστρακα και κομμάτια από κεραμίδες στέγης ρωμαϊκών χρόνων), η πόλη είχε επεκταθεί, μετά το ρωμαϊκό αποικισμό, και νοτιότερα από το τραπεζοειδές ύψωμα, στο οποίο βρισκόταν το κέντρο της κλασικής και ελληνιστικής πόλης. Έτσι, κατοικήθηκε όχι μόνο το κοντινό τραπεζοειδές, πευκόφυτο σήμερα, ύψωμα, που βρίσκεται περίπου 500-600 μ. νότια από τα τελευταία σπίτια της Νέας Ποτίδαιας, αλλά ακόμη και το ύψωμα «Αεραντλία», που βρίσκεται πλάι ακριβώς στη θάλασσα και σε απόσταση ενάμισι περίπου χιλιομέτρου ΝΔ από τη Νέα Ποτίδαια• πρόκειται για το ύψωμα, που στην κορυφή του αποκαλύφτηκαν ερείπια (ρωμαϊκών χρόνων) του ναού του Ποσειδώνα1. Επομένως, αν λάβει κανείς υπόψη του την πληροφορία του Ηρόδοτου ότι ο ναός του θεού αυτού βρισκόταν σε προάστιο της Ποτίδαιας, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι το προάστιο αυτό είχε γίνει κανονική συνοικία (regio) της ρωμαϊκής πόλης. Ακόμη, η ρωμαϊκή πόλη φαίνεται πως επεκτάθηκε ως το ύψωμα, όπου σήμερα το ξωκλήσι των Ταξιαρχών, το οποίο βρίσκεται πολύ κοντά στην ακτή του Τορωναίου κόλπου και σε απόσταση δυο περίπου χιλιομέτρων ΝΑ από τη Νέα Ποτίδαια. Τα πολυάριθμα όστρακα και τα κομμάτια από κεραμίδες στέγης ρωμαϊκής εποχής δείχνουν ότι το ύψωμα αυτό ήταν κατοικημένο• ενώ το αρχαίο οικοδομικό υλικό (μαρμάρινες πλάκες, μεγάλες πελεκημένες πέτρες), με το οποίο είναι χτισμένο σχεδόν ολόκληρο το ξωκλήσι, καθώς και τα αρχιτεκτονικά μέλη (τεράστιοι σπόνδυλοι από κίονες κ.ά.), που βλέπει κανείς διάσπαρτα γύρω από το ξωκλήσι, προσφέρουν ισχυρές ενδείξεις για την ύπαρξη εδώ κάποιου λαμπρού ναού της Κασσάνδρειας.
Εφόσον η ρωμαϊκή αποικία της Κασσάνδρειας είχε κυρίως πολιτικο-αγροτικό χαρακτήρα, δηλ. η ίδρυσή της αποσκοπούσε στη διανομή γαιών (κλήρων) σε απόμαχους στρατιωτικούς και ακτήμονες Ιταλούς αποίκους, ήταν φυσικό η επικράτεια (territorium) της αποικίας να είχε περιλάβει τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις που βρίσκονταν γύρω από αυτή. Έτσι, αν λάβουμε υπόψη ότι η χερσόνησος της Παλλήνης, που ανήκε ολόκληρη, όπως θα δούμε πιο κάτω, στην επικράτειά της, έχει έκταση περίπου 400 τετρ. χλμ. και άλλα τόσα περίπου τετρ. χιλιόμετρα η υπόλοιπη επικράτειά της, υπολογίζουμε ότι η συνολική έκτασή της θα έφτανε τα 800 περίπου τετρ. χλμ. (= περίπου 300 τετρ. μίλια).
Πιο φιλόξενες για τα πλοία ήταν οι ακτές της χερσονήσου της Παλλήνης, η οποία έχει περίμετρο 570 στάδια (=100 περίπου χλμ.) και απολήγει στα ακρωτήρια Ποσίδειο και Καναστραίο. Έτσι, στις δυτικές ακτές της (προς το Θερμαϊκό) βρισκόταν το περίφημο λιμάνι της Ποτίδαιας (Κασσάνδρειας), στο οποίο όφειλε τη μεγάλη της ακμή η πόλη, όπου υπήρχαν και ναυπηγεία. Νοτιότερα υπήρχαν οι όρμοι της Κάψας (Μεγάλης Κύψας), της Μένδης (Καλάνδρας) και της Σκιώνης. Στις ανατολικές πάλι ακτές της Παλλήνης βρίσκεται ο όρμος Χρούσο.