06. ΛΑΪΚΟΙ ΟΡΓΑΝΟΠΑΙΚΤΕΣ-ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ
(FOLK MUSICIANS-SINGERS OF KASSANDRA)

Λαϊκοί Οργανοπαίχτες & Τραγουδιστές της Κασσάνδρας

Wednesday, August 26, 2020
Πλούσια είναι η Χαλκιδική όχι μόνο σε αρχαιολογία και λαογραφία αλλά και σε μουσική. Η επανάσταση, οι συχνές εξεγέρσεις, οι λεηλασίες, το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας και η αποκατάσταση των προσφύγων οπωσδήποτε δημιούργησαν ιδιαίτερες συνθήκες, μέσα στις οποίες κινήθηκε το Χαλκιδικιώτικο τραγούδι.
Στα χωριά της Μακεδονίας ήρθαν και πολλοί πρόσφυγες από τη Β. και Α. Θράκη, Προποντίδα, Ιωνία, Πόντο, Καππαδοκία, Κιλικία και έφεραν όλα τα έθιμά τους, τα τραγούδια τους και τους χορούς τους. Στη Χαλκιδική ήρθαν κυρίως πρόσφυγες Μικρασιάτες και από την ανατολική Θράκη. Αυτοί έφεραν διαφορετικά τραγούδια, μικρασιάτικα, θρακιώτικα.
Πέντε είναι κυρίως οι κατηγορίες των τραγουδιών: τα ντόπια, τα πανελλήνια, τα μικρασιάτικα, τα νησιωτικά και τα θρακιώτικα.
Τα μουσικά όργανα που έπαιζαν στη Χαλκιδική είναι τα εξής:
Ταμπουράς, λα(γ)ούτο, βιολί, ούτι, γκάιντα, κλαρίνο, φλογέρα, νταούλι, τουμπελέκι, νταϋρές, και αργότερα σαντούρι, κανονάκι και μπουζούκι. Το λαγούτο αναφέρεται στα δημοτικά τραγούδια απ’ το Βυζάντιο. Στη Χαλκιδική αντικατέστησε τον ταμπουρά. Το λαγούτο ήταν συνοδευτικό όργανο κυρίως, ενώ το ούτι σολιστικό, δηλαδή έπαιζε μελωδίες και αυτοσχεδιασμούς. Από τα αερόφωνα επίσης παίζονται πολύ στη Χαλκιδική η γκάιντα και το κλαρίνο. Το βιολί αναφέρεται από τα ακριτικά έπη, αν και στη σημερινή του μορφή διαδόθηκε τον 16ο αιώνα. Στη Χαλκιδική θα το δούμε μαζί με το λαγούτο, επίσης δύο βιολιά και δύο λαγούτα. Η γκάιντα χρησιμοποιείτο ήδη από τους αρχαίους Έλληνες στις γιορτές του Διονύσου, ο γνωστός άσκαυλος. Στους Βυζαντινούς χρόνους ονομαζόταν ασκομαντούρα. Τις γκάιντες τις έφτιαχναν μόνοι τους οι χωρικοί χρησιμοποιώντας για το τουλούμι το δέρμα της κατσίκας.
Τα τραγούδια της Κασσάνδρας-Βάλτας είναι ιστορικά, όπως τα «εφτά πασιάδις πουλιμούν την έρμη την Κασσάνδρα», «Κασσάνδρα μας η όμουρφη», «όσα κάστρα κι αν είδα», «πέντι πλάτανοι σ’ αράδα φυτιμμένοι» κ.ά., κλέφτικα, όπως «τουν κλέφτη μας βαρέσανι», «ψες είδα όνειρου πικρό», «του μάθατι τι γίνηκι» κ.ά., πολεμικά, πολλά τραγούδια επίσης του γάμου, της αγάπης, τραγούδια που υμνούν το ηθικό και στηλιτεύουν το ανήθικο, της ξενιτιάς, αστεία, σκωπτικά, αποκριάτικα.
Στη Νέα Σκιώνη κατέβηκαν οι κάτοικοι του Τσαπρανίου το 1915. Τα τραγούδια εδώ ήσαν κυρίως της αγάπης, του γάμου και διηγηματικά.
Πάρα πολλοί είναι οι οργανοπαίχτες στα χωριά της Χαλκιδικής. Οι περισσότεροι λαογράφοι δεν σημείωναν τα ονόματα των παλιών οργανοπαικτών. Με την έρευνα που έκανε ο Στέλιος Ι. Κοψαχείλης μπόρεσε να διασώσει όχι μόνο τα ονόματά τους, αλλά και τις φωτογραφίες των περισσοτέρων λαϊκών οργανοπαικτών, που βρίσκονται σήμερα στη συλλογή του Μουσικού Μουσείου Θεσσαλονίκης.

Στην χερσόνησο της Κασσάνδρας ονομαστοί οργανοπαίχτες ήσαν ανά χωριό:

● Στην Βάλτα (Κασσάνδρεια) βιολιστής ήταν ο Δημήτριος Κυρίτσης (που γεννήθηκε το 1902), που είχε πάρει μαθήματα από τους Ζέρβα και Γκιούρα. Έπαιζε μαζί με τους Γιάννη και Πελοπίδα Σταμπουλή και με τον Άγγελο Μήτσου. Ο Πελοπίδας Σταμπουλής ήταν γεννημένος το 1905 και είχε μάθει βιολί από τον Γκιούρα. Ο Γιάννης Σταμπουλής (γενν. το 1916) είχε λαγούτο του κατασκευαστή Κοπελιάδη. Ο πατέρας τους ο Κωνσταντίνος Σταμπουλής τραγουδούσε καλά πρακτικά. Ο Αγγελος Μήτσου (γενν. 1907) έπαιζε κλαρίνο. Ο Μποντόσης Θεοδόσης έπαιζε γκάιντα και ο Μπλιούμης Δημήτριος, κλαρίνο. Όλοι αυτοί έπαιζαν σε πολλά χωριά καθιστικά τραγούδια, της νύφης, συρτά, καλαματιανά, περπατιστά κλπ. Με τα ζώα ή με τα πόδια πήγαιναν από χωριό σε χωριό. 'Επαιζαν στους γάμους, στα πανηγύρια, στα γλέντια, στις γιορτές του Αγίου Αθανασίου, Αγίας Παρασκευής, Αγίου Μάμα κ.ά.
● Στο Μάλτεπε (Καλλιθέα) βιολί έπαιζε ο Χριστόδουλος Ζαρκαδάς του Αλεξάνδρου (1902-1984), ο οποίος ήρθε εδώ από τη Γαλάτιστα. Αυτός έμαθε βιολί από κάποιον στη Δουμπιά. Μαθητές του ήσαν οι Γ. Ζαμπούνης στην Άθυτο, Ηλίας Καμπάνας στην Καλάνδρα κ.ά. Επίσης ο Ιωάννης Σπυρόπουλος ή Πετράς έπαιζε κεμεντζέ.
● Στη Φούρκα κλαρίνο έπαιζε ο Νικόλαος Κατσαπατέρας (1884-1976) ο οποίος ήταν αυτοδίδακτος. Οι γιοι του Μήτσος (γεννήθηκε το 1910) και Κλεομένης (γεννήθηκε το 1926) έπαιζαν κι αυτοί κλαρίνο. Βιολί έπαιζε ο Χαλκιάς Μαστραγγελής και λαούτο(μπουργκάνα) ο Νικόλαος Λιάπης.
● Στο χωριό Παλιούρι, σύμφωνα με πληροφορίες που έδωσε ο Γιώργος Καραλής, έρχονταν οργανοπαίχτες από άλλα χωριά, αλλά και νησιώτες. Αυτός στην Κατοχή φιλοξένησε δυο βιολιστές νησιώτες και έμαθε πρακτικά απ’ αυτούς πολλά νησιωτικά και άλλα τραγούδια, καθώς και πολλούς συνοδευτικούς ρυθμούς. Ο Γιώργος Καραλής (γεννήθηκε το 1926) έπαιζε πάντα λαγούτο. Το όργανό του το αγόρασε στη Θεσσαλονίκη απ’ τον οργανοποιό Παρασίδη. Έπαιζε με πολλούς άλλους οργανοπαίχτες από τα γύρω χωριά, όπως με τον Τριαντάφυλλο Χαλκιά απ’ την Αγία Παρασκευή, με τον I. Ζαμπούνη από την Άφυτο (1913-1968) που ήταν βιολιστής, με τον Χριστόδουλο Πέτρου (βιολιστής κι αυτός), με κάποιον Γιωρίκα (κλαρίνο) από το Πολύχρονο και πολλούς άλλους.
● Στην Αγία Παρασκευή λαγούτο έπαιζε ο Ιωάννης Παγίδας (γεννήθηκε το 1921) μαθητής του Βασιλείου Παπαμόσχου. Παλιός κλαριτζής εδώ ήταν ο Κωνσταντίνος Χανάς (1880-1926), κλαρίνο έπαιζαν επίσης οι Γεώργιος και Βασίλης Χαλκιάς, ενώ ο Τριαντάφυλλος (που γεννήθηκε το 1922) λαγούτο, που το έμαθε από τον πατέρα του Γιώργο. Ο εγγονός του Χανά, ο Χριστόδουλος Πέτρου (γενν. 1931) έμαθε κλαρίνο από τον Κωνσταντίνο Μποραντά.
● Στην Καλάνδρα μεγάλος οργανοπαίχτης θεωρούνταν ο Παναγιώτης Μόσχος (γενν. 1924), που ήταν και ψάλτης στην εκκλησία του χωριού. Την ψαλτική είχε μάθει από τον Ρήγα Ρηγούδη. Κατασκευαστής του λαγούτου του ήταν ο Χρ. Παρασίδης, καλός οργανοποιός της Θεσσαλονίκης. Με το λαγούτο συνόδευε διάσημους λαϊκούς οργανοπαίχτες, όπως τον Ν. Κατσαπατέρα, τον Κλ. Κατσαπατέρα, τον Ν. Λιάπη, τον Κ. Μποραντά, τον Π. Σταμπουλή, τον Γ. Χαλκιά, τον Χρ. Ζαρκαδά, τον Χρ. Μπάκη. Ο Ηλίας Μήτσου (γενν. το 1909) έπαιζε βιολί. Το είχε μάθει από τον Γκιούρα, μεγάλο βιολιστή από την Μεγάλη Παναγία. Αδελφός του ήταν ο Αγγελος Μήτσου (γεννήθηκε το 1907) που έπαιζε κλαρίνο. Επίσης γνωστοί μουσικοί και τραγουδιστές ήταν ο Αντώνης Ρηγούδης (λαγούτο), ο Νικηφόρος Αλεξούδης (τραγουδιστής) και ο Παναγιωτάκης Μοσχάκης (γκάϊντα).
● Στην Άφυτο κλαρίνο έπαιζε ο Κλεάνθης Αθανασιάδης (1870-1938), λαγούτο ο αδελφός του Δημήτρης Αθανασιάδης (1884-1960) και βιολί ο Ιωάννης Ζαμπούνης (1913-1968).
● Στη Νέα Φώκαια προπολεμικά σαντούρι έπαιζε ο Μικρασιάτης πρόσφυγας Κώστας Μπαρμπαλιός ή «Σαντουριέρης».
● Στη Νέα Σκιώνη κατέβηκαν οι κάτοικοι του Τσαπρανίου το 1915. Τα τραγούδια εδώ ήσαν κυρίως της αγάπης, του γάμου και διηγηματικά. Γνωστοί μουσικοί ήταν ο Αντώνιος ΓΙαπαμιχαήλ, ο Κωνσταντίνος Λεμονής και ο Νικόλαος Καραβασίλης.
● Στη Χανιώτη οργανοπαίχτης-τραγουδιστής ήταν ο Δημήτριος Πελέκας. Από τους πιο γνωστούς στην περιοχή. Αυτός και το συγκρότημά του έπαιζαν σε όλες τις εκδηλώσεις της εποχής. Πέθανε το 1975. Το όργανο που έπαιζε, το λαούτο, υπάρχει μέχρι σήμερα.

Βιβλιογραφία Σ. Ι. Κοψαχείλη:

Παραδοσιακά λαϊκά όργανα και λαϊκοί οργανοπαίχτες της Μακεδονίας (1993)
Μουσική και λαογραφία της Μακεδονίας (1996)
Η παραδοσιακή μουσική στη Μακεδονία (1998)
Τα δημοτικά τραγούδια της Μακεδονίας: καταγραφές τραγουδιών, έρευνα 1984-1998 (1998)

Στέλιος Ι. Κοψαχείλης - Κιθαρίστας, συνθέτης και εθνομουσικολόγος
Κιθαρίστας, συνθέτης και εθνομουσικολόγος με καταγωγή από το Λιβάδι Χαλκιδικής και με έργο που μπορεί να θεωρηθεί ως «εθνικό». Εγγονός λαϊκού οργανοπαίχτη, ασχολήθηκε από μικρός με τη μουσική και το 1972 ήδη έπαιζε στη Μαντολινάτα Θεσ/νίκης. Το 1973 πήγε στην Αυστρία για να συμπληρώσει τις αυτοδίδακτες μουσικές γνώσεις του. Το 1980 ίδρυσε Ινστιτούτο Μουσικής Επιστήμης και Μουσικοφιλοσοφική Σχολή, για να ερευνήσει διάφορους «αδικημένους» μουσικούς τομείς (Εθνομουσικολογία, Μουσικοκοινωνιολογία, Μουσικοπαραψυχολογία, Μουσικοσχηματική, Μουσικοθεραπεία και Εξωμουσικολογία). Το 1984 ίδρυσε το Μουσικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (που το 1992 μετονόμασε σε Μουσικό Μουσείο Μακεδονίας) διευθύνοντάς το ώς σήμερα και συλλέγοντας παραδοσιακά όργανα και πάσης φύσεως συναφές υλικό από πόλεις και χωριά της Μακεδονίας.

ΕΡΕΥΝΑ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΣΗ & ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ-ΚΕΙΜΕΝΩΝ:
Βαγγέλης Κατσαρίνης
Ηλεκτρονικός - Κατασκευαστής Ιστοσελίδων Διαδικτύου
© Sunspot Web Design 2008-2025 ®

Φωτογραφίες

ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ - ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ (1944-)

Wednesday, August 26, 2020
Ο πατέρας της Απόστολος Καραθανάσης κατάγεται από την Αγία Παρασκευή της Κασσάνδρας και η μάνα της Ελένη, το γένος Σφέτσου, από τον Πολύγυρο. Η ίδια γεννήθηκε 17 Σεπτεμβρίου 1944, στα Νέα Μουδανιά, όπου είχαν εγκατασταθεί οι γονείς της.
Από ηλικία δεκαέξι ετών ξεκινάει στο παραδοσιακό τραγούδι, συλλέγοντας τραγούδια της Μακεδονίας και στην συνέχεια της υπόλοιπης Ελλάδας.
Με ένα σημαντικό αρχείο, κάνει τις πρώτες της εκπομπές στον Ραδιοφωνικό Σταθμό Μακεδονίας. Για πολλά χρόνια τραγουδάει το γνήσιο Δημοτικό τραγούδι με έναν μοναδικό τρόπο, και επί πλέον το ερμηνεύει με τα πλούσια φωνητικά της προσόντα. Η πορεία της κορυφώνεται στην δεκαετία του 60 και γίνεται ευρύτερα γνωστή, δισκογραφώντας τραγούδια της Μακεδονίας.
Έχει βραβευτεί πολλές φορές σε Παγκόσμια Φεστιβάλ και έχει αποσπάσει Χρυσά Βραβεία Βαλκανιάδος (Σόφια), Ευρώπης (Ντιζόν Γαλλία). Έχει τραγουδήσει για την ομογένεια στην Αμερική, Αυστραλία, Καναδά. Την δεκαετία του 70 μπαίνει στο έντεχνο τραγούδι τραγουδώντας Χατζηδάκη, Καλδάρα, Πλέσσα, Μαρκόπουλο. Στη δεκαετία του 90, συνεργάζεται με το Πανεπιστήμιο Κρήτης και κάνει ένα σπουδαίο άλμπουμ με Μακεδονίτικα τραγούδια, που γίνεται αφορμή να βραβευτεί από την Ακαδημία Αθηνών (29-12-1993), με τρίπτυχο βραβείο φωνής, ήθους, πατριωτισμού.
Χρόνια τώρα κάνει συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η πολύχρονη θητεία της στο τραγούδι έντεχνο και παραδοσιακό, την κατατάσσει σαν μία από τις πιο σπουδαίες φωνές της χώρας, που αθόρυβα και ταπεινά υπηρετεί την Τέχνη. Γράφει διηγήματα με μια ερασιτεχνική αθωότητα που θα την ζήλευαν επαγγελματίες («Η άνοιξη της σιωπής», «Ο δρόμος των λύκων», «Έρωτας δυνάστης», κ.ά.).

ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΑ:

● ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ - ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ 1 (1972)
● ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ & ΜΑΡΙΟΣ - ΤΑ ΣΜΥΡΝΕΪΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ (1972)
● ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ & ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΛΔΑΡΑΣ - ΡΙΖΕΣ ΚΑΙ ΧΡΩΜΑΤΑ (1975)
● ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ - ΣΚΟΠΟΙ & ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ (1992)
● ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ - ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ 2 (1999)
● ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ - ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ (2003)

Facebook: https://www.facebook.com/Xanthippi-Karathanasi-47445089749/

ΕΡΕΥΝΑ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΣΗ & ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ-ΚΕΙΜΕΝΩΝ:
Βαγγέλης Κατσαρίνης
Ηλεκτρονικός - Κατασκευαστής Ιστοσελίδων Διαδικτύου
© Sunspot Web Design 2008-2025 ®

ΠΛΗΡΗΣ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΑ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΙΑΛΑΣ - ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ, ΛΑΟΓΡΑΦΟΣ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ (1936-2017)

Wednesday, August 26, 2020
Ο Δημήτρης Τσιάλας του Αθανασίου και της Καλούδας γεννήθηκε το 1936 στην Κασσάνδρεια Χαλκιδικής από γονείς αγρότες και σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Υπηρέτησε ως καθηγητής σε διάφορα σχολεία της Θράκης και της Μακεδονίας.  Μετα την συνταξιοδότηση του ασχολήθηκε συστηματικά με το παραδοσιακό τραγούδι σαν τραγουδιστής αλλά και σαν λαογράφος.
Είχε ωραία φωνή και στο σχολείο ήταν συνέχεια στις χορωδίες. Είχε μεράκι με το τραγούδι και ήθελε να τραγουδήσει. Δούλεψε σαν τραγουδιστής στην Θεσσαλονίκη και στην Χαλκηδόνα. Τραγούδησε με μικρή ορχήστρα σε πολλούς γάμους «τα νυφιάτικα». Από το 1994 έως το 2002, εξέδιδε το περιοδικό «Κασσάνδρα», υπό την σκέπην του «Πολιτιστικού Συλλόγου Κασσανδρινών Θεσσαλονίκης» και με σχεδιασμό του Ντίνου Χριστιανόπουλου, που αναφερόταν στα πολιτιστικά στοιχεία της Κασσάνδρας, κυρίως παραδοσιακά (τραγούδια, παραμύθια, αφηγήσεις) και φιλοξενούσε επίσης άρθρα επιστημόνων. Η ενασχόληση του με το περιοδικό είχε ως αποτέλεσμα την μεγάλη συλλογή παραδοσιακών τραγουδιών μερικά από τα οποία τραγούδησε και ο ίδιος. Η πρώτη του δισκογραφική δουλειά κυκλοφόρησε σε κασέτα το 1997 με χορηγία του Δήμου Κασσάνδρας και επιμέλεια παραγωγής του «Πολιτιστικού Συλλόγου Κασσανδρινών Θεσσαλονίκης».

ΚΑΣΣΑΝΔΡΙΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ (1997) Τίτλοι τραγουδιών:

Χορευτικά:
Η κοκκινοφορεμένη, Η Καλούδα, Η Περιστερούλα, Του ψαρά ο γιός, Η Κατερινούλα, Όλες οι έμορφες, Η νεραντζομαγουλάτη, Η μηλίτσα, Νυφιάτικο, Καλαμπούκας
Καθιστικά:
Το κάστρο της Ωριάς, Κασσανδρινή μάνα, Ο Χάψας, Του κυρ- Βοριά, Ο Καπετάνιος Μαυρουδής, Ο μπογιατζής, Εδίψασα

ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΑ:

● ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΙΑΛΑΣ - ΚΑΣΣΑΝΔΡΙΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ (1997)
● ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΙΑΛΑΣ - ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ (2006)

Σημείωση: Του χρωστάμε ευγνωμοσύνη γιατι μας έδωσε προσωπικά όλα τα τεύχη του περιοδικού «Κασσάνδρα», τις δισκογραφικές του δουλειές αλλά και την πολύτιμη συλλογή των 127 τραγουδιών της Κασσάνδρας !

ΕΡΕΥΝΑ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΣΗ & ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ-ΚΕΙΜΕΝΩΝ:
Βαγγέλης Κατσαρίνης
Ηλεκτρονικός - Κατασκευαστής Ιστοσελίδων Διαδικτύου
© Sunspot Web Design 2008-2025 ®

ΠΛΗΡΗΣ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΑ

Τραγούδια της Κασσάνδρας (127)
Αφήγηση: Δημήτριος Τσιάλας

Wednesday, August 26, 2020
Εισαγωγή:

Τα τραγούδια αυτά τα συγκέντρωσα, όταν ο Πολιτιστικός Σύλλογος Κασσανδρινών Θεσσαλονίκης μού ανέθεσε να βγάζω το περιοδικό «Κασσάνδρα», που θα περιλάμβανε την τοπική ιστορία, παραδοσιακά τραγούδια, παραμύθια και αφηγήσεις γερόντων των 15 χωριών της Κασσάνδρας. Σε κάθε χωριό συναντούσα τον εκάστοτε κοινοτάρχη και τον έπειθα να αναλάβει τη χορηγία, γιατί η «Κασσάνδρα» έβγαινε σε 1000 αντίτυπα, που μοιράζονταν δωρεάν σε όλες τις οικογένειες του χωριού, καθώς και στα μέλη του Συλλόγου.
Τώρα αποφάσισα να καταγράψω αυτά τα τραγούδια σε ένα τόμο. Τα έβαλα κατά αλφαβητική σειρά της ονομασίας του χωριού. Όταν έβρισκα ένα τραγούδι, που υπήρχε ήδη σε προηγούμενο τεύχος, δεν το περιελάμβανα στον κατάλογο, εκτός αν διέφερε ουσιαστικά στο στίχο, οπότε κάτω από τον τίτλο γράφω τη λέξη «παραλλαγή». Σε μερικά χωριά οι άνθρωποι που μου τα είπαν, δε θέλησαν να μπει το όνομά τους, από σεμνότητα κυρίως. Ακόμη μερικά τραγούδια, μού τα έδωσαν γραπτά, χωρίς να μου τα τραγουδήσουν, ωστόσο τα παραθέτω σα λαϊκά ποιήματα Σε όσα τραγούδια γράφω τη λέξη «παραλογή», σημαίνει ότι είναι ένα τραγούδι αφηγηματικό, πολύστιχο και το περιεχόμενό του τραγικό.

Σημείωση:

Όταν υπηρετούσα ως γυμνασιάρχης στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας και μαθεύτηκε ότι ενδιαφερόμουνα για τα παραδοσιακά τραγούδια, ήρθε μια μέρα στο γραφείο μου μια γιαγιά και μου τραγούδησε το τραγούδι του Μεγαλέξανδρου. Στο στίχο που το τραγούδι λέει: «Κι ο δάσκαλος τον διάβαζε, Όμηρο τον μαθαίνει» η γιαγιά είχε μια απορία και μου λέει. «Όλα καλά, κυρ γυμνασιάρχη, αλλά εκείνου του Όμηρου τι ήταν;» Και βέβαια εγώ της είπα, ποιος ήταν ο Όμηρος και ότι δάσκαλος του Μεγαλέξανδρου ήταν ο Αριστοτέλης, ο Σταγειρίτης. Και η γιαγιά Κατερίνα ενθουσιάστηκε και μου λέει στην ντοπιολαλιά: «Τώρα που θα πάου στου χουριό, θα του πω σε όλους ικειπέρα, για να του μάθουν κι να μη λεν σαχλαμάρις ότι η Αλέξανδρους ήταν ιχμάλουτους στς Τούρκ’».
Επομένως το τραγούδι αυτό είναι παλαιότερο κατά πολλούς αιώνες από το μικρασιάτικο «του Κωσταντή», πιθανότατα αναφερόμενο στον Κωσταντίνο Παλαιολόγο, κι άρα αυτό είναι και το αυθεντικό. Αποφάσισα λοιπόν σα Μακεδόνας να το εντάξω στα Κασσαντρινά τραγούδια και το έλεγα όπου με καλούσαν να τραγουδήσω, όπως μια φορά δίπλα στο άγαλμα του Μεγαλέξανδρου στην Παραλία της Θεσσαλονίκης σε μια εκδήλωση της Ε.Λ.Β.Ε. (Ένωσις λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος), όπου μαζεύτηκε πλήθος κόσμου και απαίτησε να το πω για δεύτερη φορά, για να το ακούσουν και όσοι δεν είχαν προλάβει. Και γι’ αυτό το παραθέτω πρώτο στη σειρά.

ΕΡΕΥΝΑ, ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ:
Βαγγέλης Κατσαρίνης
Ηλεκτρονικός - Κατασκευαστής Ιστοσελίδων Διαδικτύου
© Sunspot Web Design 2008-2025 ®

Wednesday, August 26, 2020
001. «Μοναχογιός Αλέξανδρος»
Ερμηνεύτρια: Η γιαγιά Κατερίνα

Μοναχογιός Αλέξανδρος, μικρός και χαϊδεμένος,
έναν τον έχει η μάνα του, έναν και κανακάρη.
Τον έλουζε, τον χτένιζε, στο δάσκαλο τον στέλνει
κι ο δάσκαλος τον διάβαζε, Όμηρο τον μαθαίνει.
Αντρειώθηκε ο Αλέξανδρος κι έγινε παλικάρι,
στον κόσμο ήταν ξακουστός, της χώρας μας καμάρι.

● Από την Κασσάνδρεια (Βάλτα)

002. «Του κυρ Βοριά» Νάσος Τσιάλας

Ν’ εκίνησε ο κυρ βοριάς να πάει να σεργιανίσει
κι όσα καράβια τ’ άκουσαν, όλα πανιά μαϊνάρουν.
Κι ένα καράβι Κρητικό δε θέλει να μαϊνάρει.
-Μάινα, καράβι τα πανιά, μάινα, κατέβασέ τα.
-‘γω δε μαϊνάρω τα πανιά και δεν τα κατεβάζω,
γιατ’ έχω αντένες μπρούτζινες κι ατσάλινα κατάρτια.
Έχω κι ένα μουτσόπουλο, που τους καιρούς γνωρίζει.
Ανέβα, βρε μουτσόπουλο, στο μεσιανό κατάρτι!
Να καρατάρεις τον καιρό, να δεις και τον αγέρα,
τα κύματα της θάλασσας και τ’ ουρανού τ’ αστέρια!
Παιζογελώντ’ ανέβαινε, κλαίγοντα κατεβαίνει.
Τι είδες, βρε μουτσόπουλο, και τα ματάκια σ’ κλαίνε;
Είδα τον ουρανό μαβή και τ’ άστρα βουρκωμένα
και της Αττάλειας τα ιβουνά θολά, μελανιασμένα.

003 «Ο βαρύς όρκος» Νάσος Τσιάλας

Βαρύν όρκον ορκίστηκα, ποτές μην τραγουδήσω,
μα τώρα για τους φίλους μου θα ξανατραγουδήσω.
Θα πω τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα,
θα κάνω τα ιβουνά να κλαιν, τους κάμπους να δακρύζουν.
Θα κάνω την αγάπη μου να χύνει μαύρα δάκρια,
στον κόρφο της να στάζουνε κι απάνω στο λαιμό της.

004 «Η Κασσαντρινή μάνα» Καλούδα Τσιάλα

-Μαρή ψηλή Κασσαντρινή, γιατί ‘σαι λυπημένη;
-Μου σκότωσαν τον άντρα μου και όλα τα παιδιά μου.
Μου είπαν πως θα πήγαιναν στον Πίνακα, στη Χώρα,
να παν να πολεμήσουνε όλα τα τούρκικα σκυλιά.
Μα ήρθαν του Χάψα τα παιδιά και σφάξαν όλη την Τουρκιά

005. «Ο Χάψας, το παλικάρ’» Καλούδα Τσιάλα

Ένας λεβέντς, ένα παλικάρ’, όμορφο σαν το ελάφ’,
Χάψας είναι τ’ όνομά του, Χάψας είν’ το παλικάρ’.
Χαλκιδική το ‘χει καμάρ’, γιατί με λύσσα πολεμάει,
γιατί με λύσσα πολεμάει όλα τα τούρκικα σκυλιά.
Έχει στήθια λιονταριού, δύναμη στα χέρια του,
έχει μάτι αετού κι όμορφα σγουρά μαλλιά.
Έχει σπαθιά ατσάλινα, καριοφίλια μπρούτζινα.
Χάψας δοξάζει τη Ρωμιά και τον τρέμει η Τουρκιά.
Κασσαντρινός Χάψας αρχηγός, πολεμάει μοναχός,
πολεμάει μοναχός την αμέτρητη Τουρκιά.

006. «Του Χάψα το τραγούδι» Καλούδα Τσιάλα

Καράβια που ‘στε ν έμορφα και είστε αραγμένα
μέσ’ στης Κασσάνδρας τα χωριά, που είν’ ευλογημένα.
Κάθισαν και τραγούδησαν του Χάψα το τραγούδι,
άντρες, γυναίκες και παιδιά.
Καράβια, όταν πλέξετε και βάλτε τα πανιά σας,
να πάτε χαιρετίσματα του καπετάν του Χάψα
και να του πείτε γλήγορα τη λευτεριά να φέρει,
καράβια που ‘στε στο γιαλό.

007. «Τι έχεις, καημένε κόρακα» Καλούδα Τσιάλα

Τι έχς, καημένε κόρακα και σκούζεις και φωνάζεις;
Μήνε διψάς για αίματα, μήνε διψάς για λάσια;
Πέρασ’ από τον Πίνακα κι απ’ την Απανωχώρα
και σύρε στο Παλιόκαστρο, στην Κύψελα πιο πέρα.
Εκεί ‘ναι τα, τα αίματα, εκεί ‘ναι τα, τα λάσια.
Ο Ράγκος παίρνει το σπαθί κι ο Λάμπρος το ντουφέκι
κι ο Τσατσαρώνης το κανόν’ γιουρντάνε μέσ’ στ’ ασκέρι.
Γιόμωσ’ ο τόπος αίματα, γιόμωσ’ ο τόπος λάσια.

Λάσια= μαλλιαρά στήθια, λέξη ομηρική, σάσιον στήθος.
Καμία σχέση με το λέσι, που είναι μάλλον αλβανική λέξη.

008. «Με μήνυσε η αγάπη μου» Κατίνα Τσιάλα

Άιντε, με μήνυσε, λέει, με μήνυσε η αγάπη μου
να πάω να με φιλέψει την εβδομάδα τρεις φορές.
Άιντε, την εβδομά- λέει- την εβδομάδα τρεις φορές,
το μήνα δέκα πέντε, μα εγώ ήμαν ξένος κι ατζαμής
Άιντε μα ‘γω ήμαν ξε- λέει, μα ‘γω ήμαν ξένος κι ατζαμής
τη στράτα δεν την ξέρω και παίρνω ένα στρατί, στρατί.
Άιντε, και το στρατί, λέει, και το στρατί με έβγαλε
στην πόρτα της αγάπης, στο λουλουδένιο κήπο της.

009. «Η γειτόνισσα» Βασιλική Καραγιάννη

Μπιζέρισα, βαρέθηκα με μια γειτόνισσά μου
Κάθε πρωί στην πόρτα της βγαίνει και με ρωτάει:
-Πού ‘σαν εψές, λεβέντη μου, πού ‘σαν προψές το βράδυ;
-Εψές ήμαν στη μάνα μου, προψές στην αδερφή μου
κι απόψε, μαυρομάτα μου, θα κοιμηθούμε αντάμα
σε μεταξένιο πάπλωμα, σε πουπουλένιο στρώμα
να σε χορτάσω με φιλιά.

010. «Εδίψασα να πιω νερό» Νάσος Τσιάλας και Αννέτα Καραγιαννιού (Άθυτος)

Εδίψασα να πιω νερό, μωρέ, ‘πο κρουσταλλένια βρύση
κι απ’ ασημένιο μαστραπά κι από κοπέλας χέρι.
Φίλοι ν’ οχτροί μου γίνανε, μωρέ, τ’ αδέρφια μου προδότες,
στη φυλακή με ρίξανε να κάνω τριάντα μέρες.
Μα παραπέσαν τα χαρτιά, μωρέ, και κάνω τριάντα χρόνια,
γενήκαν πήχες τα μαλλιά και πιθαμή τα γένια.
Λεφτοκαριά εφύτεψα, μωρέ, στης φυλακής την πόρτα
και λεφτοκάρια έφαγα και λευτεριά δεν είδα.
Μια Κυριακή και μια Λαμπρή, μωρέ, μια ‘πίσημην ημέρα
εβγήκα και τραγούδησα στης φυλακής την πόρτα.
Βασιλοπούλα μ’ άκουσε, μωρέ, ψηλά ‘π’ το παραθύρι.
-Ποιος είν’ αυτός που τραγουδεί, ποιος είν’ αυτός που κλαίει;
Αν είν’ από τους δούλους μου, μωρέ, μπαξίσι να του δώστε
κι αν είν’ από τη φυλακή, να τον ελευθερώστε …..

011. «Μια Παρασκευή» Νάσος Τσιάλας

Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ μάνα μ’ μ’ έδιωχνε
Κι ο πατέρας μου κι αυτός μου λέει, φύγε. Φεύγω κλαίοντας
Παίρνω ένα στρατί, στρατί το μονοπάτι, βρίσκω ένα δεντρί.
Δέξε με, δεντρί, να πάρω τη δροσιά σου. Να η ρίζα μου!
Να, η ρίζα μου και βάλε τα σπαθιά σου, να κι οι κλώνοι μου!
Να, κι οι κλώνοι μου και κρέμα τ’ άρματά σου, να κι ο ίσκιος μου!
Να, κι ο ίσκιος μου και πέσε να πλαγιάσεις κι όταν σηκωθείς
κι όταν σηκωθείς, τη ρίζα μ’ να ποτίσεις. Γεια σου, βρε δεντρί.

