Η αρχαία Άφυτις εντοπίζεται στη θέση του σημερινού οικισμού Άθυτος στη χερσόνησο Κασσάνδρα της Χαλκιδικής. Και μόνο η διατήρηση του αρχαίου ονόματος αλλά και το πλούσιο, διάσπαρτο οικοδομικό υλικό μέσα στο σύγχρονο χωριό οδήγησε αβίαστα τους ερευνητές στην ταύτιση της αρχαίας Αφύτου με την Άθυτο. Η Άφυτις περιλαμβάνεται μέσα στις πόλεις που απαριθμεί ο Ηρόδοτος, οι οποίες έστειλαν ενισχύσεις στον Ξέρξη, όταν ο περσικός στόλος προσορμίσθηκε στο Καναστραίο. Η μέχρι στιγμής έρευνα είναι γενικά περιορισμένη και δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει με σαφήνεια τα όρια της αρχαίας πόλης. Γύρω από το λόφο Κουτσόμυλο που δεσπόζει δίπλα στη θάλασσα και όπου έχει εντοπιστεί εγκατάσταση προϊστορικών χρόνων, απλώνεται η αρχαία πόλη, το ανατολικό όριο της οποίας πρέπει να ορίζεται από μία απότομη κλιτύ, ενώ ανάλογη αλλά ομαλότερη διαμόρφωση του εδάφους φαίνεται να ορίζει και το δυτικό όριο της πόλης. Το αρχαϊκό και κλασικό νεκροταφείο εκτείνεται στα δυτικά ενώ σωστικές ανασκαφές μέσα στον οικισμό έχουν φέρει στο φως διάφορα οικοδομικά λείψανα. Κατά μήκος της ανατολικής κλιτύος, ΝΑ του Κουτσόμυλου, ακριβώς εκεί που το έδαφος κατηφορίζει με πολύ απότομη κλίση προς τη θάλασσα, η Α. Ρωμιοπούλου αποκάλυψε τμήματα τοίχου κλασικών χρόνων και πάχους 2-3 μ., τον οποίο χαρακτηρίζει ως οχυρωματικό-αναλημματικό. Ο τοίχος ήταν θεμελιωμένος πάνω στο φυσικό βράχο, ακολουθώντας προφανώς την κλίση του εδάφους. Η Ρωμιοπούλου αναφέρει ότι πρόκειται για τοίχο αποτελούμενο από ορθογώνιους πελεκημένους λίθους, ωστόσο στο σχέδιο και στη φωτογραφία που δημοσιεύονται φαίνεται να εμφανίζει ένα μεικτό σύστημα δόμησης από μικρούς αργούς ή ελάχιστα δουλεμένους λίθους και από ορθογώνιους αδρά δουλεμένους λίθους σε ανισοϋψείς σειρές, στα ενδιάμεσα κενά των οποίων τοποθετούνται μικρότεροι λίθοι. Η ανασκαφέας επισημαίνει ότι ο τοίχος εκτεινόταν σε αρκετά μεγάλη έκταση, με βάση τις θέσεις που βρέθηκαν τα σωζόμενα τμήματά του αλλά δεν δίνει ένα συνολικό μήκος. Το εάν πρόκειται για τμήμα του ανατολικού οχυρωματικού περιβόλου της κλασικής πόλης ή για μία αναλημματική κατασκευή, είναι κάτι που δεν μπορεί να αποσαφηνιστεί με βάση τις πληροφορίες που διατίθενται και χωρίς περαιτέρω έρευνα.
Εκτεταμένες ανασκαφικές έρευνες που έχουν διενεργηθεί στη σημερινή Άφυτο, ανέδειξαν ένα πυκνό σύστημα κατοίκησης κλασικών χρόνων, βόρεια, δυτικά και νοτιοδυτικά του Κουτσόμυλου. Επίσης, στο φως έχει έρθει ένα μέρος του εκτεταμένου νεκροταφείου της πόλης, το οποίο εντοπίστηκε δυτικά της Αφύτου. Παρατηρούνται, ακόμη, ίχνη οχύρωσης, μια μεγάλη αμυντική τάφρος (η Λάκκα), καθώς και οικοδομικά λείψανα λιμενικών εγκαταστάσεων στην παραλία της Αφύτου.
Οι αρχαίες οικίες ήταν πετρόκτιστες, περιελάμβαναν ευρύχωρα δωμάτια με εστία, χώρους αποθήκευσης, μαγειρικής και υγιεινής. Οι ιδιαίτερα πλούσιοι τάφοι του 6ου, 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. φανερώνουν την ύπαρξη μιας εύρωστης αστικής τάξης. Τα κυριότερα κτερίσματα των τάφων ήταν αγγεία (μελανόμορφα, ερυθρόμορφα, μελαμβαφή), ειδώλια και προτομές, χάλκινα σκεύη και κοσμήματα.