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η ρωμαϊκή αποικία της Κασσάνδρειας, όπως εξάλλου και οι άλλες ρωμαϊκές αποικίες της Μακεδονίας, είχε πολιτικοστρατιωτικό και κυρίως αγροτικό χαρακτήρα• δηλαδή η ίδρυσή της αποσκοπούσε από τη μια μεριά σε στρατηγικά οφέλη και από την άλλη μεριά στην οικονομική αποκατάσταση απομάχων του ρωμαϊκού στρατού και Ιταλών ακτημόνων με τη διανομή κλήρων σε αυτούς. Το στρατιωτικό της χαρακτήρα προδίνει η σπουδαία στρατηγική θέση της, χάρη στην οποία έλεγχε θαλάσσιους δρόμους εξαιρετικής σημασίας. Τον αγροτικό της πάλι χαρακτήρα μαρτυρούν:
1) η σημαντική έκταση της αγροτικής περιοχής της (territorium), που περιέλαβε μέσα στα όριά της αρκετούς μικρούς αλλά εύφορους κάμπους.
2) η αύξηση του αριθμού των οικισμών στην αγροτική της περιοχή κατά τη ρωμαϊκή εποχή.
3) η επισήμανση αγροτικών επαύλεων.
4) η διασπορά των Ρωμαίων αποίκων ως τις εσχατιές της επικράτειάς της.
Ο κυριότερος κλάδος της αγροτικής οικονομίας της ήταν η μελισσοκομία, όπως δείχνει το χαρακτηριστικό επίθετο μελισσόβοτος που αποδίνει στη χερσόνησο της Παλλήνης ο Διονύσιος ο Περιηγητής (2ο μ.Χ. αι.). Αυτό το επιβεβαιώνουν επιπλέον και τα χλωριδικά στοιχεία της σύγχρονης φυτογεωγραφικής έρευνας, τα οποία δείχνουν την πλούσια θαμνώδη βλάστηση της Χαλκιδικής και ιδιαίτερα τη βλάστηση του θάμνου ερείκη (erica), που η πλούσια ανθοφορία του (δυο φορές το χρόνο) εξηγεί την ιδιαίτερη ανάπτυξη της μελισσοκομίας. Εξάλλου, ας σημειωθεί ότι και σήμερα ακόμη ο νομός Χαλκιδικής έρχεται πρώτος στην παραγωγή μελιού και κεριού.
Δεύτερος κλάδος της αγροτικής οικονομίας, που θα πρέπει να γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη, ήταν η αμπελοκαλλιέργεια. Από φιλολογικές μαρτυρίες μας είναι γνωστό το περίφημο κρασί της αρχαίας Μένδης, το οποίο εξαγόταν, όπως δείχνουν σφραγίσματα αμφορέων, ως τον Εύξεινο Πόντο. Βέβαια δεν έχουμε πληροφορίες για την τύχη του κατά τη ρωμαϊκή εποχή• ωστόσο, κι αν ακόμη έχασε την προηγούμενη φήμη του, δεν υπήρχε λόγος να σταματήσει η παραγωγή του. Εκτός από την περιοχή της Μένδης, η αμπελοκαλλιέργεια θα είχε αναπτυχθεί, όπως δείχνει η μορφολογία του εδάφους (χαμηλά υψώματα), και στο υπόλοιπο territorium της Κασσάνδρειας και ιδιαίτερα στο ΒΔ τμήμα του.
Οι κλιματικές συνθήκες και τα εδαφομορφολογικά στοιχεία (μικρές εύφορες πεδιάδες, παραλιακές εκτάσεις με χαμηλά υψώματα, ημιορεινά εδάφη με λειμώνες) του territorium της Κασσάνδρειας ευνοούσαν την ανάπτυξη τριών ακόμη κλάδων της αγροτικής οικονομίας: της ελαιοκαλλιέργειας, της καλλιέργειας δημητριακών και της κτηνοτροφίας (εκτροφής προβατοειδών). Οι ακτές πάλι - ιδιαίτερα αυτές που βρίσκονταν προς το Θερμαϊκό κόλπο- ήταν από την αρχαιότητα πλούσιες σε αλιεύματα, ώστε η αλιεία θα απασχολούσε ένα αξιόλογο μέρος του πληθυσμού των παραλιακών οικισμών. Τέλος, τα βουνά που όριζαν τα βόρεια όρια του territorium, καθώς και η βουνοσειρά στη χερσόνησο της Παλλήνης, πρόσφεραν αξιόλογες ποσότητες από την περίφημη οικοδομήσιμη και ναυπηγήσιμη ξυλεία της Χαλκιδικής.