012. «Ο Γκανιάς» Όλγα Παπαγγέλου

Να πάρω έναν ανήφορο, ένα ανηφοράκι,
να κάτσω να, γεια σου Γκανιά μ’, να κάτσω να σας διηγηθώ
Να κάτσω να σας διηγηθώ της φυλακής τα πάθη,
η φυλακή, γεια σας παιδιά μ, η φυλακή έχ’ σίδερα.
Η φυλακή έχ’ σίδερα και πόρτες ατσαλένιες,
έχει και του-, γεια σου Γκανιά μ’, έχει και τουρκοφύλακες.
Έχει και τουρκοφύλακες, φυλάν τς φυλακωμένοι,
φυλάν κι εμέ, γεια σας παιδιά μ’, φυλάν κι εμέ το δυστυχή.
Φυλάν κι εμέ το δυστυχή τώρα δώδεκα χρόνια.
Παρακαλώ, γεια σου Γκανιά μ’, παρακαλώ την Παναγιά
παρακαλώ την Παναγιάκαι το Χριστό δοξάζω
να τσακιστούν, γεια σας παιδιά μ’, να τσακιστούν οι φυλακές.
Να τσακιστούν οι φυλακές, να βγουν φυλακωμένοι,
να βγω κι εγώ, γεια σου Γκανιά μ, να βγω κι εγώ ο δυστυχής.
Να πάρω δίπλα τα ιβουνά, δίπλα τα κορφοβούνια
και να σφυρί-, γεια σου Γκανιά μ’, και να σφυρίξω κλέφτικα.

013. «Του ναύτη η μάνα» Στέλιος Μαργαρίτης

Του ναύτη η μάνα, η δόλια, ζύμωνε, λέει, το γιο της παξιμάδι.
Και με τα δάκρυα, η δόλια, ζύμωνε και με τα μοιριολόγια.
-Φούρνε μ’, καλά να ψήσεις το ψωμί, λέει, καλά να το ροδίσεις,
γιατί ο γιος μου θα ξενιτευτεί, λέει, θα πάει μακριά στα ξένα,
κει που ‘ναι, μάνα μ’, τα ψηλά ιβουνά, τα πέλαγα τα μαύρα.

014. «Το κάστρο της Ωριάς» Όλγα Παπαγγέλου (παραλογή)

Όσα κάστρα κι αν είδα κι αν περπάτησα
σαν της Ωριάς το κάστρο δεν ελόγιασα
Κάστρο θεμελιωμένο, κάστρο ξακουστό
έχ’ ατσαλένιες πόρτες κι αργυρά κλειδιά.
Έχει και μια νέα μέσα στα
και του γιαλού η πόρτα ‘στράφτει μάλαμα
Τούρκος το πολεμάει χρόνια δώδεκα,
δε μπορεί να το πάρει το ερημόκαστρο.
Μα ένα μικρό Τουρκάκι, μιας Ρωμιάς παιδί,
στον αμιρά του πάει και παρακαλεί.
- Αφέντη αμιρά μου και σουλτάνε μου,
αν πάρω ‘γώ το κάστρο, τι είν’ η ρόγα μου.
- Χίλια άσπρα την ημέρα κι ένα άλογο
και δυο σπαθιά ασημένια για τον πόλεμο.
- Δε θέλω ‘γώ τα άσπρα ούδε τα φλουριά,
μόν’ θέλω ‘γω την κόρη που ‘ναι στα γυαλιά.
- Αν πάρεις συ το κάστρο, κάστρο της Ωριάς,
αν πάρεις συ το κάστρο, χάρισμα κι αυτή.
Πράσινα ρούχα βγάζει, ράσο φόρεσε,
τον πύργο, πύργο πάει και παρακαλεί.
-Άνοιξ’ έμορφη κόρη, κόρη της Ωριάς,
κόρη της μαυρομάτας της βασίλισσας!
-Φεύγα από δω, βρε Τούρκε, βρε παλιότουρκε!
-Εγώ δεν είμαι Τούρκος ούδε τύραννος.
Είμαι καλογεράκι απ’ ασκηταριό.
Μια κόρη εγελάστη, πάει τον άνοιξε.
Ώσπου ν’ ανοίξει η πόρτα, χίλιοι μπήκανε
κι ώσπου να καλοκλείσει, η χώρα πάρθηκε.
Όλοι χυθήκαν στ’ άσπρα κι όλοι στα φλουριά
κι εκείνος εις την κόρη που ‘ναι στα γυαλιά.
Ουδέ στο χώμα πέφτει ούδε στο κλαρί,
παρά σε Τούρκου χέρια και ξεψύχησε.
(η ρόγα μου = το ρεγάλο, το δώρο μου
άσπρα = νομίσματα ασημένια)

015. «Ο μπογιατζής» Βασιλική Καραγιάννη

Ντέρτι δεν είχα στην καρδιά κι απόχτησα μαράζι,
του καραβιού η άγκυρα να σύρει, δεν τη βγάζει.
Και σα με πήρε ο λογισμός και της καρδιάς η λάβρα,
πήγα να εύρω μπογιατζή, για να τα βάψω μαύρα.
Κι ο μπογιατζής με ρώτησε, ποια είν’ η αφορμή σου,
τι τα ‘θελες και τα ‘βαζες τα μαύρα στο κορμί σου;
Άκου το σκύλο μπογιατζή, τι κάθεται και λέει!
Αν ήξερε τον πόνο μου, θα κάθονταν να κλαίει.
Όλ’ οι γιατροί να μαζευτούν, να δουν την αρρωστιά μου,
κανένας δε θα τηνε ευρεί, κανείς δε θα τη μάθει.
Μόν’ ‘νας γιατρός, καλός γιατρός, που ξέρει τη γιατρειά μου,
δεν είν’ εδώ, δε βρίσκεται, είναι πολύ μακριά μου.

016. «Ο πραματευτής» Τασούδα Μοσχάρα (παραλογή)

Πραματευτής κατέβαινε ‘που πάν’ απ’ την Αυλώνα,
σέρνει μουλάρια δώδεκα, κριμέζι φορτωμένα.
Σέρνει και μια καλή μούλα, που καβαλκεύ’ αφέντης.
Μ’ αφέντς αποκοιμήθηκε κι η μούλα παραστράτσε.
Όταν ξυπνάει αφέντης μας, τη μούλα καταριέται:
-Μούλα μ’, κάλλιο να έσκανες, παρά το δρόμ’ που πήρες.
Εδώ στης Προύσας τα βουνά, στης Προύσας τα λαγκάδια,
εδώ ήταν κλέφτες μια φορά, όλο καπεταναίοι.
Το λόγο δεν απόσωσε, το λόγο δεν απόειπε,
το καραούλι εφώναξε, το καραούλ’ φωνάζει:
-Για πιάστε τον, τον κιαρατά, και δέστε τον τα χέρια,
άλλοι χτυπάτε κουρματσιές κι άλλοι με τα μαχαίρια.
Κοντά που τον απόσωναν, κοντά ‘π’ τον αποσώνουν,
ξένε μ’, π’ πού είναι η μάνα σου, ‘π’ πού είναι οι γονείς σου;
Η μάνα μ’ απ’ τα Γιάννενα, πατέρας μ’ ‘π’ τα Μπιτόλια,
τρία αδέρφια ήμαστε, τα τρία αγαπημένα.
Εγώ είμαι ο έμπορας, ο άλλος είν’
κι ο τρίτος ο μικρότερος αντάμα με τους κλέφτες.
Βάλτε φωτιά, κάψτε βουνά, κάψτε και τα λαγκάδια,
αδέρφια εδώ σκοτώνονται, κανένας δεν το ξέρει.

017. «Αποχαιρετιστήριο γλεντιού» Κατίνα Τσιάλα

Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε,
μόνο σας αγαπούσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε.
Άστρο της αυγής, γιατ’ άργησες να βγεις
αστρονόμισσα, παλιά γειτόνισσα.
Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.
Πέτρα του γιαλού, μην αγαπάς αλλού
αστρονόμισσα παλιά γειτόνισσα.

018. «Νυφιάτικο» Ευθαλία Αλεξού

Κάτω στις μηλιές, τις πολυανθούσες,
παίζουν όργανα βαρούν νταούλια.
Έχουν και μια νύφ’ αρματωμένη
κι από τ’ άρματα καρδιές μαραίνει.
-Έβγα, μάνα μου, να ιδείς τον ήλιο,
αν εβράδιασε, μάνα μ’, να φύγω,
κι αν είναι νωρίς, να μείνω ακόμα.
-Ξένο μου πουλί, ξένο μ’ αηδόνι,
πού ήσουν ψες και πού θα μείνεις βράδυ;
-Ψες στη μάνα μου, ταχιά στα ξένα,
στα πεθερικά μ’ τα τιμημένα,
στ’ αντραδέρφια μου τ’ αγαπημένα.

άρματα= μεταφορικά, τα στολίδια

019. «Νυφιάτικο» Βασιλική Καραγιάννη

Νυφίτσα μ’, που στολίζεσαι και τι κρυφαρματώνεσαι;
Σήκω απάνω, Μαρουδιά, συμπέθεροι μας ήρθανε.
Συμπέθεροι μας ήρθανε κι αν ήρθαν, καλώς ήρθανε.
Δος τους σκαμνί να κάτσουνε και θρόνο να θρονιάσουνε.
Και θρόνο να θρονιάσουνε, για να καλοπεράσουνε.

020. «Η Καλούδα» Καλούδα Καραγιάννη

Καλούδα μ’, δόμ’ το χέρι σου ν’ από το παραθύρι,
έχω δυο λόγια να σου πω, τρία να σου μιλήσω.
Καλούδα μ’, να μην παντρευτείς, μην πάρεις άλλον άντρα,
ώσπου να πάω στο στρατό και πίσω να γυρίσω.
Βρίσκω τα χιόνια στα ιβουνά, τους κάμπους παχνιασμένους,
βρίσκω και την Καλούδα μου, μ’ άλλον αρβωνιασμένη.
Με κάλεσαν και στη χαρά να πάω να στεφανώσω.
Βάζω στεφάνι από φλουρί, κεριά μαλαματένια
και στα στεφανοδέματα αγνό μαργαριτάρι.
Παπά μ’, αν είσαι χριστιανός, αν είσαι βαφτισμένος,
παράσυρε τα στέφανα και βάλ’ τα στον κουμπάρο,
να γίν’ ο σύντεκνος γαμπρός και η κουμπάρα νύφη.
Να παίξουνε τα όργανα, να νοστιμίνει ο γάμος,
Καλούδα μ’, δόμ’ το χέρι σου.


Wednesday, August 26, 2020
021. «Η κοκκινοφορεμένη» Καλούδα Τσιάλα

Μια, καλέ, μια κοκκινοφορεμένη μ’ έχει την καρδιά καμένη.
Δε, καλέ, δε μπορώ να τη γελάσω, το χεράκι της να πιάσω.
Με, καλέ, με προμήθεψε μια θειά της, μια πρωτεξαδέρφισσά της:
Στον, καλέ, στο χορόν όπου χορεύει, σύρε πιάσ’ την απ’ το χέρι.
Αν, καλέ, αν τη δεις και κοκκινίσει, θα βγει εσένα ν’ αγαπήσει.
Αν, καλέ, αν τη δεις και πάρει πέτρα, άσε το χορό και φεύγα.

022. «Ματζουραναριά» Κατίνα Τσιάλα

Νεράιδα ματζουραναριά, με πότισες με μαργιολιά.
Με πότισες με μαργιολιά μεσ’ στην καρδιά μου μαχαιριά.
Ρεφρέν: Τριαλαραλαραλαραλαρά (δις)
Νεράιδα ματζουραναριά, τα δαχτυλίδια σου χρυσά,
τα δαχτυλίδια σου χρυσά στα κρουσταλλένια δάχτυλα. Ρεφρέν
Το παραθύρι σου κλειστό, γιατί δε βγαίνεις να σε ιδώ,
γιατί δε βγαίνεις να σε ιδώ, κυπαρισσάκι λυγερό; Ρεφρέν
Με Πούλια και μ’ Αυγερινό θα βάλω σκάλα ν’ ανεβώ,
για να φιλήσω το σταυρό, που έχεις, φως μου, στο λαιμό. Ρεφρέν

023. «Να ‘χα ένα μήλο» Τριαντάφυλλος Τσιάλας

Να ‘ χα ένα μη-ρόιδο μου- να ‘χα ένα μήλο να ‘ριχνα,
να ‘χα ένα μήλο να ‘ριχνα στο πέ, μάνα μ’, στο πέρα παραθύρι.
Να τσάκιζα, ρόιδο μου, το μαστραπά, που φέγγει το καντήλι,
που μέσα η κόρη κάθεται, κεντάει χρυσό μαντήλι.
Το μαντηλάκι που κεντάς, το χρυσοκεντημένο,
να μην το πλύνεις με νερό, μηδέ με το σαπούνι,
μόνο με μοσχοσάπουνο, που πλένεις τα δικά σου.
Να μην τ’ απλώσεις σε κλαδί μηδέ σ’ ελιάς κλωνάρι,
μόνο σε πικραμυγδαλιά, π’ απλώνεις τα δικά σου.

024. «Μια παπαδιά στον αργαλειό» Κατίνα Τσιάλα

Μια παπαδιά - κι ωχ αμάν, αμάν - μια παπαδιά στον αργαλειό,
μια παπαδιά στον αργαλειό τα πόδια της κουνούσε.
Και με το νου της έβαζε και με το λογισμό της.
Δεν τονε θέλω τον παπά, τον τράγο με τα γένια.
Θα πάρω τσομπανόπουλο, που ‘ναι χαρές και γέλια
και παίζει και φλογέρα.

025. «Πάν’ στην Αγια Παρασκευή» Νάσος Τσιάλας

Παν’ στην Αγια Παρασκευή, Κατερινούδα μου,
παν’ στην Αγια Παρασκευή σ’ είδα στο παραθύρι,
μωρέ Κασσαντρινούδα μου, σ’ είδα στο πανηγύρι.
Σ’ είδα και σε λυπήθηκα, Κατερινούδα μου,
σ’ είδα και σε λυπήθηκα που πήρες γέρον άντρα,
μωρέ Κασσαντρινούδα μου, που πήρες γέρον άντρα.
Ρίξε φαρμάκι στο γυαλί, Κατερινούδα μου,
ρίξε φαρμάκι στο γυαλί, φαρμάκωσε το γέρο,
μωρέ Κασσαντρινούδα μου, φαρμάκωσε το γέρο.
Και πάρε με το νιο παιδί, Κατερινούδα μου,
και πάρε με το νιο παιδί, το νιο το παλικάρι,
μωρέ Κασσαντρινούδα μου, το νιο το παλικάρι.
Να σε ταΐζω ζάχαρη, Κατερινούδα μου,
να ταΐζω ζάχαρη, να σε ταΐζω μέλι,
μωρέ Κασσαντρινούδα μου, να σε ταΐζω μέλι.

026. «Ο Καλαμπούκας» Ευθαλία Αλεξού

Ένα νέο φανερώθη στης Κασσάντρας τα χωριά,
πιάσανε τον Καλαμπούκα μέσα εις τα Ρωσικά .
Καλογέροι τον προδώσαν, καλογέροι και Γραικοί,
και του βάλανε αφιόνι μέσα στο γλυκό κρασί.
Παραδόσου, Καλαμπούκα, παραδόσου φιλικά
να σε βάλουμε στο κάρο, να σε πάμε στον πασιά.
Όταν γύρισε και είδε τρία όπλα σταυρωτά,
κάνει πέρα να περάσει, μα τον φάγαν τα σκυλιά .
Χαιρετίσματα να πάτε στη μανούλα μ’ τη γλυκιά,
να με βάλουνε στο κάρο να με παν στην εκκλησιά.
Χαιρετίσματα να πάτε στην αγάπη μ’ στα Δουμπιά
κι όσα χρήματα την άφ’σα, να τα δώσει σ’ ορφανά.

(Ρωσικά : το μετόχι του ρωσικού μοναστηριού του Αγίου Όρους, αργότερα Μάλτετε, σήμερα Καλλιθέα).

027. «Μαρμαρένια μου βρυσούλα» Ευθαλία Αλεξού

Μαρμαρένια μου βρυσούλα, πώς βαστάς το κρύο νερό,
Ερεινιώ, Κατερινιώ.
Έτσ’ βαστώ κι εγώ καημένος της αγάπης τον καημό, Ερεινιώ …..
Κίνησα να ‘ρθω το βράδυ, μ’ έπιασε ψιλή βροχή, Ερεινιώ…
Ας ερχόσουνα, βρε ψεύτη, κι ας γινόσουνα παπί, Ερεινιώ…
Είχα ρούχα να σ’ αλλάξω, πάπλωμα να σκεπαστείς, Ερεινιώ…
και κορμάκι ν’ αγκαλιάσεις, μέχρι να το βαρεθείς, Ερεινιώ…

028. Ντούλας» Ευθαλία Αλεξού

Σήμερα, Ντούλα μ’, Πασχαλιά, σήμερα πανηγύρι.
Και συ, Ντούλα μ’, στη φυλακή, στα λαρσινά μπουντρούμια.
Ντούλα μ’, δεν αντρειώνεσαι, τα σίδερα να σπάσεις,
να πάρεις δίπλα τα ιβουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
να κατεβείς μέσ’ στο χωριό, στη μέση στο παζάρι,
να πιάσεις σκλάβο πρόεδρο και τον εισαγγελέα,
που δε δικάζουν ‘ξάμηνο, που δε δικάζουν χρόνο,
μόνε δικάζουν ‘σόβια και στην καραμανιόλα.