Οι λιμενικές εγκαταστάσεις, καθώς και ο μεγάλος αριθμός των προϊόντων εισαγωγής από την Αττική, την Κόρινθο, την Ιωνία, που βρέθηκε στις ανασκαφές, μαρτυρούν τις εμπορικές δραστηριότητες και τις πολιτιστικές επαφές των κατοίκων της αρχαίας πόλης με το Αιγαίο και τη Μεσόγειο.
Έχει διαπιστωθεί ανασκαφικά, ότι γύρω στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. ένας καταστρεπτικός σεισμός προκάλεσε την κατάρρευση των περισσοτέρων κτηρίων της αρχαίας Αφύτου, γεγονός που συνέβαλε αποφασιστικά στην παρακμή της πόλης.
Η ανασκαφή της πόλης ξεκίνησε στην ουσία το 1999 και συνεχίζεται κατά διαστήματα μέχρι σήμερα. Όπως είπαμε ο σωστικός χαρακτήρας των ανασκαφών, δεν βοήθησε στη δημιουργία ενός ενιαίου ανασκαφικού πλάνου της πόλης, αλλά αντ' αυτού γινόταν ανασκαφή οικοπέδων που προοριζόταν για ανοικοδόμηση. Σίγουρα είναι μεγάλο ατύχημα το γεγονός ότι η αρχαία Άφυτος βρίσκεται κάτω από τη σύγχρονη Άφυτο, καθώς η ανασκαφή είναι αναγκασμένη να ακολουθήσει τους περιορισμούς του ρυμοτομικού συστήματος της σύγχρονης εποχής. Ωστόσο προέκυψαν σημαντικά στοιχεία, ικανά να καλύψουν ένα μεγάλο κενό όσον αφορά την ιστορία της πόλης.
Αξιόλογο εύρημα είναι ένα ανάγλυφο με τον Στάφυλο και μια γυναικεία θεότητα μάλλον τη Δήμητρα, που βρίσκεται στη γλυπτοθήκη της Κοπεγχάγης. Τα παλαιότερα ευρήματα ανήκουν στην νεολιθική περίοδο. Σύμφωνα με τις πληροφορίες ηλικιωμένων, Ιταλός αρχαιοκάπηλος ανέσκαψε τάφους στους οποίους βρήκε χρυσά Μυκηναϊκά ευρήματα. Ο ίδιος αρχαιοκάπηλος είναι αυτός που φυγάδευσε εκτός Ελλάδας το ανάγλυφο της Κοπεγχάγης.
H αρχαϊκή κεραμική από το νεκροταφείο της αρχαίας Αφύτου
Monday, August 31, 2020
Οι σωστικές ανασκαφές των τελευταίων χρόνων στο σημερινό χωριό της Αθύτου στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής, όπου εντοπίζεται η αρχαία, πιθανόν ερετριακή, αποικία Άφυτις, έφεραν στο φως τμήματα του οικισμού και του νεκροταφείου της αρχαίας πόλης. Τα περισσότερα κτηριακά κατάλοιπα που έχουν αποκαλυφθεί είναι οικίες του 4ου αιώνα π.Χ. Σε μία μόνο σωστική ανασκαφή, στους πρόποδες του λόφου Κουτσόμυλου, όπου βρίσκεται η παλιότερη προϊστορική εγκατάσταση και ο αρχικός πυρήνας της αποικίας, έχουν εντοπιστεί δημόσιοι και ιδιωτικοί χώροι των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων. Οι τάφοι που έχουν ερευνηθεί, συνολικά γύρω στους 170, χρονολογούνται από τον 6ο μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ. Παρά τον σημαντικό αριθμό των σωστικών ανασκαφών και τη συστηματική παρακολούθηση των εκσκαφών σε διάφορα σημεία του αρχαιολογικού χώρου δεν έχουν εντοπιστεί ακόμα νεκροταφεία που να συνδέονται με τη γεωμετρική και την πρώιμη αρχαϊκή εγκατάσταση.