Όσο για τη δευτερογενή και τριτογενή οικονομία της Κασσάνδρειας, η πληροφόρησή μας, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, είναι σχεδόν τελείως ελλιπής. Έτσι, δεν ξέρουμε αν οι Ρωμαίοι άποικοι είχαν εκμεταλλευτεί τα μεταλλεύματα σιδήρου, που υπάρχουν στη βουνοπλαγιά βόρεια από την Όλυνθο (μεταλλεία Πεταλιδάς). Είναι πιθανό όμως ότι εκμεταλλεύτηκαν, εκτός από το μάρμαρο του «Κατσικά» (βλ. πιο πάνω, σ. 365), και το κόκκινο μάρμαρο, που υπήρχε στην Παλλήνη, γιατί σε τέτοιο μάρμαρο φαίνεται πως είναι χαραγμένη λατινική επιγραφή εντοιχισμένη σήμερα στο ξωκλήσι των Ταξιαρχών, κοντά στη Νέα Ποτίδαια. Επίσης είναι πολύ πιθανό ότι από τα αργιλωρυχεία, που ίχνη τους εντοπίσαμε βορειότερα από την Όλυνθο, προμηθεύονταν την πρώτη ύλη για τη λειτουργία των κεραμοποιείων, των οποίων την ύπαρξη συμπεραίνουμε από την κεραμίδα με το σφράγισμα Κ (=Κασσάνδρεια) που βρήκαμε. Σχετικά πάλι με το εμπόριο, τα μόνα είδη που θα μπορούσαν να αποτελέσουν, λόγω της υπερπαραγωγής τους, αντικείμενο εξαγωγικού εμπορίου ήταν το μέλι, το κερί και το κρασί. Επίσης η παρουσία Ολύνθιων δούλων και απελεύθερων σε επιγραφές της Ιταλίας προσφέρει μια ισχυρή ένδειξη για τη διεξαγωγή δουλεμπορίου• η ενδοχώρα της Χαλκιδικής, όπου υπήρχε θρακικός πληθυσμός, αποτελούσε αναμφισβήτητη πηγή δουλεμπορίου.
Με βάση το επιγραφικό υλικό που υπάρχει σήμερα στη διάθεση της έρευνας και ιδιαίτερα με βάση τα προσωπογραφικά και ανθρωπωνυμικά στοιχεία που προκύπτουν από τις επιγραφές, μπορεί κανείς να καταλήξει σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα σχετικά με τις συνέπειες του ρωμαϊκού αποικισμού και της ελληνοθρακορωμαϊκής συμβίωσης στη ρωμαϊκή αποικία της Κασσάνδρειας. Συγκεκριμένα μπορεί κανείς να σχηματίσει μια ιδέα για τα αποτελέσματα του ανταγωνισμού ανάμεσα στον ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό και ειδικότερα για τα φαινόμενα του εξελληνισμού και εκρωμαϊσμού. Όσον αφορά λοιπόν τη γλωσσική κατάσταση στην αποικία, η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών επιγραφών της Κασσάνδρειας δείχνει την πλήρη
σχεδόν επικράτηση, κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα, της ελληνικής γλώσσας. Συγκεκριμένα από τις 58 συνολικά επιγραφές που έχουμε ως τώρα οι 47 (δηλ. το 81%) είναι ελληνικές, οι δέκα (δηλ. το 17,2%) λατινικές και μόνο μία είναι δίγλωσση (λατινοελληνική). Αξιοσημείωτο είναι μάλιστα το γεγονός ότι όλες ανεξαίρετα οι επιγραφές των Ελλήνων και Θρακών κατοίκων της αποικίας είναι γραμμένες στην ελληνική γλώσσα.
Αυτό σημαίνει ότι:
1) ο ρωμαϊκός αποικισμός δεν επηρέασε καθόλου γλωσσικά τους Έλληνες κατοίκους της αποικίας,
2) το θρακικό πληθυσμιακό στοιχείο της αποικίας χρησιμοποιούσε την ελληνική κι όχι τη λατινική γλώσσα δηλ. ύστερα από μακραίωνη συμβίωση με το ελληνικό στοιχείο είχε πια εξελληνιστεί γλωσσικά πλήρως.