029. «Ο Γιανγκούλας» Ευθαλία Αλεξού

Στις είκοσι Σεπτέμβριου, ένα Σαββάτο βράδυ,
Γιανγκούλας ονειρεύτηκε πως βρέθηκε στον Άδη.
Την Κυριακή πρωί - πρωί ‘κκλησιά ελειτουργούσε,
Γιανγκούλας στους συντρόφους του τ’ όνειρο εξηγούσε.
Δε μου αρέσει, βρε παιδιά, το όνειρο που είδα.
Στην κορυφή στον Όλυμπο, εις την κλεφτοβρυσούλα,
είδα ένα απόσπασμα από χωροφυλάκους,
που με τα νύχια σκάβανε και φκιάνανε τρεις λάκκους.
Επέταγε κι ένας αετός, στα χάμπηλα τον είδα,
που εις τα νύχια βάσταγε Μπαμπάνη Λεωνίδα.

030. «Η νεραντζομαγουλάτη» Τασούδα Μοσχάρα

Ν’ εσείς κοπέλες που ‘στε εδώ, για πέστε, ποια μ’ αρέσει.
Καμιά δεν απλοήθηκε από τις μαυρομάτες,
μον’ μια κοντή, μελαχρινή, νεραντζομαγουλάτη.
-Εγώ σε θέλω, σ’ αγαπώ κι ό,τι σε πω να κάνεις.
Να σπείρεις μέσ’ στη θάλασσα σιτάρι και κριθάρι.
Να φκιάσεις και τ’ αλώνι σου στη μέση του πελάγου.
Ούτε αέρας να φυσά ούτε βροχή να πιάνει.
Να φκιάσεις και το σπίτι σου στην άκρη του πελάγου.
Εγώ σε παίρνω, σ’ αγαπώ κι ό,τι σε πω να κάνεις.

031. «Τους Αποστόλους φίλευα» Τασούδα Μοσχάρα

Εψές, προψές στον ύπνο μου είδα στο όνειρό μου,
τους Αποστόλους φίλευα και το Χριστό κερνούσα.
Και την κυρά την Παναγιά θερμά παρακαλούσα
να μου χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του Παραδείσου,
να μπω να σεργιανίσω, να φάγω μήλο κόκκινο.
να πιω νερό δροσάτο.

032. «Η αμαρτωλή μάνα» Τασούδα Μοσχάρα

Μια μάνα είχε ένα γιο, κατσαρό, μελαχρινό,
ένα ωραίο παλικάρι, που έλαμπε σαν το φεγγάρι.
Τον αγαπάει η γειτονιά, γεια σου αγάπη μου παλιά,
ωχ, τον αγαπάει κι η Λούλα, γεια σου αγάπη μου καινούρια.
Τον αγαπάει κι η μάνα του, φουρτούνα και τρομάρα του,
άντρα θέλει να τον πάρει και στεφάνι να τον βάλει.
Σηκώνεται μια Κυριακή, μιαν επίσημη γιορτή,
μιαν επίσημην ημέρα, ντύνεται σαν περιστέρα.
Εγώ, γιε μου, σε αγαπώ, μα ντρέπομαι να σου το πω,
άντρα θέλω να σε πάρω και στεφάνι να σε βάλω.
Φωτιά, μάνα μ’, στο στόμα σου, που να καεί η γλώσσα σου,
ερ και λάβρα στο κορμί σου, γιατ’ εγώ είμαι το παιδί σου.

033. «Μαύρα μου χελιδόνια» Στέλιος Μαργαρίτης

Μαύρα μου χελιδόνια, ν’ άσπρα μου, λέει, πουλιά,
ν’ εσείς ψηλά πετάτε και διαβαίνετε.
Για κοντοκαρτεράτε, χαμηλώσατε.
Να γράψω ένα γράμμα, μια ψιλή γραφή
να στείλω στην αγάπη μ’ να μην καρτερεί.
Θέλει ν’ ας καρτερέσει, θέλει ας παντρευτεί,
θέλει καλόγρια ας γένει να ρασοφορεί.
Εδώ στα ξένα που ‘μαι, εγώ θα παντρευτώ,
θα πάρω ένα κοράσι δεκαοχτώ χρονώ.
Της μάγισσας κοράσι, τς μάγισσας γαμπρός,
μαγεύει τα καράβια και δεν αρμενούν.
Εμάγεψε και μένα και δεν έρχομαι.

034. «Δυο τρεις μελαχρινές» Στέλιος Μαργαρίτης

Στον Άδη θα κατέβω και στον Παράδεισο.
Το Χάρο ν’ ανταμώσω, δυο λόγια να του πω:
Χάρε, για χάρισέ μου σαΐτες κοφτερές
να πάω να σαϊτέψω δυο τρεις μελαχρινές,
πο ΄χουν στο χείλι βάμμα, στο μάγουλο ελιά.

035. «Το κοριτσάκι» Τασούδα Μοσχάρα

Όταν ήμουνα δώδεκα ετών κοριτσάκι,
ήμαν μικρή κι ανήλικη, δεν ήξερα απ’ αγάπη.
Την ενόμιζα πως ήταν παιχνιδάκι,
μ’ αυτή η αφιλότιμη ήταν πικρή φαρμάκι.
Μάνα μ’, ένας νιος περνάει, ξαναπερνάει,
μου μιλάει, δεν του μιλώ, με διπλοχαιρετάει.
Θέλησα, μάνα μ’, να βγω στο παραθύρι
κι ο διαβολονιός, μάνα μ’, με κάν’ με το μαντήλι.
Θέλησα, μάνα μ’, να βγω στο μπαλκονάκι
κι ο διαβολονιός, μάνα μ’, με κάν’ με το μάτι.
Έτσι μου ‘ρχεται, έτσι με τη ζωή μου
σε μοναστήρι να κλειστώ και ράσα να φορέσω
και κομπολόι να κρατώ, ίσως και τον ξεχάσω.

036. «Νανούρισμα» Καλούδα Τσιάλα

Ύπνε, που παίρνεις τα μωρά, έλα πάρε και τούτο.
Μικρό, μικρό σου το ‘δωσα, μεγάλο φέρε μου το.
Ψηλό, ψηλό σαν το βουνό, ίσιο σαν κυπαρίσσι,
ν’ απλώνονται οι κλώνοι του σ’ Ανατολή και Δύση.
Κοιμήσου και παράγγειλα στην Πόλη τα προικιά σου,
στη Βενετιά τα ρούχα σου και τα διαμαντικά σου.
Έλα, ύπνε, και πάρε το και πάν’ το στους μπαξέδες
να ραίνουνε τον ύπνο του γιούλια και μενεξέδες.

037. «Να παντρεύονται οι γριές» Τασούδα Μοσχάρα

Εις το βουνό, άιντε ντε, εις το βουνό της Τσαχπινιάς,
εις το βουνό της Τσαχπινιάς κάθεται ένας πασιάς.
Γράφουν τα φιρμάνια του, να παντρεύονται οι γριές
και να παίρνουν άντρες δυο, ένα γέρο κι ένα νιο.
Αχ, το νιο στην αγκαλιά και το γέρο στη δουλειά.
Τ’ άκουσε και μια γρια, λάχανα μαγείρευε.
Φάτε γάτες λάχανα , πιείτε σκύλοι τα ζουμιά
κι εγώ θα πάω να παντρευτώ και να πάρω άντρες δυο

038.«Η γειτονοπούλα» Πανάγιω Ματαυτσή

Τρελάθηκα, μανούλα μου, με μια γειτονοπούλα!
-Σύρε, μάνα μου πες τηνε, γλυκά κουβέντιασέ τηνε.
-Μετά χαρά σου γιόκα μου, να πάρω και τη ρόκα μου.
Παίρνει τη ρόκα της κρυφά, κρυφά και τη ρωτάει.
Βγαίνει μια κόρη, που κεντά, καλή σου μέρα, λυγερή.
Καλή σου μέρα, λυγερή, καλώς τη θειά μου τη χρυσή.
Κόρη μ’, ο γιος μου σ’ αγαπεί και ντρέπεται να σου το πει.
Αν μ’ αγαπεί και ντρέπεται, το χάφτα τι τον έχετε;
Πες του να έρθει το πρωί, να πιούμε τον καφέ μαζί.

039. «Το παλικάρι» Βασιλική Καραγιάννη και Στέλλα Τσιάλα-Παπανικολάου

Ένα παλικάρι δέκα οχτώ χρονώ,
ζώνεται κι αρματώνεται για τον πόλεμο.
Πόλεμο δε βρίσκει, πίσω γύρισε
και στο γυρισμό του νεροδίψασε.
Κατέβηκε στη βρύση, για να πιει νερό,
τρεις μαχαιριές του δώσανε στο δεξί πλευρό.
Είχε κι ένα δούλο, που τον έκλαιγε.
-Μη με κλαις, βρε δούλε μου, μη με τυραννάς.
Σύρε να πεις τη μάνα μου, τη χήρα παπαδιά
και την αδερφούλα μου, την καλογριά.
Τα ρουχαλάκια μου, καλέ, να τα χαρίσουνε
και το μικρό σπιτάκι μου να το γκρεμίσουνε.

040. «Αποκριάτικο» Τ. Μοσχάρα

Μπάτε, κορίτσια, στο χορό τώρα που έχετε καιρό,
γιατ’ αύριο παντρεύεστε, σπιτονοικοκυρεύεστε.
Δε θα σ’ αφήν’ οι άντρες σας να πάτε στις μανάδες σας.
Δε θα σ’ αφήν’ ο πεθερός να πάτε, όπου είν’ χορός.
Δε θα σ’ αφήν’ η πεθερά να πάτε, όπου είν’ η χαρά.
Τους άντρες τους μεθίζουμε και τους αποκοιμίζουμε.
Και τον κακό τον πεθερό, τον κάνω, όπως θέλω εγώ.
Τον στρώνω εδώ, τον στρώνω εκεί, τον στρώνω κάτω στην αυλή.
Και την κακιά την πεθερά τη βάζω να ‘χει τα παιδιά.

Wednesday, August 26, 2020
Από την Αγία Παρασκευή
( Όλα τα τραγούδια μου τα είπε η θεια η Φώτω Κουτσιμανή)

041. «Μας μάρανες κι έναν παπά»

Άιντες, δε στο ‘πα μια και δυο και τρεις, δε στο ‘πα τρεις και πέντε,
πώς περπατείς, κόρη μ’, αργαληνά και τρέμουν τα βυζιά σου;
Μαραίνεις νιες, μαραίνεις νιους, μαραίνεις παλικάρια.
Μας μάρανες κι έναν παπά, δεν πάει να λειτουργήσει.
Πετάει σταυρούς στους ουρανούς, βαγγέλια στα ουράνια.
-Κι εγώ θα πάω στο μπαρμπεργιό να κόψω τα μαλλιά μου,
να ρίξω τη γενειάδα μου, να βγω στη λεβεντιά μου,
που σκλάβωσα τα νιάτα μου, παπάς εγώ να γίνω!
Σένα τα λέγω τούτα κι, αν θέλεις, άκου τα.
Πάρε χαρτί και πέννα και κάτσε γράψε τα.

042. «Το πράσινο δεντρί»

Ποιος είδε πράσινο δεντρί, μαυροματούσα και ξανθή,
ποιος την κάνει αυτή την κρίση, κρουσταλλένιο κυπαρίσσι;
Εγώ έσκυψα να πιω νερό, μου ‘πεσε το μαντήλι μου,
ερ, το χρυσοκεντημένο, μια χαρά ήταν το καημένο,
κει που μου το κεντούσανε και μου το τραγουδούσανε
τρία πράσινα κοράσια σαν το Μάη με τα κεράσια.
Η μια κεντάει τον αετό, πες το, πουλί μ’ , όπως το λέω κι εγώ.
Ερ κι άλλη τον πετρίτση, μια χαρά ήταν κορίτσι.
Η τρίτη, η μικρότερη, ήταν η ομορφότερη,
κείνη ήταν το καμάρι, ποιον να στείλω να την πάρει;
Στέλνω το μήλο, λιάζεται, κυδώνι μαραγκιάζεται.
Ερ, και πάω μοναχός μου, έλα μάτια μ’, έλα φως μου.

043. «Η λαφίνα»

Μια ελαφίνα ειδική, μια ελαφίνα ξένη
όλο τ’ απόσκια περπατεί, στ’ απόζερβα πλαγιάζει.
Γιατί, λαφίνα μ’ ειδική, γιατί λαφίνα μ’ ξένη,
όλο τ’ απόσκια περπατείς, στ’ απόζερβα πλαγιάζεις;
Με σκότωσαν τον αδερφό.

044. «Η μηλίτσα»

Μηλι-, καλέ μηλίτσα μ’, που ‘σαι στο γκρεμνό, αμάν,
ωχ, ωχ, αμάν, αμάν, τα μήλα φορτωμένη.
Τα μη-, καλέ, τα μήλα σου λιμπίστηκα, αμάν,
ωχ, ωχ, αμάν, αμάν, και το γκρεμνό φοβούμαι.
Μήνε, καλέ, μήνε φοβάσαι το γκρεμνό, αμάν,
ωχ, ωχ, αμάν, αμάν, έλα το μονοπάτι.
Το μο-, καλέ, το μονοπάτι μ’ έβγαλε, αμάν,
ωχ, ωχ, αμάν, αμάν, εις της μηλιάς τη ρίζα.
Άπλω- καλέ, άπλωσα την ποδίτσα μου, αμάν,
ωχ, ωχ, αμάν, αμάν, και έμασα τα μήλα.
Στον ή-, καλέ, στον ήσκιο από κάτ’, αμάν, αμάν,
εμείνανε, αμάν, εμείνανε τα φύλλα.

045. «Όλα τα πουλάκια ζυγά-ζυγά»

Όλα τα πουλάκια ζυγά-ζυγά, κόρη μου, τ’ αηδόνι το μοναχό,
κόρη μου, τ’ αηδόνι το μοναχό περπατεί στους κάμπους με τον αετό.
Περπατεί και λέει και κελαηδεί:Άντρα μου Πολίτη, ξενιτευτή,
άντρα μου Πολίτη ξενιτευτή, πού τηνε πετύχες αυτή τη νια,
πού τηνε πετύχες αυτή τη νια, τη μαυροματούσα και την ξανθιά!
Απ’ την Πόλη πήγα κι απ’ τα νησιά κι απ’ το μαχαλά της επέρασα.
Κι απ’ το μαχαλά της επέρασα, τα βασιλικά της επότισα.
Τα βασιλικά της επότισα και τη μαντζουράνα της δρόσισα.
Κι έκοψα κλωνάρι και τ’ λέρωσα, μ’ είπε κι ένα λόγο και τν άρεσα!

046. «Ο Αρχοντογιός»

Αρχοντογιός, μάνα μ’, παντρεύεται κι αρχοντοθυχατέρα.
Εκάλεσαν, μάνα μ’, εννιά χωριά και δεκατρία κάστρα.
Εκάλεσαν, μάνα μ΄, το βασιλιά να πάει να στεφανώσει.
Κι ο βασιλιάς, μάνα μ’, σαν τ’ άκουσε, ετοιμασίες κάνει.
Φκιάνει στεφάνι από φλουρί, λαμπάδες απ’ ασήμι
και τα στεφανοδέματα όλο μαργαριτάρι.
Ας είναι η ώρα η καλή κι η ώρα ευλογημένη,
που την ευλόγησε ο Θεός με το δεξί το χέρι.

047. «Όλες οι έμορφες»

Όλες οι έμορφες το ‘χουν καμάρι,
μα μια κοντή, μελαχρινή, έχει περίσσια χάρη.
Τούρκος την αγάπησε, γυναίκα να την πάρει.
-Πνίγομαι, φονεύομαι, Τούρκισα δε γίνομαι.
-Πέρδικα θα γινώ εγώ στης Λάρισας τον κάμπο.
-Κυνηγός θα γίνω εγώ, πάλι θε να σε πάρω.
-Αρνάκ’ θα γινώ εγώ, να βόσκω στο λιβάδι.
-Χασαπάκ’ θα γινώ εγώ, πάλι θε να σε πάρω.
-Βαρκούλα θα γινώ εγώ, στη θάλασσα να πλέω.
-Βαρκαδόρος θα γινώ, πάλι θε να σε πάρω εγώ.
-Πάπια θα γινώ εγώ, στη λίμνη για να πλέω.
-Παπολόγος θα γινώ, πάλι θε να σε πάρω εγώ.

048. «Η Αγραφιώτισσα» (παραλογή)

Μάνα μ’, με κακοπάντρεψες και μ’ έδωσες στους κάμπους.
Εγώ στη ζέστη δε βαστώ, ζεστό νερό δεν πίνω,
εδώ τρυγόνα δε λαλεί και κούκος δεν το λέει.
Το λέει μιαν Αγραφιώτισσα, το λέει σα μοιρολόι,
πο ‘χ’ άντρα εις την ξενιτιά και γιο με τα καράβια.
-Πες την να μην τους καρτερεί, να μην τους περιμένει.
Χίλια καράβια βούλιαξαν στης Πόλης τα μπουγάζια.
Γεμίζ’ η θάλασσα πανιά κι η άμμος παλικάρια.
Όσες μανούλες τ’ άκουσαν κλαιν και παρηγοριούνται.
Μια μάνα, μια πικρόμανα παρηγοριά δεν έχει.
Μαζεύει πέτρες στην ποδιά, λιθάρια στο ζωνάρι,
πετροβολάει τη θάλασσα, το κύμα καταριέται:
-Θάλασσα, πικροθάλασσα και πικροκυματούσα,
τα ψάρια σου κάνεις γλυκά κι εσύ ‘σαι φαρμακούσα,
που μ’ έπνιξες το γιόκα μου κι άλλο παιδί δεν έχω.