Ο παλιότερος αρχαϊκός τάφος που έχει μέχρι τώρα εντοπιστεί, μπορεί να χρονολογηθεί στο β' τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ. από τον αρύβαλλο της υστεροκορινθιακής περιόδου που περιέχει, ενώ λίγο νεότερος, των μέσων του 6ου αιώνα, είναι ο τάφος στον οποίο βρέθηκε ο μοναδικός χιώτικος κάλυκας του νεκροταφείου της Άφυτης. Λίγοι τάφοι με κοινότυπα κορινθιακά αγγεία, κυρίως αρυβάλλους με τετράφυλλο κόσμημα, ανήκουν στο γ' τέταρτο του 6ου αιώνα. Στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα εντάσσονται τάφοι που χρονολογούνται με σχετική ακρίβεια από τα αττικά μελανόμορφα και μελαμβαφή αγγεία, ως επί το πλείστον κύλικες και ληκύθους, όπως ένας τάφος που περιέχει μία μελανόμορφη και μία μελαμβαφή κύλικα, καθώς και κορινθιακά αγγεία. Ένας μόνο χιώτικος κάλυκας, η χία κύλιξ που αναφέρει ο Αθήναιος, βρέθηκε στην Άφυτη. Το αγγείο αυτό, με το ιδιόρρυθμο σχήμα και το διακριτό λευκό επίχρισμα είναι το χαρακτηριστικό σχήμα του χιώτικου εργαστηρίου. Από την παραγωγή αυτού του εργαστηρίου είναι το πιο διαδεδομένο αγγείο στα νεκροταφεία της Μακεδονίας. Μερικοί από τους τάφους αποδείχθηκαν εξαιρετικά πλούσιοι σε κτερίσματα, με πληθώρα προϊόντων του αθηναϊκού Κεραμικού. Πρόσφατα, σε έναν τάφο που περιείχε 53 κτερίσματα, ανάμεσά τους 48 αττικά μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία, βρέθηκε μια ερυθρόμορφη λήκυθος του ζωγράφου του Πανός. Στο σώμα της ληκύθου απεικονίζεται ο Ερμής να φονεύει τον Άργο.
Ειδώλια ταφικών συνόλων του 4ου αιώνα π.Χ. από την αρχαία Άφυτι
Monday, August 31, 2020
Τα ειδώλια προέρχονται από κλειστά ταφικά σύνολα του νεκροταφείου της Άφυτις, μιας αρχαίας πόλης η οποία, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των γραπτών πηγών και της αρχαιολογικής έρευνας, ιδρύθηκε από τους Ερετριείς γύρω στο 800 π.Χ. στην περιοχή της σημερινής Αθύτου στη χερσόνησο της Κασσάνδρας Χαλκιδικής.
Οι ανασκαφές των τελευταίων χρόνων στον παραδοσιακό οικισμό της Αθύτου έφεραν στο φως τμήματα του πολεοδομικού ιστού της αρχαίας πόλης, που εκτείνεται σε ύψωμα, πάνω από τον Τορωναίο κόλπο, και του νεκροταφείου της που εντοπίζεται στην αγροτική περιοχή του σημερινού χωριού. Η πόλη καταστρέφεται σχεδόν ολοκληρωτικά στην τελευταία δεκαπενταετία του 4ου αιώνα π.Χ. από σεισμό και έκτοτε το μεγαλύτερο μέρος του αστικού της χώρου δεν ξανακατοικείται.
Τα νεώτερα τμήματα του νεκροταφείου της αρχαίας πόλης τοποθετούνται στον 4ο αιώνα π.Χ., εποχή κατά την οποία η συνήθεια να τοποθετούν σε τάφους ειδώλια είναι αρκετά διαδεδομένη. Την ίδια εποχή συνηθίζεται τα παιδιά να ενταφιάζονται και οι ενήλικες να καίγονται σε ορθογώνιους μακρόστενους λάκκους. Επειδή μαζί με τους νεκρούς καίγονταν και τα κτερίσματά τους, πολλά από τα ειδώλια καθώς και τα άλλα κεραμικά ευρήματα βρέθηκαν μαυρισμένα και σε κακή κατάσταση διατήρησης.
Είναι γνωστό ότι η χρονολόγηση των ειδωλίων είναι ένα δύσκολο ζήτημα, εφόσον οι μήτρες με τις οποίες κατασκευάζονται χρησιμοποιούνται για μεγάλο διάστημα. Πολύ συχνά καινούργιες μήτρες δημιουργούμενες από υπάρχοντα ειδώλια αναπαράγουν παλιούς τύπους, οι οποίοι έτσι επιβιώνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Συνεπώς, η χρονολόγηση των τύπων στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο καλλιτεχνικό στιλ, ενώ η διάρκεια της χρήσης τους σε τοπικό επίπεδο μπορεί να πιστοποιηθεί από τα ανασκαφικά δεδομένα της κάθε περιοχής. Ειδικότερα, η χρονολόγηση των ειδωλίων του 4ου αιώνα π.Χ. της Άφυτις παρουσιάζει δυσκολίες, επειδή τα αγγεία -τα κυρίως χρονολογήσιμα ευρήματα- που βρίσκονται μαζί με τα ειδώλια στους τάφους είναι είδη μαζικής παραγωγής που διατηρούν τον τυπο τους για μεγάλο διάστημα. Ωστόσο, μια κατά προσέγγιση χρονολογική τοποθέτηση των τάφων είναι εφικτή και βοηθά στη χρονολογική ταξινόμηση των ειδωλίων.