Δημήτρης Κ. Σαμσάρης «Η Ρωμαϊκή αποικία της Κασσάνδρειας» 1987
Καθηγητής Ρωμαϊκής Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

ΕΡΕΥΝΑ & ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ-ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ:
Βαγγέλης Κατσαρίνης
Ηλεκτρονικός - Κατασκευαστής Ιστοσελίδων Διαδικτύου
© Sunspot Web Design 2008-2025 ® 

Η νομισματοκοπία της Ρωμαϊκής Κασσάνδρειας

Thursday, July 30, 2020
Μακεδονία, η τελευταία ισχυρή πολιτικά ελληνική δύναμη, ήταν η πρώτη που υπέστη και αντιμετώπισε τη ρωμαϊκή επέκταση. Οι ιστορικές λεπτομέρειες αυτής της αντιπαράθεσης είναι γνωστές και το προδιαγεγραμμένο τέλος της δεν άργησε να φανεί. Μετά την μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ. έφτασε στη Ρώμη το μήνυμα "civitates omnes Macedoniae in dicionem populi Romani venisse", που έμελε να επιβεβαιωθεί πολλές φορές ακόμα. Λεκτικά η Ρώμη απέδιδε στους Μακεδόνες ελευθερία. Στην πραγματικότητα ωστόσο τους στερούσε από οτιδήποτε μπορούσε να σημαίνει αυτή η ελευθερία. Ανάμεσα στα άλλα μέτρα τα οικονομικά ήταν από τα πλέον καταπιεστικά. Αφού άδειασαν οι βασιλικοί θησαυροί και μεταφέρθηκαν στη Ρώμη ως λάφυρα πολέμου, απαγορεύτηκε η εκμετάλλευση των χρυσοφόρων και αργυροφόρων μεταλλείων, ενώ τέλος η Μακεδονία διαιρέθηκε σε τέσσερεις μερίδες, ανάμεσα στις οποίες δεν υπήρχε ούτε conubium ούτε commercium. Οι συνθήκες αυτές, όπως διαμορφώθηκαν τα πρώτα χρόνια θα πρέπει να ήταν συντριπτικές για την τοπική οικονομία, φαίνεται όμως ότι τα μέτρα αυτά δεν έθιξαν σε βάθος της δομές της περιοχής και η οικονομία ξαναβρήκε τους ρυθμούς της.
Το 148 η Μακεδονία υπήχθη άμεσα στη Ρώμη ως επαρχία, όπου αξιωματούχοι και στρατεύματα, στηριζόμενοι στη σημαντικότατη γεωγραφική της θέση, είχαν εγκαταστήσει τις βάσεις τους για τις εξορμήσεις κατά των βορειότερων φύλων. Η πρώτη οργανωμένη παρέμβαση στην αστική δομή της Μακεδονίας πιθανόν να έγινε από τον Ιούλιο Καίσαρα, με την ίδρυση ορισμένων αποικιών από τον Hortensius. Η τακτική αυτή φαίνεται ότι συνεχίστηκε από τους διαδόχους του, κυρίως από τον Μ. Αντώνιο. Αλλά και ο Αύγουστος, αναγκασμένος να βρει νέες γαίες για τους ιταλιώτες που εκδιώχθηκαν από τα κτήματα τους στην Ιταλία, για χάρη των βετεράνων του προχώρησε στην ίδια πολιτική, με την ίδρυση ή επανίδρυση αποικιών στη Μακεδονία.
Ανάμεσα στις άλλες εκδηλώσεις που χαρακτηρίζουν την οργάνωση των ρωμαϊκών αποικιών είναι και η νομισματοκοπία. Σε όλη τη διάρκεια των αυτοκρατορικών χρόνων όχι μόνο οι αποικίες, αλλά και οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις στο σύνολο τους διατήρησαν αυτό το δικαίωμα. Η εικόνα που παρουσιάζει η κυκλοφορία δε διαφέρει ουσιαστικά από αυτήν της ελληνιστικής περιόδου. Οι μεγάλες συναλλαγές διεξάγονταν με τα αργυρά, πραγματικής αξίας, νομίσματα, αυτή τη φορά της Ρώμης, ενώ η τοπική κυκλοφορία καλυπτόταν από τα χάλκινα των τοπικών νομισματοκοπείων. Χάρη στις ιδρυτικές κοπές της Κασσάνδρειας, οι οποίες δε θυμίζουν σε τίποτα αποικιακά νομίσματα, γνωρίζουμε το όνομα του Hortensius. Στην κύρια όψη απεικονίζεται ο Άμμων Ζευς και στην πίσω δύο στάχυα. Ο Άμμων Ζευς αποτελεί τον μοναδικό τύπο της πόλης, που επαναλαμβάνεται στερεότυπα, με δύο μοναδικές εξαιρέσεις, επί Κομμόδου και Καρακάλλα, οπότε αντικαθίσταται με τον Ποσειδώνα και τον Διόνυσο αντίστοιχα. Στα πρώτα χρόνια η νομισματική δραστηριότητα της Κασσάνδρειας είναι μάλλον ισχνή, ενώ εμφανίζεται πιο έντονη από τον Τραϊανό και μετά. Αρκετά παραδόξως είναι η μοναδική πόλη που δεν εμφανίζει νομίσματα επί Αδριανού, ενώ ένα ακόμα παράδοξο αποτελείτο γεγονός ότι είναι η μοναδική αποικία που κόβει νομίσματα επί Βεσπασιανού, οπότε όλες οι αποικίες παρουσιάζουν κενό στη νομισματική τους παραγωγή, λόγω της στέρησης του δικαιώματος της νομισματοκοπίας από τον αυτοκράτορα σε όσες πόλεις είχαν τιμήσει ή είχαν τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης από τον Νέρωνα.
Η πρώτη ίδρυση αποικίας στην Κασσάνδρεια ανάγεται στα 43 ή 42, από τον Q. Hortensius Hortalus, ανθύπατο του Βρούττου, ενώ η δεύτερη, στο 30, από τον Αύγουστο, από τον οποίο της αποδόθηκε και το jus Italicum. Η Κασσάνδρεια, μαζί με τους Φιλίππους, για τους οποίους είναι βέβαιο ότι είχαν εγκατασταθεί ως άποικοι ρωμαίοι στρατιώτες απεικόνιζε στα νομίσματα της εμβλήματα λεγεωνών, ένδειξη της εγκατάστασης βετεράνων και στα δικά της εδάφη.
Σύμφωνα με το χωρίο της συγγραφής De censibus του ρωμαίου νομομαθούς Παύλου, το Δίον, η Κασσάνδρεια, οι Φίλιπποι, όπως και το Δυρράχιο και το municipium των Στόβων, απολάμβαναν του Jus Italicum, μιας προνομιακής δηλαδή μεταχείρισης ως προς την ιδιοκτησία της γης, τη φορολογία και το δικαίωμα της αυτοδιοίκησης, που τις εξομοίωνε ουσιαστικά με τα ρωμαϊκά εδάφη. Η απόδοση του Jus Italicum στις αποικίες της Μακεδονίας συνδέεται από τους περισσότερους μελετητές με τον χαρακτήρα και το καθεστώς των αποίκων που είχαν εγκατασταθεί σε αυτές. Είναι γνωστό ότι πρόκειται για ιταλιώτες, οι οποίοι εκδιώχθηκαν από τις ιδιοκτησίες τους, στις οποίες εγκαταστάθηκαν βετεράνοι του Αυγούστου. Είναι λογικό λοιπόν να διατήρησαν και στην επαρχία το ίδιο καθεστώς, το οποίο είχαν και στο ιταλιωτικό έδαφος.