049. «Νυφιάτικα»

Άσπρη μου τριανταφυλλιά, χαμαϊδή μου λεμονιά!
Τ’ άνθι σου, τα’ απάνθι σου και το λουλουδάκι σου!
Θα το βάλω σήμερα, σήμερα Παρασκευή και μεθαύριο Κυριακή.

050.

Γλυκοχαράζουν τα βουνά, ξυπνούν οι μαυρομάτες,
βάζουν το μπρίκι στη φωτιά κι αρπάζουν τις κομμάτες.
Ένα, δύο, τρία και τ’ άλλο τέσσερα
Θεός να σας φυλάξει όλα τα λεύτερα.
Έβγα, π’ ανάθεμά σε, που δε σ’ αντάμωσα
και πώς να την περάσω τη Μαύρη Θάλασσα;
Έβγα στο παραθύρι να ιδείς τι γίνεται,
το αίμα της καρδιάς μου για σένα χύνεται!
Άστρο της αυγής, πώς άργησες να βγεις!

051.

Φεύγεις και φεύγ’ η γνώμη μου, πού πας, παρηγοριά μου,
πού πας κλειδί του ρολογιού, αμάν, π’ ανοίγεις την καρδιά μου.
Ένα, δύο, τρία και τ’ άλλο τέσσερα,
Θεός να σας παντρέψει και σας τα λεύτερα.

● Από την Άθυτο


052. «Ο ξένος» Μαρία Σαρίκα

Ξένος ήμαν κι ήρθα τώρα από μέρος μακρινό
και κανέναν δε γνωρίζω και γυρίζω μοναχός.
μα δε θέλουν οι δικοί της, ξένο για να παντρευτεί.
Άγιε και πνευματικέ μου, ήρθα να ξομολογηθώ,
να σου πω τα κρίματά μου για τη νέα π’ αγαπώ.
Το φιλί δεν είναι κρίμα, είναι φόβος και ντροπή
μα εγώ θα τη φιλήσω κι ας με κλείσουν φυλακή.

053. «Ο σταυρός» Καλούδα Παυλή

Τεσσερακάγκελος σταυρός κρέμεται στο λαιμό σου,
αχ, κόρη μ’ , τι μου ‘κανες, πάλι ντέρτι μου ‘βαλες.
Όλοι φιλούσαν το σταυρό κι εγώ το μάγουλό σου,
αχ κόρη μ’, τι μου ‘κανες, πάλι ντέρτι μου ‘βαλες.
Ανάμεσα στη θάλασσα θα στήσω πηγαδάκι,
αχ κόρη μ’, τι μου ‘κανες, πάλι ντέρτι μου ‘βαλες.
Για να περνάει η αγάπη μου, να πίν’ κρύο νεράκι,
Αχ, κόρη μ’, τι μου ‘κανες, πάλι ντέρτι μου ‘βαλες.

054. «Εψές, προψές επέρασα» Μαρία Σαρίκα

-Εψές, προψές επέρασα από τη γειτονιά σου
κι άκουσα που σε μάλωναν άντρας και πεθερά σου.
Αν σε μαλώνουν για τ’ εμέ, πες μου να μη διαβαίνω.
-Διάβαινε, ξένε μ’, διάβαινε ‘πως είν’ το μάθημά σου.
Πιάσε τον άντρα μ’ φίλο σου, την πεθερά μ’ κουμπάρα
και να ‘ρχεσαι στο σπίτι μου, να λέω τον καημό μου.
Όπου με κακοπάντρεψαν οι άσπλαχνοι γειτόνοι,
κουτόν άντρα με δώσανε, κουτόνε και ζηλιάρη.
Να τραγουδήσω, δέρνομαι, γελάσω, με μαλώνουν
κι αν θα μιλήσω κάνα νιο, στη μάνα μου με στέλνουν.
Διάβαινε, ξένε μ’, διάβαινε.

055. «Μαύρα μου μάτια» Ρήγας Αποξούδης

Ν’ απάνω στη, μαύρα μου μάτια, ν’ απάνω στην τριανταφυλλιά,
ν’ απάνω στην τριανταφυλλιά, πέρδικα χτίζει τη φωλιά.
Και μπαίνουν, βγαι - μαύρα μου μάτια- και μπαίνουν,
βγαίνουν τα πουλιά και μπαίνουν, βγαίνουν τα πουλιά και σειέται η τριανταφυλλιά.
Και σειέται η, μαύρα μου μάτια, και σειέται η τριανταφυλλιά
Και πέφτουν τα τριαντάφυλλα κι εγώ, ο νιος, τα μάζευα.
Κι εγώ ο νιος τα μάζευα και στην αγάπη μ’ τα ‘στελνα.
με γειες και χαιρετίσματα, με του βοριά τα κύματα.

056. «Του ψαρά ο γιος» Βασίλης Καραγιώργης

Εγώ είμαι το ψαρά ο γιος, ο καπετάνιος ο καλός,
ερ που ξέρω και ψαρεύω, μαύρα μάτια να διαλέγω.
Και με την πρώτη καμακιά, έλα Χριστέ και Παναγιά,
ερ και βγάζω τρεις σαρδέλες, τρεις μελαχρινές κοπέλες.
Τη μια τη λένε Μαριγώ, που ‘χει τον άσπρο το λαιμό
και την άλλη Κατερίνη, μια χαρά ήταν κι εκείνη.
Η τρίτη η μικρότερη ήταν η εμορφότερη.
Ερ ήταν από την Πόλη, που την αγαπούσαν όλοι.

057. «Δώδεκα χρόνια φυλακή» Ειρήνη Καραγιώργη

Δώδεκα χρόνια φυλακή και πέντε μέσ’ στη Μπράγκα,
βάστα, καρδιά μ’, νταγιάντα.
Κανείς δεν ήρθε να με δει από τους αδερφούς μου,
συγγενείς και ξάδερφούς μου.
Μόν’ η καημένη η αγάπη μου ψιλή γραφή με στέλνει,
μυστικά με παραγγέλνει.
Πες μου, σανίμι μ’, πώς περνάς, πώς στρώνεις και κοιμάσαι
και για μένα, τι θυμάσαι;
Στρώνω την κουβερτούλα μου, τη στρώνω και κοιμούμαι
και εσένανε θυμούμαι.
Στείλε το μαντηλάκι σου, αν το ‘χεις λερωμένο,
με τα δάκρυα ποτισμένο.

058. «Η Φταλία φαρμακώθκι» Μαρία Σαρίκα

Καρυδιά με τα καρύδια, λεμονιά με τον ανθό,
ποιος αρνιέται την αγάπη, να την αρνηθώ κι εγώ.
Ένας γέρος δεν τν αρνιέται, που ‘ναι εκατό χρονώ,
όχι ‘γώ που ‘μια παιδάκι, που ‘μαι δέκα οχτώ χρονώ.
Έμαθάτε κι ένα νέο στον απάνω μαχαλά,
η Φταλία φαρμακώθκι και δεν έχει γατριά.
Γύρω-γύρω στο κρεβάτι κάθονταν όλοι οι γιατροί
κι ένας με τον άλλον λέει, αχ αυτή δεν έχει ζωή.

059. «Μια πέρδικα θαλασσινή» Μαρία Σαρίκα

-Αχ, πέρδικα θαλασσινή και χαμαϊδή τρυγόνα,
σ’ όλον τον κόσμο ήμερη, αμάν, σ’ εμένα στέκεις άγρια.
Ρίξε την αγριοσύνη σου κι έλα κοντά μου κάτσε.
-Δεν έρχομαι, λεβέντη μου, αμάν, κοντά σου για να κάτσω,
γιατί θα βγεις να παινευτείς με τ’ άλλα παλικάρια
πως φίλησες μιαν έμορφη, αμάν, μια χαμαϊδή τρυγόνα,
κόκκινα χείλη φίλησες.

060. «Νυφιάτικο» Μαρία Σαρίκα
(δανεικό από την Νέα Ποτίδαια)

-Φλουρί θα ρίξω στο τσαρσί να πέσει να βροντήσει,
για ν’ ακουστεί η νύφη μας σ’ Ανατολή και Δύση.
Τριαντάφυλλα μαδήσατε, νύφ’ και γαμπρό στολίσατε.
-Τη νύφη μας την είχαμε στη γλάστρα λουλουδάκι
και τώρα τη χαρίσαμε σ’ ένα παλικαράκι.
Όσο ψηλά είν’ ο ουρανός, να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός.
-Το γιόκα μας τον είχαμε στον κήπο κυπαρίσσι
και τώρα τονε δώσαμε σ’ ένα καλό κορίτσι.
Να ζήσετε, να ζήσετε και τέκνα ν’ αποκτήσετε.
-Γαμπρέ, γαμπρέ, τη νύφη μας να μην τηνε μαλώνεις,
σαν το σγουρό βασιλικό να τηνε καμαρώνεις.
Νυφούλα μου, νυφούλα μου, σε χαίρεται η καρδούλα μου.


Wednesday, August 26, 2020
Από την Καλάνδρα

061. «Με γέλασαν μια χαραυγή» Μαρία Ευταξά (Μοιρολόι)

Με γέλασαν μια χαραυγή, ωχ, της άνοιξης τ’ αηδόνια,
με γέλασαν και μου ‘πανε, ωχ, ο Χάρος δε με παίρνει.
Βάζω, φτιάχνω το σπίτι μου, ωχ, ψηλότερο ‘που τ’ άλλα,
και, μόλις το τελείωσα, ωχ, μωρέ, βγαίνω στο παραθύρι.
Βλέπω το Χάρο να ‘ρχεται, ωχ, καβάλα στ’ άλογό του,
μαύρος είναι, μαύρα φορεί, ωχ, μαύρο και τ’ άλογό του,
μαύρο και το σπαθάκι του, ωχ, που παίρνει τις ψυχούλες.
Μη με παίρνεις, χάρε, μη με παίρνεις, γιατί δε με ξαναφέρνεις.

062. «Η αλφαβήτα» Μαρία Ζαχαρία

Άλφα, θέλω ν’ αρχινίσω, μαύρα μάτια να φιλήσω.
Βήτα, βέβαια σου λέγω κι όταν σε θυμούμαι, κλαίω.
Γάμα, γράψε μου ένα γράμμα, για να κοιμηθούμε αντάμα.
Δέλτα, δε σου φανερώνω της καρδούλας μου τον πόνο.
Έψιλόν μου κυπαρίσσι, ποιος θα σε γλυκοφιλήσει.
Ζήτα, ζώνομαν στα φίδια για τα δυο σου μαύρα φρύδια.
Ήτα, ήμουνα στα ξένα και τρελαίνομαν για σένα.
Θήτα, θέλω να σε πάρω με παπά και με κουμπάρο.
Γιώτα, ο γιος μου σε γυρεύει, για σε παίρνει, για πεθαίνει.
Κάπα, κάλλη μου γραμμένα και στον κόσμο ξακουσμένα.

063. «Η Πατρινιά» Μαρία Ζαχαρία

Θεέ μου, μια κόρη Πατρινιά, ωχ μια κόρη από την Πάτρα,
μια ξανθιά γαλανομάτα.
Έχ’ ασημένιον αργαλειό, αχ, μαλαματένιο χτένι,
σαν τη κόρη που το υφαίνει.
Θεέ μου, να της κοπεί τ’ αντί, ωχ, να της σπάσει και το χτένι,
κόρη αρραβωνιασμένη.

064.«Μάνα και γιος εμάλωναν» Μαρία Ζαχαρία (παραλογή)

Μάνα και γιος εμάλωναν για μιας Βουργάρας κόρη.
-Μάνα μου, ας την πάρουμε τη Βουργαρούδα νύφη.
-Εσύ ‘σαι, γιε μ’, γραμματικός, Βουργάρα δε σου πρέπει,
Βουργάρα δεν πρέπ’ για παπαδιά, Βουργάρα για σαράγια.
Μα κείνος δε λογάριασε της μάνα του τα λόγια
και πήγε και την έφερε σα μια κυρά μεγάλη.
Σαν ήλιος λάμπ’ πάν’ στ’ άλογο, σαν ήλιος πάν’ στη σέλα.
Μα σαν την είδε η πεθερά κι η κακιά αντραδέρφη,
η πεθερά μαγείρεψε το όφιο το ψάρι
κι η αντραδέρφη ζύμωσε ψωμί με το φαρμάκι.
Κι ακόμα δεν ξεπέζεψε, για να τις χαιρετήσει,
από το χέρι τν άρπαξαν, στο μαγειριό την πάνε.
-Για γέψου, νύφη μ’, το ψωμί, για γέψου κι απ’ το ψάρι!
Χορτάτ’ είμαι, μανούλα μου, από τα πατρικά μου.
Εσείς παλιοβουργάρισσες έτσ’ είστε μαθημένες
να τρώτε και να πίνετε κι ύστερα να ‘παινιέστε.
Παίρνει και γεύεται ψωμί, παίρνει κι από το ψάρι.
Πικρό είναι, μάνα, το ψωμί, φαρμάκ’ είναι το ψάρι.
Αχ, μάνα, καίγομαι, νερό, μάνα, και σβήνω.
Εγώ, νύφη μ’, εγέρασα και τ’ βρύση δεν την ξέρω.
Αχ, πεθερέ, νερό και πνίγομαι, νερό δος μου και σβήνω.
Εδώ νερό δε βρίσκεται ούτε κρασί πουλιέται.
Αχ, Γιάννη μ’, νερό και πνίγομαι, νερό, Γιάννη μ’, και σβήνω.
Αρπάζει ο Γιάννης το σταμνί, το κύπελλο στο χέρι.
Όσο ν’ ανέβ’ τρία βουνά, να κατεβεί τρεις κάμπους,
Βουργάρα εξεψύχησε, Βουργάρα ξεψυχάει.
Κι ο Γιάννης από τον καημό τ’ απάνω της πεθαίνει.

065. «Νυφιάτικο» Μαρία Ζαχαρία

Τρέχουν τα βουνά, τρέχουν οι βρύσες,
τρέχουν κι οι άρχοντες να ιδούν τις νύφες.
τ’ αρχοντόπουλα να τις τραγδήσουν
κι οι αρχόντισσες να τις στολίσουν.
Έβγα, μάνα μου, να ιδείς τον ήλιο,
αν εβράδιασε, μάνα μ’, να φύγω

● Από την Καλλιθέα (Μάλτεπε)

066. «Η Λεμόνα» ποντιακό

Σι τ’ απένα ‘ μάλε, ‘μάλε, είδα ορμάνε και λιβάδε.
Και σι λιβαδίν την άκραν έστεκεν δεντρόν και μέγαν .
Έστεκεν δεντρόν και μέγαν, με νεράντζια φορτωμένον.
Έπλωσα να παίρω ένα και χολαίστεν η Λεμόνα.
Ντο χολέσκεσαι, Λεμόνα, πας κι ετσάκωσα κλαδόπον;
Κι αν ετσάκωσα κλαδόπον, να τσακούτε το σερόπον μ’
κι αν εμάρανα φυλλόπον, να μαραίνεται το ψόπον μ.
Αχ Λεμόνα, βαχ Λεμόνα, ντο θα φτάμε το χειμώνα,
δίχως άναμμα και λάδι, δίχως αγκαλιά το βράδυ

Μάλε = ομαλά, σιγά χολαίστεν = θύμωσε
Ετσάκωσα = έκοψα σερόπον = χέρι
Ψόπον = ψυχή
άναμμα = φωτιά

067. Μικρά τραγούδια (Στα ποντιακά & Στα νεοελληνικά)

Ο πόλεμον εκήρυξεν Ο πόλεμος κηρύχτηκε
πήραν τα ηλικίας, καλέσανε τις κλάσεις,
κορτσόπα μ’, θ’ απομένετε κοριτσάκια μου, θ’ απομείνετε
με τα φωτογραφίας με τις φωτογραφίες

Ανάθεμά τα τα μακρά,Ανάθεμα στα μακρινά,
όθεν κι πάει λαλία! όπου δε φτάνει η φωνή!
Τ’ ομάτε μ’ εσκοτίνεψαν Τα μάτια μου σκοτείνιασαν,
ασ΄ ην αραθυμίαν από τη νοσταλγία.

Σον Αηλίαν αφκακές Κάτω από τον Αηλιά
θερίζ’ τ’ εμόν αρνόπον. θερίζει το δικό μου αρνάκι.
Ντο όμορφα και νόστιμα Τι όμορφα και νόστιμα
κρατεί το καανόπον! κρατεί το δρεπανάκι!

Τυραννίομαι και κλαίω Τυραννιέμαι και κλαίω
και κανάν τι κι λέω.και σε κανέναν τίποτα δε λέω.
Σ’ ένα όμορφον κορτσόπον Σ’ ένα όμορφο κοριτσάκι
τα παράπονα μ’ θα λέω. τα παράπονά μου θα πω.

Η πιπιλομάταινα, Η αστραφτομάτα,
όι ανάθεμάτενα! ωχ, ανάθεμά την!
Εκεί πέραν έστεκεν Εκεί πέρα στεκόταν
την κάλτσαν ατς έπλεκεν. και την κάλτσα της έπλεκε.