Τα ειδώλια της Άφυτις είναι προτομές, όρθιες και καθιστές μορφές, πτηνά, φρουτα. Τα ειδώλια της Άφυτις εκπροσωπούν μια ποικιλία τάσεων στην κοροπλαστική του 4ου αιώνα π.Χ., οι οποίες είναι κοινές στον ελληνικό χώρο. Στην ομάδα όρθιων και καθιστών μορφών με αυστηρές μετωπικές, επίσημες ιερατικές στάσεις είναι εμφανής η προσήλωση σε τύπους της παράδοσης του 5ου αιώνα π.Χ. Η τάση αυτή επικρατεί μέχρι τα μέσα του 4ου αιώνα, συνεχίζεται όμως και στο τρίτο τέταρτο. Ακολουθώντας, άλλωστε, αυτά τα συντηρητικά πρότυπα και αντανακλώντας ένα κόσμο «θείας προσωποποίησης» φαίνεται ότι και εικονογραφικά η κοροπλαστική αποδίδει μορφές θεϊκές, απόμακρες, συνήθως χωρίς σύμβολα, με στάσεις αυστηρά μετωπικές, οι οποίες όμως λόγω της παρουσίας τους στον τάφο μπορούν να θεωρηθούν ότι έχουν χθόνιο χαρακτήρα. Το θεματολόγιο βέβαια αυτής της εποχής περιλαμβάνει και όρθιες θνητές αναθέτριες, επίσης σε αυστηρά μετωπική στάση.
Η δεύτερη τάση, που αντανακλά τα χαρακτηριστικά του αθηναϊκού κοροπλαστικού εργαστηρίου του πρώτου μισού του 4ου αιώνα, εκπροσωπείται κυρίως από το σύμπλεγμα Αφροδίτης-Έρωτα, αλλά και της καθιστής γυναίκας σε χαλαρή στάση και εμφανίζεται στην Άφυτι στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα Τα παλαιά ιερατικά ειδώλια έχουν μετεξελιχθεί κάτω από την επίδραση της μνημειακής γλυπτικής του λεγόμενου «πλούσιου ρυθμού». Εμφανίζονται τώρα μορφές καλλίγραμμες, σε χαλαρή στάση, ντυμένες με αραχνοΰφαντα ενδύματα που προβάλλουν την ομορφιά του γυναικείου σώματος.
Στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. εμφανίζεται επίσης μια σειρά όρθιων ειδωλίων γυναικείων μορφών, που είτε προαναγγέλλουν τις λεγόμενες Ταναγραίες των ελληνιστικών χρόνων είτε εντάσσονται στο πρώιμο στιλ τους. Είναι κοινά αποδεκτή η άποψη ότι το στιλ της Τανάγρας επινοήθηκε σε αθηναϊκό εργαστήριο στη δεκαετία 340-330 π.Χ. και στη συνέχεια διαδόθηκε ταχύτατα στη Βοιωτία, την Αλεξάνδρεια, τη νότια Ιταλία, τη Μικρά Ασία. Επηρεάστηκε από τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα και τους τύπους της γλυπτικής των μέσων του 4ου αιώνα Η όρθια γυναικεία μορφή ξεφεύγει από τη μετωπικότητα, αναπτύσσει μεγαλύτερη ελευθερία και κίνηση. Η διαφοροποίηση της στάσης ακολουθείται από την αλλαγή στον τρόπο απόδοσης του ενδύματος. Τώρα το ιμάτιο, τυλιγμένο γύρω από τη μορφή, αν και εξαφανίζει το σώμα, προβάλλει το περίγραμμά του, ενώ οι βαθιές αυλακώσεις με τις οποίες αποδίδονται οι πτυχώσεις των ρούχων παράγουν πολύπλοκες φωτοσκιάσεις.