Χ. Παπαγεωργιάδου-Μπάνη, Ε. Γιαννικαπάνη, Α. Ιακωβίδου, Μ. Μήκα
«Οι ρωμαϊκές αποικίες στην ελληνική Μακεδονία» (2000)

ΕΡΕΥΝΑ & ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ-ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ:
Βαγγέλης Κατσαρίνης
Ηλεκτρονικός - Κατασκευαστής Ιστοσελίδων Διαδικτύου
© Sunspot Web Design 2008-2025 ® 

Χάρτες

Ανασκαφές-Αρχαιολογική διερεύνηση

Ρωμαϊκά Ευρήματα

Ανασκαφές-Αρχαιολογική διερεύνηση

Thursday, July 30, 2020
Η Κασσάνδρεια ήταν, από την ίδρυσή της ήδη και για πολλούς αιώνες, η σημαντικότερη πόλη της Χαλκιδικής και μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Μακεδονίας. Ως προς τη γεωγραφική της θέση, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την αρχαία πόλη, όχι όμως και για τη μεσαιωνική καθώς βαρβαρικές επιδρομές είχαν σαν συνέπεια την εκ βάθρων καταστροφή της τουλάχιστον δύο φορές στη μακραίωνη ιστορία της και την εκ νέου οικοδόμησή της στα ερείπια των προηγούμενων μορφωμάτων ή σε κάποια απόσταση από αυτά. Ούτε όμως το όνομά της διατηρήθηκε σταθερό καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της. Έτσι, την αρχαϊκή και κλασική Ποτ(ε)ίδαια διαδέχεται η ελληνιστική Κασσάνδρεια, την οποία ακολουθεί η ρωμαϊκή Colonia Augustae Cassandrensis και η βυζαντινή Κασσάνδρια για να καταλήξουμε στις οθωμανικές Πόρτες και τέλος, στη σύγχρονη Νέα Ποτίδαια, ενώ σε Κασσάνδρεια μετονομάστηκε το 1956 το χωριό Βάλτα στο κέντρο της χερσονήσου και δεν πρέπει να συγχέεται με την περιοχή του ενδιαφέροντός μας.
Το βασικό χαρακτηριστικό του βυζαντινού οικισμού της Κασσάνδρειας σε σχέση με την έρευνα, είναι η παντελής σχεδόν απουσία αρχαιολογικών δεδομένων. Η σπανιότητα των ευρημάτων οφείλεται σε διάφορες αιτίες, βασικότερη εκ των οποίων είναι η έλλειψη συστηματικών ανασκαφών στην περιοχή. Οι φυσικές φθορές, φυσικές και ανθρωπογενείς καταστροφές, η εκτεταμένη λιθολόγηση των αρχαίων μνημείων αλλά και η χρήση ευτελών υλικών είναι μερικές ακόμα από τις αιτίες. Σημαντικές αλλοιώσεις του τοπίου λόγω γεωλογικών μεταβολών σίγουρα έχουν σαν συνέπεια τμήματα της πόλης να χαθούν οριστικά, ενώ η τουριστική ανάπτυξη των τελευταίων δεκαετιών και η ανεξέλεγκτη δόμηση, έχουν στερήσει πολλές ψηφίδες της αρχαιολογικής εικόνας της περιοχής.
Η πρώτη ανασκαφική έρευνα στην περιοχή πραγματοποιήθηκε το 1928 από τον έφορο αρχαιοτήτων Μακεδονίας Πελεκίδη. Επρόκειτο για σωστική ανασκαφή περιορισμένης κλίμακας και μικρής διάρκειας, που αποκάλυψε κτίρια και ταφές της ρωμαϊκής περιόδου καθώς και μεμονωμένα ευρήματα του 5ου και 4ου αι. π.Χ.
Οι εργασίες για τη διάνοιξη της διώρυγας κατά τα έτη 1935-37, έφεραν στο φως ευρήματα της ελληνιστικής πόλης της Κασσάνδρειας. Το 1973 αποκαλύφθηκε δύο χιλιόμετρα νοτίως της γέφυρας της διώρυγας, συστάδα τάφων κλασσικής περιόδου, κατά τη διάρκεια των εργασιών διαπλάτυνσης του δρόμου Ποτίδαιας-Νέας Φώκαιας. Μέρος αυτού του νεκροταφείου καταστράφηκε από τα μηχανήματα εκσκαφής. Ακολούθησε ανασκαφική έρευνα που αποκάλυψε κιβωτιόσχημους και κεραμοσκεπείς κτερισμένους τάφους του 5ου και 4ου αιώνα, που συνδέονται με τους Αθηναίους κληρούχους που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετά τα Ποτιδαιατικά (430/29 π.Χ.) καθώς και ενεπίγραφες στήλες της ίδιας εποχής. Μόλις τα τελευταία τριάντα χρόνια έχουν γίνει περιορισμένης έκτασης και διάρκειας σωστικές ανασκαφές από την ΙΣΤ’ Ε.Π.Κ.Α. και από την 10η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (ενοποιημένες στη νυν Εφορεία Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους), οπότε μερικές σποραδικές δημοσιεύσεις αρχίζουν και φέρνουν στο φως σπαράγματα της μορφής της πόλης και των περιχώρων της. Η εικόνα βέβαια μακράν απέχει από το να χαρακτηριστεί ικανοποιητική. Η έρευνα για την σπουδαία αυτή πόλη είναι ακόμα στα σπάργανα.