Η κοσάρα πίν’ νερόνΗ κότα πίνει νερό
και τηρεί σον ουρανόν. και κοιτάζει στον ουρανό.
Κατεβαίν’ σον γκιουλμπαξέν Κατεβαίνει στο λουλουδότοπο
και χορεύει λαζικόν. και χορεύει λαζικό.

Τέρεν, μάνα, το παπόρ, Κοίτα, μάνα, το βαπόρι,
ντ’ άσκημα κουνίεται! πόσο άσκημα κουνιέται!
Το μωρόπο μ’ εν απές, Το μωράκι μου είναι μέσα,
φοβούμαι φουρκίεται. φοβούμαι, μη πνιγεί.

Το τελευταίο αυτό τραγούδι το είχαν εμπνευσθεί οι Πόντιοι λυράρηδες
βλέποντας στο λιμάνι τα πλοία, που φόρτωναν τους πρόσφυγες,
για να τους μεταφέρουν στην Ελλάδα.

● Από το Κασσανδρινό

068. «Οι λυγερές στη βρύση» Μαρίκα Μπουραντά

Παν τα πουλάκια στη βοσκή κι οι λυγερές στη βρύση,
έλα, πάρε με, σκύλα με φαρμάκωσες.
Παίρνω κι εγώ το μαύρο μου να πάω να τον ποτίσω, έλα…….
Βρίσκω μια κόρη που ‘πλενε στη μαρμαρένια βρύση, έλα……
Κόρη μου, για δώσε μου νερό, την καλή μοίρα να ‘χεις, έλα..
Σαράντα κύκλους έκαμα, στα μάτια δεν την είδα, έλα..
Κι απάνω στους σαράντα δυό τη βλέπω δακρυσμένη, έλα…

069. «Το Σουσανάκι» Μαρίκα Μπουραντά (παραλογή)

Μαϊου δεκατέσσερα, π’ ανθίζει το ζουμπούλι,
Για ‘φουγκραστείτε να σας πω της Σούσας το τραγούδι.
Η Σούσα ήταν έμορφη, της Κρήτης το καμάρι
κι αγάπα το Σαρή-Μπαλή, το πρώτο παλικάρι.
Τον αγαπάει, την αγαπά χρόνια δεκατεσσάρω.
Μια Κυριακή, μια πρωινή, μια ‘πίσημη μια μέρα,
το Σουσανάκι έκλαιγε, το Σουσανάκι κλαίει.
Κι η μάνα της τη ρώτησε κι η μάνα της τη λέει:
Τι έχει το Σουσανάκι μου και κάθεται και κλαίει;
Όνειρο είδα μάνα μου πικρό, φαρμακωμένο,
πως είδα τ’ αδερφάκι μου σπαθί ξεγυμνωμένο.
Σώπα, Σουσάνα μου, μην κλαις, όνειρο θα περάσει
και το μικρό σ’ το αδερφάκ’ στα ξένα θα γεράσει.
Σα βγάζει το ντουφέκι του πο ‘να χρυσό θηκάρι,
στον ουρανό το έριξε, μα στην καρδιά της πάει.

070. «Εμπρός, Αβέρωφ, εμπρός» Μαρίκα Μπουραντά

Βγήκε τούρκικη αρμάδα απ’ της Έλλης τα στενά,
Εμπρός, Αβέρωφ, εμπρός!
Βγείτε, Τούρκοι, μετρηθείτε, πόσοι μείνατε γεροί, εμπρός…
Πάλι ξαναμετρηθείτε και νεκροί και ζωντανοί, εμπρός….

071. «Τρεις μαυρομάτες» Μαρίκα Μπουραντά

Να τες, να τες έρχονται οι τρεις οι μαυρομάτες,
κοντούλες και γεμάτες.
Και το δραγάτη φώναξαν, δώσε μας σταφύλια
και φίλα μας στα χείλια.
Ώσπου να μπει κι ώσπου να βγει, κοιλιά της φουσκωμένη,
ήτανε γκαστρωμένη>
Κι η μάνα της τη φώναζε, μαρή ξεπατωμένη,
η κοιλιά σ’ είν’ φουσκωμένη!
Πολλή φακίτσα έφαγα, πέρα εκεί στη θειά μου
και φούσκωσε η κοιλιά μου.

072. «Μητρούσης καπετάνιος» Μαρίκα Μπουραντά

Μας φόρεσαν τα ρούχα με τα χρυσά κουμπιά,
οι λόχοι μας διατάζουν να βγούμε στα βουνά.
Στρατιώτες ‘μεις θα πάμε με όλη την καρδιά,
θα φάμε κουραμάνα, θα δούμε και ντουνιά.
Τα καημένα τα κορίτσια θα γίνουν καλογριές,
αγάπες πια δε θα ‘χουν μηδέ και παντρειές.
Θα κλαιν για τις αγάπες κι μάνες θ’ αβγηθούν
κι οι δόλιες παντρεμένες τους άντρες καρτερούν.
Μητρούσης καπετάνιος Θεό παρακαλεί
να μπει μέσα στας Σέρας να σύρει το σπαθί.
Μητρούσης καπετάνιος και άλλα δυο παιδιά
καμπαναριό στας Σέρας το βάλανε φωτιά.
Μην αργείτε, Μακεδόνες, ελεύθερα παιδιά,
μον’ πάρετε τα όπλα και βγείτε στα βουνά.
Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.

● Από την Κρυοπηγή
(Όλα τα τραγούδια του χωριού, μού τα τραγούδησαν ο Ιερόθεος Μανώλας και η γυναίκα του η Παναγιώτα)

073. «Η Βαγγελιώ»

Η Βαγγελιώ παράγγειλε τον αγαπητικό της.
-Μήτσο μου, να φυλάγεσαι από τη συντροφιά σου.
-Μήνε φοβάσαι, Βαγγελιώ, μη βάζεις με το νου σου,
εγώ ‘χω γράμμα απ’ τον πασιά και βούλα απ’ το βεζίρη.
Το λόγο δεν απόσωσε, το λόγο δεν απόειπε,
τρεις ντουφεκιές του ρίξανε κι οι τρεις φαρμακωμένες.
Η μια τον βρίσκει στα πλευρά, η άλλη στα πνεμόνια
κι η τρίτη η πιο φαρμακερή ανάμεσα στα στήθια.

074. «Το ναυτάκι» (μοιρολόι)

Ένα ναυτάκ’ αρρώστησε στην πλώρη απ’ το καράβι,
δεν έχει μάνα να τον κλαίει, αδερφή να τον λυπάται.
Μον’ ο καπετάνιος τ’ καραβιού κάθεται και τον κλαίει.
-Ξύπνα, ναυτάκι μ’, κάθισε και μη πολυκοιμάσαι.
-Για πιάστε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω
και δώστε μου τον ταμπουρά να γλυκοτραγουδήσω.
Παιδιά, αν πάτε στο χωριό και στη γλυκιά μανούλα,
να πείτε πως αρρώστησα, μπορεί και ν’ αποθάνω.
Κάνω το κύμα μάνα μου, τη θάλασσ’ αδερφή μου
κι αυτά τα λιανοπέτραδα αδέρφια και ξαδέρφια.

075. «Δώδεκα μήνες στο στρατό»

Δώδεκα μήνες στο στρατό στη Λάρισα, στον πόλεμο,
αχ και στη γραμμή γραμμένος, πώς τα πέρασα ο καημένος.
Κανείς δεν ήρθε να με δει ούτε γονείς ούτ’ αδερφοί,
αχ, κανείς απ’ τους δικούς μου, συγγενείς και ξάδερφούς μου.
Μόν’ είχα μια αγαπητική κι αυτή με στέλνει μια γραφή,
μια ψιλή γραφή γραμμένη και μέσα στη γραμμή σταλμένη.
-Ξένε μ’, στα ξένα πώς περνάς, πώς μαγειρεύεις και δειπνάς;
-Στρώνω την κουβερτούλα μου, πόνο πο ‘χει η καρδούλα μου,
αχ και πέφτω και κοιμούμαι και εσένα συλλογιούμαι.

076. «Της χήρας το φουστάνι»

Για ‘φουγκραστείτε να σας πω, τι έπαθε μια χήρα,
μια χήρα κακομοίρα.
Το φουστανάκι τς έχασε και μου ‘παν πως το βρήκα.
Κι αν ίσως και το βρήκα, ν’ αδικοθανατήσω,
να παν να με κρεμάσουνε στον τύλο απ’ το βαρέλι
και ν’ ακουμπούν τα πόδια μου μέσ’ στο πιθάρ’ στο μέλι,
να με πετροβολήσουνε μ’ αβγά καθαρισμένα,
να σπάσουν και τα δόντια μου με μια χλωρή μυζήθρα,
να δέσουν και τα χέρια μου με δυο αρμάθες σύκα.

077. «Ο καλός ο ζευγαράτος»

Ο καλός ο ζευγαράτος κίνησε να πάει να σπείρει.
Ξέχασε το ένα βόδι, το λουρί με το σκεπάρνι,
τη γαϊδούρα με το σπόρο και γυρνάει να τα πάρει.
Βρίσκει τη γυναίκα τ’ μεθυσμένη, ξερασμένη,
μεθυσμένη, ξερασμένη, στο βαρέλι ακουμπισμένη.
-Σήκω, βρε γυναίκα μου, κι άλλη συμφορά μας ήρθε!
ψόφησε η γαϊδούρα μας! - Φκιάνουμε την πέτσα γούνα,
τα ποδάρια πατιρίτσα ν’ ακουμπούνε τα κορίτσια
και τα δυο αφτιά χουλιάρια, για να τρων τα παλικάρια.

078. «Πέντε, έξι παπαδιές»

Πέντε ε- άιντε ντε- πέντε έξι παπαδιές κι άλλες τόσες καλογριές
τα μπαμπάκια σκάλιζαν και τα ξεβοτάνιζαν.
Άναψαν οι παπαδιές, ίδρωσαν οι καλογριές
μια της άλλης λέγανε, πάμ’ να κολυμπήσουμε.
Βγάζουν τα ρασάκια τους, τα πουκαμισάκια τους.
Έτυχε καλόγερος πίσω απ’ τον πλάτανο,
παίρνει τα ρασάκια τους, τα πουκαμισάκια τους.
Βρε ντελή [τρελέ] καλόγερε, δος μας τα ρασάκια μας,
κι ό,τι θέλεις, κάνε μας

079 «Η ακαμάτρα»

Δε δουλεύω τη Δευτέρα, γιατί κάθομ’ όλη μέρα.
Δε δουλεύω και την Τρίτη, γιατί με πονάει η μύτη.
Δε δουλεύω την Τετάρτη, γιατί μ’ έπιασε μια κάκη.
Δε δουλεύω και την Πέμτη, γιατί με πονάει η μέση.
Την Παρασκευή κοιμούμαι, τις δουλειές δεν τις θυμούμαι.
Το Σαββάτο λογαριάζω, τις δουλειές δεν τις κοιτάζω.
Κυριακή βγαίνω στην πόρτα και ρωτώ, αν έχει ρόκα.
Κι οι κακές οι συννυφάδες με φωνάζουν ακαμάτρα.
Κι εγώ κλώθω, η πλατώνα, καλοκαίρι και χειμώνα.
Κι έκλωσα τρία μασούρια, σαν τα άχυρα απ’ τ’ αχούρια.
Κι έφκιασα βρακί του αντρός μου, να το βάλει ο καλός μου.
Κείνου λείπει η πισέλα και τα δυο καλαμοβράκια.

(πλατώνα = πλαταρού, πισέλα = το πίσω μέρος του βρακιού) .

Wednesday, August 26, 2020
Από τη Νέα Σκιώνη
(Άγνωστη η αφηγήτρια και η μελωδία)

080. «Η αγάπη μου μ’ αρνήθηκε»

Η αγάπη μου μ’ αρνήθηκε, στις μάγισσες πηγαίνω.
-Μάγισσα, ρίξε τα χαρτιά και πες μου την αλήθεια,
αυτόν το νέο π’ αγαπώ, αν μ’ αγαπάει στ’ αλήθεια.
-Κόρη μ’, το νέο π’ αγαπάς , τον αγαπάει μιαν άλλη
και τον κρατεί αιχμάλωτο μέσ’ στη θερμή τς αγκάλη.
-Σ’ ευχαριστώ, βρε μάγισσα, που μου ‘πες την αλήθεια.
Τον εύχομαι να ζει καλά κι εγώ ας τραβώ την πίκρα.
Εγώ στις λάσπες τον πετώ κι αγάπη βρίσκω άλλη.
Θαρρείς πως εκιτρίνισα σα σάπιο πορτοκάλι;
Εγώ είμαι ροδοκόκκινη κι αγάπη κάνω άλλη.

081. «Τα δυο αδέρφια» (παραλογή)

Σήμερα, μάνα μ’, Πασχαλιά, σήμερα πανηγύρι.
Σήμερα, μάνα μου γλυκιά, φεύγω μακριά στα ξένα.
Στο δρόμο που επήγαινα, βρίσκω τον αδερφό μου.
-Έλα, αδερφέ μου, κάθισε τον πόνο μας να πούμε
και να μοιρολογήσουμε της μοίρας το γινάτι,
όπου μας έστειλε μακριά, πολύ μακριά στο ξένα.
Πες μου, αδερφέ, πώς πέρασες, πώς εκαλοπορεύθεις;
Ποιος έστρωνε την κλίνη σου, ποιος σου ‘πλυνε τα ρούχα
και ποιος εκαλοχτένιζε τα μαύρα σου μαλλάκια;
-Κανένας δε με χτένιζε τα μαύρα μου μαλλάκια.
Μονάχος μου κοιμόμουνα, μονάχος μου ξυπνούσα,
τη νύχτα αναστέναζα και το πρωί δακρυούσα,
τι είναι πολύ βαριά, ασήκωτα τα ξένα.
-Έλ’ αδερφέ μου, να σε ιδώ, σφιχτά να σ’ αγκαλιάσω
και πίσω στη μανούλα μας αγκαλιαστά να πάμε.
Και τ’ άλογο χλιμίντρισε και τα σκοινιά μασάει.
Ένας πηδάει στη ράχη του κι ο άλλος στα καπούλια.
Κι όντας ο ήλιος έγερνε, τρία καντάρια κάτω,
εφτάσανε αγκαλιαστά τ’ αδέρφια στο χωριό τους

082.«Ο κυνηγός» (παραλογή)

Κυνηγός που κυνηγούς παν’ σε έρημα βουνά
έτυχε να συναντήσει μία έρημ’ εκκλησιά.
Προχωρεί και μπαίνει μέσα με την όλη του καρδιά.,
βλέπει εκεί να προσκυνάει μια μικρή καλογριά.
-Καλογριά μου, τηνε λέγει, τ’ όνομά σου ‘πιθυμώ,
ας το μάθω κι ας πεθάνω μέσ’ στο ερημακκλήσι αυτό.
Τ’ όνομά μου δε στο λέω, γιατί θα με λυπηθείς,
γιατ’ εσύ ‘σουνα αιτία, καλογριά για να με δεις.
Αν ρωτάς για τ’ όνομά μου, τ’ όνομά μου είν’ αυτό.
Πέντε και σαράντα πέντε και πενήντα και οχτώ.
Όπου δεις δυο κυπαρίσσια και στη μέσ’ ένα σταυρό,
εκεί έχουνε θαμμένο το μικρό μας κυνηγό.
Όπου δεις δυο κυπαρίσσια και στη μέση μια σμυρνιά,
εκεί θα ‘ χουνε θαμμένη τη μικρή καλογριά


083. «Για δες το νιο π’ αρρώστησε» (παραλογή)

Για δες το νιο π’ αρρώστησε, βαριά για να πεθάνει!
Δεν έχει μάνα να τον κλαίει, πατέρα να τον κλάψει.
Τον κλαίει ο καπετάνιος του μ’ όλα τα παλικάρια.
-Για πιάστε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω,
και φέρτε μου τη χάρτα μου και τ’ αργυρό κουμπάσο
να κουμπασάρω τον καιρό να βγούμε σε λιμάνι.
Να μη με θάψετε μακριά. Στου Αη Γιώρ’ την πόρτα.
Γιατ’ είμαι ο δόλιος ορφανός και κακοπερασμένος.
Να με χτυπάει η θάλασσα, το έρημο το κύμα.
Ώρα καλή σας, βρε παιδιά.