Τα ειδώλια της Άφυτης με την πλούσια πτυχολογία των ενδυμάτων και τις περίτεχνες κομμώσεις που προσανατολίζονται σε πιο χαλαρές στάσεις αντικατοπτρίζουν αυτές τις τάσεις και μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι εμπνεύσεις του αττικού εργαστηρίου, ή
ότι δέχονται επιδράσεις από αυτό. Μολονότι παρουσιάζουν τύπους συγγενικούς αποτελούν πρωτότυπες συνθέσεις που δεν αντιγράφουν πιστά τα πρότυπα τους. Το 2004 κατά την ανασκαφή σε στρώμα καταστροφής ενός σπιτιού της Άφυτης του 4ου
αι. π.Χ. βρέθηκε μια μήτρα ειδωλίου που παρίστανε πετεινό. Το 2007 σε ανασκαφή τμήματος του αρχαίου νεκροταφείου, σε έναν παιδικό τάφο βρέθηκαν δύο ειδώλια πετεινών που προέρχονται από μια μήτρα παρόμοια με αυτή που βρέθηκε στον οικισμό.
Η εύρεσή τους αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι στην αρχαία Άφυτη λειτουργούσε τουλάχιστον στον 4ο αι. π.Χ. κοροπλαστικό εργαστήριο. Άλλωστε η ενασχόληση των κατοίκων της με την επεξεργασία του πηλού και την παραγωγή πήλινων αγγείων βεβαιώνεται από πλήθος αμφορέων, σε τρία δείγματα των οποίων αναγνωρίζεται η σφραγίδα Αφυταίου κεραμέα.
Αρχαιολογικός χώρος Αφύτου. Ρωμαϊκό νεκροταφείο.
Είδος Μνημείου: Νεκρικοί Χώροι και Μνημεία, Αρχαιολογικές Θέσεις
Χρονική Περίοδος: Ρωμαϊκή
Φορέας Προστασίας: ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, 10η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων
Αριθμός Υπουργικής Απόφασης, Αριθμός ΦΕΚ: ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ43/61143/3643 π.ε./10-1-2000, ΦΕΚ 54/Β/26-1-2000
Αρχαιολογικός χώρος στη θέση Αγία Λαύρα Αφύτου
Δημοτικό Διαμέρισμα Αφύτου, θέση Αγία Λαύρα. Παρά το εξωκκλήσιο της Αγίας Λαύρας εντοπίζεται μεγάλος οικισμός της ρωμαϊκής περιόδου.
Είδος Μνημείου: Αρχαιολογικές Θέσεις, Οικιστικά Σύνολα
Χρονική Περίοδος: Ρωμαϊκή
Φορέας Προστασίας: ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, 10η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων
Αριθμός Υπουργικής Απόφασης, Αριθμός ΦΕΚ: ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ43/61143/3643 π.ε./10-1-2000, ΦΕΚ 54/Β/26-1-2000
Άθυτος. Τομέας Α΄ του οριοθετημένου τμήματος του οικισμού
Xαρακτηρίζουμε ως παραδοσιακό οικισμό τον τομέα A΄ του οικισμού Aθύτου.
Τύπος Κήρυξης: αρχαιολογικός χώρος, νεώτερο μνημείο
Είδος Μνημείου: Οικιστικά Σύνολα
Χρονική Περίοδος: Νεοελληνική
Φορέας Προστασίας: ΕΝΜ Κεντρικής Μακεδονίας (Θεσσαλονίκη) & ΥΠΕΧΩΔΕ (Αθήνα)
Αριθμός Υπουργικής Απόφασης, Αριθμός ΦΕΚ: ΠΔ 29-3-1995, ΦΕΚ 248/Δ/18-4-1995
Άθυτος. Παλαιοχριστιανικός ερειπιώνας Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Aφύτου
Kηρύσσεται ο παλαιοχριστιανικός ερειπιώνας του Aγ. Nικολάου της Aφύτου Xαλκιδικής ως αρχαιολογικός χώρος με ζώνη προστασίας ακτίνας 150μ. γύρω από το εξωκκλήσι του Αγίου Nικολάου.
Πρόκειται για κτίσμα του 19ου αι. διαστάσεων 4X9μ. το οποίο θεμελιώθηκε σε τοιχοποιϊα ερειπωμένου παλαιοχριστιανικού κτιριακού συγκροτήματος.
Τύπος Κήρυξης: αρχαιολογικός χώρος
Είδος Μνημείου: Ιεροί Ναοί Χριστιανικοί, Θρησκευτικοί Χώροι
Χρονική Περίοδος: Πρωτοχριστιανική
Φορέας Προστασίας: 10η ΕΒΑ (Πολύγυρος)
Αριθμός Υπουργικής Απόφασης, Αριθμός ΦΕΚ: ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ35/29029/693/18-8-1995, ΦΕΚ 758/Β/1-9-1995