Από τον Ηρόδοτο μαθαίνουμε ότι στην Ποτίδαια λατρευόταν ο θεός Ποσειδώνας, του οποίου ο ναός βρισκόταν έξω από το βόρειο τείχος. Το σεβάσμιο αυτό ιερό της Ποτίδαιας κατέστρεψε ο Αρτάβαζος κατά την πολιορκία της πόλης το 479 π.Χ. Από εκεί πιθανότατα προέρχονται μεγάλα πώρινα δωρικά κιονόκρανα από πωρόλιθο, πώρινα δουλεμένα κομμάτια, θραύσμα κίονα, τμήμα τριγλύφου. Τμήματα κιόνων φαίνονται εντοιχισμένα στο μεταγενέστερο βυζαντινό τείχος. Ιδιαίτερης σημασίας για την τοπογραφία της ρωμαϊκής Κασσάνδρειας φαίνεται να είχε ένα μνημειακό ναόσχημο κτίριο, που εντοπίστηκε 2 χλμ νοτίως της διώρυγας προς τη μεριά του Θερμαϊκού κόλπου. Το κτίσμα με προσανατολισμό Β-Ν ξεπερνά σε μήκος τα 16 μ. ενώ στο μεγαλύτερο μέρος του καλύπτεται από τη θάλασσα. Το κτίριο συσχετίστηκε με τον ρωμαϊκό ναό του Ποσειδώνα, που είχε εντοπίσει ο Σ. Πελεκίδης στη δυτική ακτή του σύγχρονου οικισμού. Η ταύτιση του λατρευτικού αυτού κτιρίου με τον ναό του Ποσειδώνα παραμένει ακόμα ανοιχτή λόγω των περιορισμένων ανασκαφικών στοιχείων. Την εικόνα της ρωμαϊκής πόλης συμπληρώνει τμήμα λιθόκτιστου ρωμαϊκού οικοδομήματος, που εντοπίστηκε εντός του σύγχρονου οικισμού προς τη μεριά του Θερμαϊκού κόλπου.
Οι ανασκαφές των τελευταίων ετών σε ύψωμα στα ΝΑ της Νέας Ποτίδαιας προς τη μεριά του Τορωναίου κόλπου έφεραν στο φως συγκρότημα με λατρευτικό χαρακτήρα σύμφωνα με την ανασκαφέα. Το συγκρότημα αποτελείται από δύο κτίρια με προσανατολισμό Β-Ν και ένα στεγασμένο κτίσμα ανάμεσά τους. Το πρωιμότερο κτίριο, που εκτείνεται στα νότια του χώρου διατηρείται αποσπασματικά. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε υλικό σε δεύτερη χρήση. Στα βόρειά του τοποθετείται το δεύτερο κτίριο, το οποίο αν και έχει τον ίδιο προσανατολισμό, διαφέρει στην τοιχοποιία. Από αυτό το κτίριο σώζονται δύο χώροι και πιθανώς μια αυλή στα δυτικά. Ανάμεσα στα δύο κτίρια εντοπίστηκε ένα στεγασμένο κτίσμα με μια κυκλική κατασκευή στο εσωτερικό του, από κεραμίδια τοποθετημένα κατακόρυφα στο έδαφος. Η ακριβής λειτουργία της δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα, αφού δεν έχει ερευνηθεί το εσωτερικό της. Το κτίσμα ερμηνεύτηκε από την ανασκαφέα ως χώρος απόθεσης αναθημάτων και τέλεσης λατρευτικών τελετουργιών, καθώς σε όλη την έκτασή του βρέθηκαν όστρακα αττικών μελανόμορφων και ερυθρόμορφων αγγείων, μικκύλα αγγεία, κορινθιακά ειδώλια κόρης, χάλκινο άγκιστρο, αιχμή και κοχλιάριο. Το συγκρότημα, που πιθανώς επρόκειτο για κάποιο ιερό, φαίνεται ότι βρισκόταν έξω από το νότιο τείχος της αρχαίας πόλης, ότι ήταν σε χρήση όλο τον 5ο αι. π.Χ. και ότι εγκαταλείφθηκε ή καταστράφηκε μέσα στον 4ο αι. π.Χ.. Λαμβάνοντας υπόψη τη θέση του συγκροτήματος και το είδος των ευρημάτων του θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε με επιφύλαξη ως λατρευόμενη θεότητα τη θεά Δήμητρα. Στην ανασκαφή του 1990, κοντά στα κατάλοιπα του ελληνιστικού συγκροτήματος, εντοπίστηκαν νομίσματα του 187 π.Χ. που προέρχονταν από Ιερό του Απόλλωνα.  Στις γνώσεις μας για τα ιερά της Κασσάνδρειας έρχεται να προστεθεί και μια επιγραφή που βρέθηκε στο μετόχι Δοχειαρίου, στα ΝΑ του σύγχρονου οικισμού. Η επιγραφή θεωρείται σημαντική, καθώς ανάμεσα στα άλλα μας πληροφορεί ότι στην Κασσάνδρεια υπήρχε ιερέας της λατρείας του Λυσιμάχου, ονόματι Τιμήσιος.  Το ιερό προς τιμήν του Λυσιμάχου υπολογίζεται ότι ιδρύθηκε 30 χρόνια μετά την ίδρυση της Κασσάνδρειας, κατά τα έτη 286-281, όταν η πόλη περιήλθε στην εξουσία του Λυσιμάχου.
Έξω από το νότιο τείχος θα πρέπει να τοποθετηθεί η περιοχή των νεκροταφείων της Ποτίδαιας, καθώς εκεί εντοπίστηκε μια συστάδα τάφων του 5ου αι. π.Χ., που αποδίδονται στους Αθηναίους εποίκους. Από τα μετόχια της Σιμωνόπετρας και της Δοχειαρίου, που βρίσκονται νότια της Νέας Ποτίδαιας, προέρχεται σχετικό υλικό, με χαρακτηριστική περίπτωση μια επιτύμβια στήλη του 6ου αι. π.