● Από τη Νέα Φώκαια

(Για τα 4 πρώτα τραγούδια η ερμηνεύτρια δε μου είπε το όνομά της )

092. «Κυρ Κωστάκη έλα κοντά»

Εμένα μου το είπανε, κυρ Κωστάκ’ έλα κοντά,
άνθρωποι μερακλήδες, τα μελιτζανιά να μην τα βάζεις πια.
Πως την καλύτερη ζωή, κυρ Κωστάκ’ έλα κοντά,
την κάνουν οι μπεκρήδες, πάπια, χήνα μου, να ‘χεις το κρίμα μου.
Έναν καιρό ήμουν άγγελος, κυρ Κωστάκ’ έλα κοντά,
τώρα αγγελίζουν άλλοι, δεν ξαναπερνώ από τούτο το στενό.
Στη βρύση που ‘πινα νερό, κυρ Κωστάκ’ έλα κοντά,
τώρα το πίνουν άλλοι, έλα ταίρι μου και πιάσ’ το χέρι μου

093. «Η καμωματού»

Ντέρτι, σεβντά μου άναψες, καμωματού, και λιώνω.
Και πίνω τα φαρμάκια σου και δεν το φανερώνω.
Και νυχτοξημερώνομαι με ντέρτια στην καρδιά μου
και μια πληγή αγιάτρευτη έχω στα σωθικά μου.
Άμαν γιάλα, κούζουμ γιάλα, καμωματού μου μερακλού, άιντες,
άμαν γιάλα, κούζουμ γιάλα, συ μου σήκωσες το νου.
Αμανές…
Θα σ’ έχω στην αγκάλη μου, κρυφά θα σε λατρεύω,
χαρά, ελπίδα κι έρωτα μόνο θα σου γυρεύω.
Και τα τρελά τα πείσματα, τα σκέρτσα κι ο σεβντάς σου
θα μου χαρίζουν τη ζωή μόν’ τα φιλήματά σου.
Άμαν γιάλα, κούζουμ γιάλα, καμωματού μου μερακλού, άιντες,
άμαν γιάλα, κούζουμ γιάλα, συ μου σήκωσες το νου.
Αμανές

094. «Η Φωκιανή»

Φωκιανή στο μπαλκονάκι με το άσπρο φουστανάκι,
τη μαντζουράνα χάιδευε, καλέ, κι όλο της γλυκομίλαγε.
Δώσ’ μου ένα κλωναράκι, για να φτιάξω γιορντανάκι,
να το ‘ριχνα στα κύματα, καλέ, φιλιά και χαιρετίσματα.
Στις βαρκούλες, στα καϊκια, με τα άσπρα τα πανιά τους,
να γαληνέψει η θάλασσα, καλέ, χαμόγελα και τάματα.
Μέσα είναι ο καλός μου, το ναυτάκι μ’ και το φως μου,
με το καλό να ξαναρθεί, καλέ, μέσ’ στην αγκάλη μου να μπει.

095. «Η Ελενίτσα»

Τα ματάκια σου τα δυο δεν τα βλέπω κι αρρωστώ.
Σαν τα βλέπω με πεθαίνουν και στον Άδη με πηγαίνουν.
Άμαν, άμαν, άμαν, κούκλα μου, κουκλίτσα μου,
συ μ’ έχεις τρελάνει, Ελενίτσα μου!
Με τα φρύδια τα σμιχτά, τα χειλάκια σου ανοιχτά
μου ‘χεις κάψει τη καρδιά μου και πονούν τα σωθικά μου.
Άμαν, άμαν, άμαν, κούκλα μου, κουκλίτσα μου,
συ μ’ έχεις τρελάνει, Ελενίτσα μου!
Θέλω να σε παντρευτώ, Ελενάκι ζηλευτό,
άλλη μια φορά στο λέγω, μ’ έκανες λωλό και κλαίγω.
Άμαν, άμαν, οπ’ λες, κούκλα μου, κουκλίτσα μου,
συ μ’ έχεις τρελάνει, Ελενίτσα μου!

096. «Το προσφυγάκι» Ρούλα Μυλωνά

Εγώ είμαι προσφυγάκι, σας το λέω,
την πατρίδα μου θυμάμαι κι όλο κλαίω.
Πότε φτώχεια, πότε πλούτη, έμαθα και παίζω ούτι
στο Καφέ Αμάν, ωχ, γιαβρούμ, αμάν.

Όταν παίζω ταξιμάκι μερακλώνω,
την πατρίδα μου θυμάμαι κι όλο λιώνω.
Πότε φτώχεια, πότε πλούτη, έμαθα και παίζω ούτι
στο Καφέ Αμάν, ωχ, γιαβρούμ, αμάν.

097. «Οι κούπες» Ρούλα Μυλωνά

Θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ‘πες
και ποτηράκια για τα γλυκά λογάκια.
Α, α α, αμάν, αμάν σεβίορουμ μπεν,
Α, α, α, αμάν, αμάν σεβίορουμ σεν ,
Α, α ,α, α, τσιφτετέλι, αμάν, αμάν γιαλέλι.

Εψές το βράδυ, είδα στ’ όνειρό μου
πως είχες τα μαλλάκια σου ριγμένα στο λαιμό μου!
Α, α, α …………………………..

098.«‘Αιντε όπλες» Ρούλα Μυλωνά

Όποιος δεν είναι μερακλής, κέρνα μας, κέρνα μας,
του πρέπει να πεθάνει, άιντε να κερνάς, να καλοπερνάς.
Άιντε όπλες, άιντε όπλες, άιντε όπλες, άιντε όπλες,
θα σου πάρω πασουμάκια και παντόφλες.

Βάσανα, πίκρες και καημοί, κέρνα μας, κέρνα μας,
Αφήστε με να ζήσω, άιντε να κερνάς, να καλοπερνάς.
Άιντε όπλες……………………..

Αφήστε με να καίγομαι, κέρνα μας, κέρνα μας,
ώσπου να γίνω στάχτη, άιντε να κερνάς, να καλοπερνάς.
Άντε όπλες ……………………

● Από το Παλιούρι

084. «Η Κανελλόριζα» Νίκος Ματάμης

Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι
κόρην αγαπώ, ξανθή και μαυρομάτα.
Δώδεκα χρονών κι ο ήλιος δεν την είδε.
Και η μάνα της Κανέλλα τη φωνάζει,
Κανελλόριζα και άνθος της κανέλλας.
Που ‘ναι η μηλιά, τα μήλα φορτωμένη;
Τ’ άκουσα κι εγώ, πήγα να κόψω μήλα.
Μήλα δεν ηύρα και τον καημό που πήρα.
Πέφτω σ’ αρρωστιά, σε κίνδυνο μεγάλο.
Φέρτε το γιατρό να δει την αρρωστιά μου.
Να κι ο κυρ γιατρός, τη σκάλα π’ ανεβαίνει.
Έλα, κυρ γιατρέ, τον πόνο μου να γειάνεις.

085. «Κυπαρισσάκι μου ψηλό» Νίκος Ματάμης

Κυπαρισσάκι μου ψηλό, με τη δροσιά ψηλώνεις,
με το αέρα τον πολύ σκύβεις και καμαρώνεις.
Σύρε να πεις τη μάνα σου να κάνει κι άλλη γέννα
κι άλλου να κάψει την καρδιά, πώς έκαψε κι εμένα.

086. «Καράβι, καραβάκι» Νίκος Ματάμης

-Καράβι, καραβάκι, που πας γιαλό-γιαλό,
αν πας και για την Πόλη, στάσου να ‘ρθω κι εγώ.
-Δεν πάω για την Πόλη, μόνο για τα νησιά,
πόχ’ όμορφες κοπέλες και τα γλυκά κρασιά.

087. «Αποχαιρετιστήριο γλεντιού» Ν. Ματάμης

Αντέστε να πηγαίνουμε, προτού μας βαρεθούνε,
της γειτονιάς οι όμορφες θέλουν να κοιμηθούνε,
μη πάρουν τα φουρνόξυλα και θα μας κυνηγούνε.

088.«Γαμπρέ μου τη νυφούλα μας» Καίτη Χριστέλλη

Γαμπρέ μου τη νυφούλα μας να μην τηνε μαλώνεις.
Σαν τα λουλούδια του μπαξέ να τηνε καμαρώνεις.
Τη νύφη μας την είχαμε στη χώλια τυλιγμένη
και σου την παραδίνουμε άξια, τιμημένη.
Γαμπρός είναι γαρίφαλο κι η νύφη μαντζουράνα
κι ο σύντεκνος βασιλικός, που ‘χει τη νοστιμάδα.

089. «Της νύφης το φουστάνι» Καίτη Χριστέλλη

Της λυγερής το φόρεμα, της νύφης το φουστάνι
δέκα κορίτσια το ‘ραβαν και δεκαοχτώ ραφτάδες.
-Να ζήσετε, να ζήσετε και να πολυχρονίσετε.
Ένα κορίτσι δροσερό ράβει και τραγουδάει:
-Όσες κλωστές και βελονιές έχει το φόρεμά σου,
τόσα να είν’ τα πλούτη σου και τόσα τα καλά σου.
Νυφούλα μ’ το φουστάνι σου άγγελοι σου το ράψαν
και στη δεξιά σου τη μεριά το σύζυγό σου γράψαν.
Να ζήστε, να ζήσετε και τέκνα ν’ αποκτήσετε.

090. «Η κυρά Βουργάρα» Γεώργιος Βοριάς

Μ’ αυτή την ασημόκουπα, κέρνα μας ως να φέξει,
ώσπου να βγει ο Αυγερινός, ώσπου να βγει η Πούλια.
Να κάτσω να σας διηγηθώ, τι πίκρα έχ’ η ορφάνια
και πήγα και ρογιάστηκα σε μια κυρα Βουργάρα.
Δώδεκα χρόνια έκανα, στα μάτια δεν την είδα.
Τ’ αδέρφια γράμμα μ’ έστειλαν να πάω να με παντρέψουν.
Βουργάρα σαν το άκουσε, με πιάνει και μου λέει:
Παιδί μ’ κι αν θέλεις παντρειά, εγώ θα σε παντρέψω.
-Δώδεκα δούλες έχω ‘γώ, όποια σ’ αρέσει, πάρε.
Θέλεις τη Ρούσα, την ξανθιά, θέλεις τη μαυρομάτα,
θέλεις τη ροδοκόκκινη, που είναι σαν εμένα.

Ρογιάστηκα = έγινα υπηρέτης

091. «Του κυρ βοριά» Γεώργιος Βοριάς  (παραλογή)

Ο κυρ βοριάς παράγγειλε όλων των καραβιώνε.
-Καράβια π’ αρμενίζετε , κάτεργα που κινάτε,
δεν πάτε στα λιμάνια σας; Θέλω, για να φυσήξω,
ν’ ασπρίσω κάμπους και βουνά, να κρυώσω τις βρυσούλες.
Όλα τα καράβια τ’ άκουσαν και στα λιμάνια πάνε,
του κυρ Αντριά το κάτεργο μέσα βαθιά αρμενίζει.
-Δε σε φοβάμαι, βρε βοριά, φυσήξεις, δε φυσήξεις.
Έχω κατάρτια μπρούτζινα, αντένες σιδερένιες,
έχω πανιά μεταξωτά, της Προύσας το μετάξι,
έχω και ναύτες διαλεχτούς, όλ’ είναι παλικάρια.
-Ανέβα, βρε ναυτόιπουλο, στο μεσιανό κατάρτι,
για να διαλέξεις τον καιρό, να πεις για τον αγέρα!
Παιζογελώντ’ ανέβαινε, κλαίγοντα κατεβαίνει.
-Τι είδες, βρε ναυτόιπουλο, και είσαι δακρυσμένο;
-Είδα τον ουρανό θολό και τ’ άστρα ματωμένα,
είδα τη μπόρα π’ άστραψε και το φεγγάρι εχάθη.
Όσο να πει, να καλοπεί, να καλοκουβεντιάσει,
βαριά φουρτούνα πλάκωσε και το καράβι τρίζει.
Γιόμωσ’ η θάλασσα πανιά, το κύμα παλικάρια
και το μικρό ναυτόιπουλο σαράντα μίλια πάει.
Όλες οι μάνες κλάψανε κι όλες παρηγοριούνται,
μόνο μια μάνα ενός παιδιού παρηγοριά δεν έχει.
Μαζεύει πέτρες στην ποδιά και τρόχαλα στον κόρφο,
πετροβολάει τη θάλασσα πο ‘πνιξε το παιδί της.

● Από το Πευκοχώρι
(Άγνωστοι οι αφηγητές)

099 «Της ξενιτιάς»

Το πώς να ‘ρθουμε, μάνα μου, μας έχουν ξεκληρίσει,
μας διώξανε στην ξενιτιά, μας ΄έχουν αφανίσει.
Μάνα μου, κάνε υπομονή και μην το επιμένεις
να ‘ρθουμε τώρα γλήγορα, να μη μας περιμένεις.
Όταν θα έρθει ο καιρός, άλλη τετραετία,
τότε θα σβήσει, μάνα μου, το μίσος κι η κακία.
Όλος ο κόσμος, μάνα μου, όταν θ’ αγαπηθούμε,
τότε θα έρθουμε κι εμείς, τον κόσμο να χαρούμε

100. «Ερωτικό»

Ας τραγουδήσω να χαρώ τα γηρατειά για νιάτα,
όσο να μπουν στη μαύρη γη να τα σκεπάσει η πλάκα.
Μ’ αρρώστησες, αγάπη μου, και χάνονται τα νιάτα
και θα ταφούν στη μαύρη γη, θα τα σκεπάσει η πλάκα.
Μου ‘χεις πληγώσει το κορμί και κάθε μέρα σβήνω,
μα πλησιάζει ο καιρός, που φεύγω και σ’ αφήνω..
Φεύγω, αγάπη μου γλυκιά, έλα να σε φιλήσω
και σου ζητώ συγχώρεση, προτού να ξεψυχήσω.

101. «Το αηδόνι»

Δε λαλείς, καημέν’ αηδόνι, το πρωί με τη δροσιά,
λάλα, αηδόνι μου, γλυκά.
Να ξυπνήσεις τον υιόν μου, που ‘ναι στο βουνό ψηλά
Και στο γέρο-Όλυμπο.
Να του πεις, γλυκό μου αηδόνι, να θυμάται την ευχή,
την ευχή της μάνας του.
Αν δε διώξει τους εχθρούς μας απ’ την ένδοξή μας γη,
δεν τον έχω για παιδί.
Απορώ, Μακεδονία, πώς βαστάς υπομονή
και δε βλέπεις τα παιδιά σου μέρα νύχτα στη σφαγή.

102. «Τι έχεις, καημένε πλάτανε»
(Για το χαλασμό της Κασσάνδρας)

-Τι έχεις, καημένε πλάτανε, και είσαι λυπημένος,
μέρα και νύχτα στο νερό και πάλι μαραμένος;
-Τι να σας πω, μωρέ παιδιά, τι να σας μολογήσω;
Λουμπούτ πασιάς επέρασε με όλο του τ’ ασκέρι
κι όλοι στον ήσκιο μ’ κάθισαν και όλοι στη δροσιά μου
κι όλοι σημάδι μ’ έβαλαν, όλοι με τα ντουφέκια.
Κι ο ίδιος ο Λουμπούτ πασιάς κατάκορφα με ρίχνει.
Γι’ αυτό κι εγώ μαράθηκα.

103. «Η Αναστασιά»

Βλέπεις εκείνο το βουνό, που ‘ναι ψηλό ‘που τ’ άλλα;
Εκεί ‘ναι πύργος γυάλινος με κρουσταλλένια τζάμια.
Εκεί κοιμάται μια ξανθιά, μιας χήρας δυχατέρα.
Μα πώς να την ξυπνήσουμε και πώς να της το πούμε;
-Ξύπνα, καημένη Αναστασιά, ξύπνα και μην κοιμάσαι,
ξύπνα ν’ ανάψεις τη φωτιά, να σβήσεις το λυχνάρι,
γιατί μας πήρε η χαραυγή.

104. «Σκιώτσα παπαδιά»

Μια παπαδιά, μια καλογριά, μια ρασοφορεμένη,
Σκιώτσα, Σκιώτσα παπαδιά, συ μου καίγεις την καρδιά.
Εννιά φορές πάει για νερό και τς εννιά πλέν’ τα ποδάρια τς,
Σκιώτσα, Σκιώτσα παπαδιά, συ μου καίγεις την καρδιά.
Κι ο Γιαγιατζής τη ρώτησε και ο Γιώργος τη ρωτάει,
Σκιώτσα, Σκιώτσα παπαδιά, συ μου καίγεις την καρδιά.
-Μωρ’ τι το κάνεις το νερό και το κουβαλάς στην πλάτη,
Σκιώτσα, Σκιώτσα παπαδιά, συ μου καίγεις την καρδιά.
Ν’ έχω λουλούδια στην αυλή και θέλω να τα ποτίσω,
Σκιώτσα, Σκιώτσα παπαδιά, συ τρελαίνεις τα παιδιά.

Wednesday, August 26, 2020
Από το Πολύχρονο

105. «Ποιος είναι π’ αναστέναξε» Ευθαλία Ζάχου

Ποιος είναι π’ αναστέναξε και στάθηκε φιργάδα;
Αν είν’ από τους δούλους μου, ν’ αυξήσω το μισθό του
κι αν είν’ από τους σκλάβους μου τη λευτεριά να δώσω
και ένα άλογο γοργό, πιο γλήγορα να φτάσει.
-Εγώ ‘μαι π’ αναστέναξα και στάθηκα φιργάδα,
που ‘μουν τριών μηνών γαμπρός, δώδεκα χρόνια σκλάβος,
πήχες γενήκαν τα μαλλιά και πιθαμές τα νύχια.
Και πήρα γράμμα ‘π’ το χωριό και γράμμα απ’ τη μάνα μ’,
παντρεύουν τη γυναίκα μου, τη δίνουν στον εχθρό μου.
Φιργάδα = Πιθανόν, σα φρεγάτα

106.«Το ζηλεμένο μου» Γιώργος Αλεξανδρής

Η αγάπη μ’ με παράγγειλε, ζηλεμένο μου, ερ να πάω να τη φιλήσω
και πίσω να γυρίσω, λαμπρό μου φεγγαράκι μου.
Παίρνω το δρόμο, το δρομί, ζηλεμένο μου, ερ δρομί το μονοπάτι,
βάσανα που ‘χ’ η αγάπη, λαμπρό μου φεγγαράκι μου.
Χτυπώ την πόρτα τρεις φορές, ζηλεμένο μου, ερ πεντέξ το παραθύρι,
η αγάπη δεν ανοίγει, λαμπρό μου φεγγαράκι μου.
Αν έχεις άλλον στην καρδιά, ζηλεμένο μου, ερ πες μου να φύγω πίσω
και να μη ξαναγυρίσω, λαμπρό μου φεγγαράκι μου.