Χ., που βρέθηκε στο μετόχι της Σιμωνόπετρας. Η περιοχή του ελληνιστικού νεκροταφείου θα πρέπει να τοποθετηθεί έξω από το νότιο τείχος της νεοϊδρυόμενης πόλης. Στη θέση «Μύλος» ήρθαν στο φως δύο ελληνιστικοί κιβωτιόσχημοι τάφοι, επιμελημένης κατασκευής, ενώ στη θέση «Πετριώτικα» ερευνήθηκε ταφικός τύμβος με τέσσερις ταφές. Το πιο ενδιαφέρον εύρημα του τύμβου ήταν η αποκάλυψη ενός μονοθάλαμου μακεδονικού τάφου, που έφερε δύο νεκρικές κλίνες με μοναδικής αξίας ζωγραφικές παραστάσεις διονυσιακού θέματος. Η περιοχή στα βόρεια του Ισθμού της Ποτίδαιας και ανατολικά του επαρχιακού δρόμου προς τη Χερσόνησο της Κασσάνδρας, αποτελεί γνωστή θέση νεκροταφείου της αρχαίας Κασσάνδρειας. Σωστικές ανασκαφές στο διάστημα 1959-1975 αποκάλυψαν έναν μακεδονικό και έναν θαλαμοειδή τάφο, καθώς και τεφροδόχες θήκες που χρονολογούνται στα τέλη του 4ου και στον 3ο αι. π.Χ. Ο συσχετισμός του νεκροταφείου με τον οικισμό της Ποτίδαιας-Κασσάνδρειας θεωρείται βέβαιος από τη θέση, το είδος των τάφων, την ποιότητα των κτερισμάτων και παρουσιάζει αναλογίες με το νεκροταφείο στα νότια των τειχών της Κασσάνδρειας. Το 1989 στη θέση «Ίσμπα» στο αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας Πλατσά ερευνήθηκαν 10 τάφοι. Η χρήση του νεκροταφείου τοποθετείται από τα τέλη του 4ου ως και τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. Ο οικογενειακός χαρακτήρας του φαίνεται αρκετά πιθανός, τουλάχιστον όσον αφορά τους μεγαλύτερους τάφους. Αδύνατος είναι προς το παρόν, ο συσχετισμός αυτών των τάφων με τους υπόλοιπους της περιοχής και ο ακριβής προσδιορισμός της θέσης τους μέσα στα ευρύτερα όρια του νεκροταφείου στα βόρεια της αρχαίας Κασσάνδρειας.
Δυσκολίες υπάρχουν όσον αφορά τη θέση του ρωμαϊκού νεκροταφείου, καθώς ταφές εντοπίστηκαν σε διάφορα σημεία. Συγκεκριμένα, τάφοι βρέθηκαν στη βόρεια όχθη του ισθμού, μέσα στα όρια του σύγχρονου οικισμού και στα νότιά του. Στην όψιμη αρχαιότητα χρονολογούνται δύο ακτέριστοι τάφοι, μια ελεύθερη ταφή και ένας κεραμοσκεπής τάφος. Ο προσανατολισμός τους ήταν Α-Δ, με το κεφάλι των νεκρών στα δυτικά. Δεν έχει εντοπιστεί ακόμα το νεκροταφείο των βυζαντινών χρόνων. Με βάση τα έως τώρα ανασκαφικά δεδομένα φαίνεται ότι η ρωμαϊκή πόλη είχε αναπτυχθεί κυρίως προς τη μεριά του Θερμαϊκού κόλπου. Ο εντοπισμός τμημάτων του ρωμαϊκού νεκροταφείου στα Ο.Τ. 48 και 56 και στο αγρ. 218 θα μπορούσε να είναι δηλωτικός της θέσης των τειχών της πόλης σε αυτήν την περίοδο. Η μεταξύ τους απόσταση φαίνεται να κυμαίνεται στα 800-900 μ. και είναι πολύ μικρότερη από αυτήν της ελληνιστικής περιόδου. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η Κασσάνδρεια συρρικνώθηκε σε έκταση κατά τη ρωμαϊκή εποχή.
Στην περιοχή 12 σύγχρονων οικισμών της Κασσάνδρας εντοπίστηκαν δεκάδες θέσεις με ρωμαϊκές και πρωτοβυζαντινές εγκαταστάσεις (οικισμοί, νεκροταφεία, βασιλικές, βιοτεχνικές εγκαταστάσεις). Τη μεγαλύτερη συγκέντρωση εμφανίζουν οι περιοχές: Νέα Φώκαια (κυρίως η Σάνη), επίσης, η Βάλτα, η Φούρκα, η Αγία Παρασκευή, το Παλιούρι και η Άφυτος. Όλες οι εγκαταστάσεις, με εξαίρεση την Αγία Παρασκευή αναπτύσσονται σε ανοχύρωτες παράλιες θέσεις περιμετρικά της χερσονήσου. Οι περισσότερες συνεχίζουν σε θέσεις με παλαιότερη κατοίκηση ενώ πέντε από αυτές παρουσιάζουν συνεχή κατοίκηση από την αρχαιότητα. Η ύπαρξη των αγροικιών στην Μεγάλη Κύψα και στο Γεράνι ίσως συνδέονται με την οργάνωση βιοτεχνικών δραστηριοτήτων, που επιβεβαιώνεται από τον μεγάλο αριθμό των κλιβάνων (μεταλλευτικών και κεραμικών) στην πρώτη περίπτωση και των αλυκών στη δεύτερη και στις οποίες θα μπορούσε να αποδοθεί η διασπορά των εγκαταστάσεων σε μικροσυνοικισμούς, όπου θα διέμεναν οι καλλιεργητές με τις οικογένειές τους. Η δημιουργία μικρών οικιστικών συνόλων κοντά στις δύο ρωμαϊκές αγροικίες υποδηλώνει τόσο τη συνέχεια στις ίδιες θέσεις όσο και την αλλαγή του τρόπου ζωής, που αποτυπώνεται στις μετασκευές και την αλλαγή χρήσης των ρωμαϊκών κτιρίων. Η οικονομία της χερσονήσου θα πρέπει να στηριζόταν κυρίως στην γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή και στα δασικά προϊόντα. Το διαμετακομιστικό εμπόριο με πλοία πρέπει να θεωρηθεί σίγουρο, όπως επίσης βέβαιη είναι η ενασχόληση με την αλιεία (σε όλες τις θέσεις έχουν βρεθεί βαρίδια και άλλα αλιευτικά εργαλεία). Συνοψίζοντας, αρκετοί αρχαίοι και ρωμαϊκοί οικισμοί επιβιώνουν μέχρι και τον 6ο αιώνα, οπότε όλες στις περισσότερες από τις θέσεις αυτές διαπιστώνεται μια τομή στη συνέχεια του βίου τους.

Ανδρομάχη Νάστου «ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΥΠΑΙΘΡΟΣ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ» (2017)

ΕΡΕΥΝΑ & ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ-ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ:
Βαγγέλης Κατσαρίνης
Ηλεκτρονικός - Κατασκευαστής Ιστοσελίδων Διαδικτύου
© Sunspot Web Design 2008-2025 ® 

Ρωμαϊκά Νομίσματα της Κασσάνδρειας

ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ (LINKS):

Monday, August 30, 2021

Τα Μετόχια της χερσονήσου Κασσάνδρας
Επιφανείς Κασσάνδρας
Οι υγρότοποι της Κασσάνδρας από ιστορικο-αρχαιολογική άποψη
Λαογραφία & Πολιτισμός στην Κασσάνδρα
Η λίμνη Μαυρόμπαρα με τις σπάνιες χελώνες στο Πολύχρονο
Περιπατητικές Διαδρομές στην Χερσόνησο της Κασσάνδρας
Το πυροβόλο FLAK 30 των 20mm στην παραλία της Φούρκας
Ζωγράφοι-Γλύπτες
Λαϊκοί Οργανοπαίχτες & Τραγουδιστές της Κασσάνδρας
Λογοτέχνες-Συγγραφείς-Επιστήμονες της Κασσάνδρας
Οι Εκκλησίες & Τα Παρεκλήσια Της Κασσάνδρας (Φωτογραφίες)
Φεστιβάλ & Πολιτιστικές εκδηλώσεις στην Κασσάνδρα
Ιαματικά Λουτρά Αγίας Παρασκευής (SPA)
Παλαιοχριστιανική Βασιλική στη θέση Σωλήνας Καλλιθέας
Παναγία Φανερωμένη ξωκλήσι του 16ου αιώνα στην Νέα Σκιώνη
Βυζαντινός Πύργος & Αγίασμα του Αγίου Παύλου στην Νέα Φώκαια
Άγιος Αθανάσιος τοιχογραφημένος ναός της Φούρκας
Ξενοφών Παιονίδης επιφανής αρχιτέκτωνας από την Φούρκα
Άγια Τριάδα τοιχογραφημένος ναός του Κασσανδρινού
Εκκλησία της Παναγίας τοιχογραφημένος ναός (1619) της Καλάνδρας
Ο Φάρος στο Ποσείδι
Τα παλιά σπίτια της Κασσάνδρειας
Ο ανεμόμυλος της Κασσάνδρειας
Ο γεροπλάτανος της Κασσάνδρειας
Παλαιοντολογικά ευρήματα στην Κρυοπηγή
Υγρότοποι Νέας Φώκαιας (NATURA 2000)
Το Σπήλαιο στα Λουτρά της Αγίας Παρασκευής Χαλκιδικής
Μικρό αφιέρωμα στους εκλεγμένους Πολιτικούς της Κασσάνδρας
Μοτέλ Ξενία Παλιουρίου (1962)

Kassandra Hotels
Συνεργαζόμενες ιστοσελίδες (Links):
Kassandra Halkidiki Guide Kassandra Restaurants Bars Clubs Halkidiki GreeceKassandra Halkidiki Kassandria Town Kassandra Halkidiki Drones Kassandra Halkidiki Computers Kassandra Halkidiki Posters for Decoration Kassandra Halkidiki Real Estate Kassandra Halkidiki Dj Vangelis