107.«Τα παπούτσια στο ζωνάρ’» Γιώργος Αλεξανδρής

Όλη νύχτα περπατώ, περπατώ χωρίς φεγγάρ’,
τα παπούτσια μ’ στο ζωνάρ’ και το κέντημα στο χερ’.
Κι έπλεκα το νιο γαϊτάν’, στη σειρά μαργαριτάρ’.

108. «Κάτω στου παπά τ’ αλώνι» Γ. Αλεξανδρής

Σαν απόψε τέτοιαν ώρα, κάτω στου παπά τ’ αλώνι,
κάτω στου παπά τ’ αλώνι, στου πασιά το περιβόλι
χόρευαν οι παντρεμένες, χήρες κι αρραβωνιασμένες.
Χόρευε κι η Γερακίνα στολισμέν’, αρματωμένη.

109,«Η κοντοχαμαϊδούλα» Γιώργος Αλεξανδρής

Εψές αργά επέρασα, κοντοχαμαϊδούλα μ, γεια σου Λεμονιά,
έέρα ‘π’ τη γειτονιά σου, κοντοχαμαϊδούλα μ’, γεια σου.
Και είδα που σε μάλωναν, κοντοχαμαϊδούλα μ’, γεια σου Λεμονιά
η μάνα σου και η γιαγιά σου, κοντοχαμαϊδούλα μ’, γεια σου.
Κι αν σε μαλώναν για τ’ εμέ, κοντοχαμαϊδούλα μ’, γεια σου Λεμονιά,
από κει να μην περάσω, κοντοχαμαϊδούλα μ’, γεια σου.

110. «Η Ένωση της Κρήτης» Γιώργος Δαλαμάγκας

Μαύρα μου χελιδόνια κι άσπρα μου πουλιά,
εσείς ψηλά πετάτε και διαβαίνετε.
Μην είδατε, καλέ, την Ένωση της Κρήτης;
Εψές, προψές την είδαμε στης Πόλης τα μπουγάζια,
που τηνε κυνηγούσανε τρεις τούρκικες φρεγάδες
και δεν τη φτάνανε, καλέ, ουδέ και στα μισά της.
Και τηνε κανονιάρουνε και σπάζουν το τιμόνι
και ξαναδευτερώνουνε και σπάζουν το κουμπάσο.
Και τότε εφώναξε, καλέ, ο πρώτος καπετάνιος.
Άιντε, ορέ Ντουραχμέτ πασά, να σιάσω το τιμόνι
και αν με φτάσετε, καλέ, ουδέ και στα μισά μου,
σκλάβος και δούλος γίνομαι κι εγώ και τα παιδιά μου.

111. «Δώδεκα χρονών κοράσι» Γ. Δαλαμάγκας

Δώδεκα χρονών κοράσι πάει για καλογριά
μήτε το σταυρό της κάνει μήτε προσκυνά.
Μον’ στο σταυροδρόμι στέκι και κρασί πουλά.
-Καλογριά μου, το κρασί σου πόσο το πουλάς;
-Πέντε φράγκα τς παντρεμένους, τζάμπα στα παιδιά.
-Καλογριά μου, κι αν μεθύσω και αν νυχτωθώ,
είμαι ξένος ο καημένος, πού να κοιμηθώ;
-Ξένε μου, και αν μεθύσεις και αν νυχτωθείς,
έλα, πάμε στο κελί μου, για να κοιμηθείς.
Έχω πάπλωμα στρωμένο και γλυκό κρασί
και κορμί, για ν’ αγκαλιάσεις σα χλωρό κλαρί.

112.«Μια νια αγαπάει ένα νιο» Γ. Δαλαμάγκας (παραλογή)

Μια νια αγαπάει ένα νιο, την αγαπάει κι εκείνος.
Η νέα ήτανε πιστή και άπιστος εκείνος.
Μια μέρα που καθόντανε σ’ όμορφο περιβόλι,
γυρίζ’ η νια και λέει στο νιο με βάσανα και πόνους.
-Γιώργο, παρήλθε ο καιρός, έλα να παντρευτούμε,
να φύγουμ’ απ’ τα βάσανα, ελεύθερα να ζούμε.
-Αν θέλεις συ να παντρευτείς, παντρέψου συ μονάχη,
γιατί εγώ βαρέθηκα την εδική σου αγάπη.
Αμέσως πάει κι αγόρασε το έρημο φαρμάκι,
στην κάμαρή της κλείστηκε και το ‘πινε μονάχη.
Να βλέπατε, πώς το ‘πινε, με πόση γρηγοράδα!
Και νόμιζε πως ήτανε του γάμου η σουμάδα.

113. «Σου είπα, μάνα μ’, πάντρεψέ με»

-Σου είπα, μάνα μ’, πάντρεψέ με, σπιτονοικοκύρεψέ με
και στα ξένα μη με δώσεις, γιατί θα το μετανιώσεις.
Και στα ξένα, αν αρρωστήσω, ποια μανούλα θα ζητήσω;
-Θα ζητήσεις την κουνιάδα και την πρώτη συννυφάδα.
-Η κουνιάδα δεν αδειάζει, συννυφάδα μπουγαδιάζει

114. «Η αδελφική αγάπη» Γ. Δαλαμάγκας (παραλογή)

Ανάθεμά τον, που θα πει, τα’ αδέρφια δεν πονιούνται,
τ’ αδέρφια σκίζουν τα βουνά και δέντρα ξεριζώνουν.
Δυο αδέρφια είχαν μια αδερφή στον κόσμο ξακουσμένη.
Τη ζήλευε η γειτονιά και τη φθονούσε η χώρα.
Τη ζήλεψε κι ο Χάροντας και θέλει να την πάρει.
-Άνοιξε, κόρη, άνοιξε, ‘τοιμάσου να σε πάρω.
Εγώ είμαι ο γιος της μαύρης γης, τς αραχνιασμένης πέτρας.
-Άσε με, Χάρε, άσε με, σήμερα μη με πάρεις.
Ταχιά Σαββάτο θα λουστώ, την Κυριακή ν’ αλλάξω
και τη Δευτέρα το πρωί έρχομαι μοναχή μου.
Απ’ τα μαλλιά την άρπαξε κι η κόρη κλαίει και σκούζει.
Να, και τ’ αδέρφια που ‘φτασαν ψηλά π’ το κορφοβούνι.
Τον Χάροντα κυνήγησαν και γλίτωσαν την κόρη.

115.«Η πλούσια και η φτωχή» Γ. Δαλαμάγκας

Ο πλούσιος αγάπησε, φτωχή θέλει να πάρει.
Μα η μάνα του, η δίγνωμη, στα λόγια τονε βάζει.
-Καλή είναι, μάνα, η φτωχή, έχει περίσσια χάρη,
που λάμπει το κορμάκι της σαν το μαργαριτάρι.
Της μάνας του εγίνηκε, την πλούσια επήρε
και τη φτωχή παράτησε, οπού την αγαπούσε.
Δεν πέρασε πολύς καιρός κι η πλούσια πεθαίνει
και η φτωχή παντρεύεται και πλούσιονε παίρνει.
Στο δρόμο που επήγαινε, συνάντησε ζητιάνο.
-Ελάτε σκλάβες μου μπροστά και δούλες από πίσω.
Φτωχός ζητιάνος έρχεται, για να τον ελεήσω.

116. «Τα μελιτζανιά» Γ. Δαλαμάγκας

Θέλω να τραγουδήσω κι γης να μαραθεί,
ο ήλιος να θαμπώσει για μια μελαχρινή.
Της γης τα χορταρούδια έχουν μια μυρουδιά,
όλοι αγαπούν στα ξένα κι εγώ στη γειτονιά.
Τα μελιτζανιά (τρις) να μην τα βάλεις πια.
Πάλι τα ‘βαλες (τρις) και μας παλάβωσες.

117. «Κοιμάται η Ελένη μοναχή» Γιώργος Δαλαμάγκας

Κοιμάται η Ελένη μοναχή έξω στο μπαλκονάκι.
Σηκώνεται πρωί-πρωί, βρίσκει τον κόρφο τς ανοιχτό
και το βρακί λυμένο.
-Ποιος είν’ αυτός που μου ‘κανε αυτό το ρεζιλίκι;
Αν είν’ από τον άντρα μου, χαράμι να του γίνει
κι αν είν’ απ’ τους ελεύθερους, χαλάλι να τους γίνει.
Βγάζει ντελάλη στο χωριό, ντελάλ’ στους μαχαλάδες.
-Το Μάη κρασί μην πίνετε κι έξω να μην κοιμάστε,
γιατί γυρνούν οι μάγκηδες, παιδιά σαν τα λιοντάρια,
έχουν ψωμί για τα σκυλιά, κρέας για τα λιοντάρια,
έχουνε και γλυκό κρασί τις όμορφες ποτίζουν.
Το Μάη κρασί μην πίνετε και έξω μην κοιμάστε.

118.«Η μικροπαντρεμένη» Γ. Δαλαμάγκας

Δώδεκα χρονών κοράσι πάει στη μάνα τς κλαίγοντας,
τα στεφάνια στην ποδιά της κι έκλαιγε τον άντρα της.
Σώπα συ, καημένη κόρη, μην πολυπικραίνεσαι,
νέα κι όμορφ’ είσ’ ακόμα και ξαναπαντρεύεσαι.
Σώπα συ, καημένη μάνα, τι είν’ τα λόγια που με λες;
Σαν τον πρώτο μου τον άντρα δε θα ξαναβρώ ποτές.

119. «Η Ευγενούλα» Γ Δαλαμάγκας (παραλογή)

Η Ευγενούλα, η μοσχονιά, η μικροπαντρεμένη,
εβγήκε και παινεύτηκε πως χάρο δε φοβάται,
γιατ΄’ είν’ τα σπίτια της ψηλά κι άντρας της παλικάρι,
γιατ’ έχει τους εννιά αδερφούς, τους καστροπολεμίτες,
π’ όλα τα κάστρα πολεμούν και χώρες παραδίδουν.
Κι ο Χάροντας σαν τ’ άκουσε, πολύ του κακοφάνη.
Μαύρο πουλί εγίνηκε σα μαύρο χελιδόνι
και βγήκε και σαΐτεψε την όμορφη την κόρη
μέσ’ στο λιανό το δάχτυλο, που ‘χε τον αρραβώνα.
Και μπαινοβγαίνουν οι γιατροί και γιατρεμό δε βρίσκει.
Και μπαινοβγαίν’ η μάνα της μα τα μαλλιά λυμένα.
-Τι έχεις, μανούλα μου, και κλαις και βαριαναστενάζεις;
-Πεθαίνεις, Ευγενούλα μου, και τι με παραγγέλνεις;
-Μάνα, σ’ αφήνω γεια και ντύσε με σα νύφη.

● Από τη Φούρκα

120. «Ο καπετάνιος» Αικατερίνη Μακρή

Σηκώνομαι πολλά πρωί, τρεις ώρες πριν να φέξει
και παίρνω πλάι τα βουνά, πλάι τα κορφοβούνια.
Κι ακούω τα δέντρα να βογκούν και τις οξιές να τρίζουν,
κλαίνε τον καπετάνιο τους που είναι λαβωμένος
και γύρω του συνάχθηκαν όλα τα παλικάρια.
Σήκω, καλέ μας αρχηγέ, ανδρείε καπετάνιε!
Για πιάστε με, παιδιά μ’, να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω
και φέρτε τη χρυσή τη χάρτα μου και τ’ αργυρό κουμπάσο.
Να κουμπασάρω τον καιρό να πιάσουμε λιμάνι,
να παν οι ναύτες για νερό και τα παιδιά για ξύλα.

121. «Η Μαρούδα» Ελένη Μυλωνά

Όσες βρυσούλες με νερό κι όσα βουνά με χιόνια,
εκεί με στέλν’ η μάνα μου, κρύο νερό να φέρω.
Στο δρόμο που επήγαινα, στο δρόμο που πηγαίνω,
κανένα δεν αντάμωσα πεζό και καβαλάρη.
Μόν’ το Δημήτρη αντάμωσα, τον αγαπητικό μου,
αχ καλημέρα, Δημήτρη μου, καλώς την τη Μαρούδα.
Πού ‘σουν εψές, λεβέντη μου, πού ‘σουν προψές το βράδυ;
Εψές ήμαν στη μάνα μου, προψές στην αδερφή μου.
Κι απόψε, μαυρομάτα μου, θα κοιμηθούμε αντάμα
σε ταφταδένιο πάπλωμα, σε πουπουλένιο στρώμα.
Κι αν κοιμηθείς, λεβέντη μου, τότε θα καταλάβεις,
που ‘χω τον ύπνο διάφορο.

122. «Μάνα μ’, με μικροπάντρεψες» Αικατερίνη Μακρή (Βλάχικο)

Μάνα μ’, με μικροπάντρεψες και μ’ έδωσες στους κάμπους.
Εδώ το κάμα δε βαστώ, ζεστό νερό δεν πίνω,
ν’ εδώ τρυγόνες δε λαλούν, δεν κελαηδούν τ’ αηδόνια
και δε λαλούνε τα πουλιά, δεν το μπορώ να μείνω,
πάρε με, μάνα μ’, πίσω στα βουνά

123. «Η Μαρίτσα» Ελένη Μυλωνά

Ανθίζεις και μοσχοβολάς, Μαρίτσα μου,
και μένα με μαραίνεις και μένα με μαραίνεις.
Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά, Μαρίτσα μου,
και θα λυγίσ’ ο κλώνος και θα λυγίσ’ ο κλώνος.
Και θα σου φύγει το πουλί, Μαρίτσα μου,
και θα σου μείνει ο πόνος και θα σου μείνει ο πόνος

124 «Ξενάκι μου, αν μ’ αγαπάς» Ελένη Μυλωνά

Ξενάκι μου, αν μ’ αγαπάς, άιντε, κι αν θέλεις να με πάρεις,
πάρε το ταμπουράκι σου, άιντε, κι έλα στη γειτονιά μου.
Και παίξε και τραγούδησε, άιντε, και πες για τ’ όνομά μου,
για να σ’ ακούσ’ η μάνα μου, άιντε, να βγει να σε ρωτήσει.
Τι θέλεις, ξένε, κι ήρθες ‘δώ, άιντε, κι όλο πυκνοδιαβαίνεις;
Τη θυγατέρα σ’ αγαπώ, άιντε, και θέλω να την πάρω.
Ξένε μ’, τη θυγατέρα μου, άιντε, την έχω εδωμένη,
την έχω δώσ’ γραμματικό, άιντε, κι ένα παπά εγγόνι.

125. «Ε, γκιουζέλ ουλά…» Ελένη Μυλωνά

Από την Αθήνα, όταν πέρασα, βλέπω μια στο παραθύρι,
τη χαιρέτησα, ε, γκιουζέλ ουλά, άλα κουτσαμπά.
Είχε μαύρα μάτια και σγουρά μαλλιά, είχε και στο μάγουλο
μια μαύρη ελιά, ε γκιουζέλ ουλά, άλα κουτσαμπά.
Δε μας τη χαρίζεις, δε μας την πουλάς την ελίτσα που ‘χεις,
φως μου, και μας τυραννά, ε γκιουζέλ ουλά, άλα κουτσαμπά.
Δε σας τη χαρίζω, δε σας την πουλώ την ελίτσα που ‘χω,
ξένε μ’, και σας τυραννά, ε γκιουζέλ ουλά, άλα κουτσαμπά.

● Από τη Χανιώτη

126. «Διώξε με, μάνα μ’, διώξε με» Χαρίκλεια Βογιατζή

Διώξε με, μάνα μ’, διώξε με κι εγώ θέλω να φύγω.
Θα κάνεις μήνες να με δεις, χρόνια να μ’ ανταμώσεις.
Θα κάνεις κι ένα ‘ξάμηνο να πας στην εκκλησιά.
Κι αν πας, μάνα μ’, στην εκκλησιά, το στασίδι μ’ θα ‘ναι άδειο.
Όσα καράβια κι αν θα ‘ρθουν, όλα θα τα ρωτήσεις:
Μην είδατε το γιόκα μου, το πρώτο παλικάρι;
Διώξε με, μάνα μ’, διώξε με κι εγώ θέλω να φύγω.
Θα κάνεις μήνες να με δεις, χρόνια να μ’ ανταμώσεις.

127. «Άγρια περιστερούλα μου»

-Άγρια περιστερούλα μου και χαμαϊδή τρυγόνα,
σ’ όλον τον κόσμο ήμερη, σε μένα στέκεις άγρια.
Ρίξε την αγριοσύνη σου κι έλα κοντά μου κάτσε
να με κερνάς γλυκό κρασί, να τραγουδάς να πίνω.
Δεν έρχομαι, λεβέντη μου, στο γόνα σου να κάτσω,
γιατ’ αύριο θα παινευτείς με τ’ άλλα παλικάρια,
πως φίλησες μιαν έμορφη, μια χαμαϊδή τρυγόνα.

ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ (LINKS):

Monday, August 30, 2021

Τα Μετόχια της χερσονήσου Κασσάνδρας
Επιφανείς Κασσάνδρας
Οι υγρότοποι της Κασσάνδρας από ιστορικο-αρχαιολογική άποψη
Λαογραφία & Πολιτισμός στην Κασσάνδρα
Η λίμνη Μαυρόμπαρα με τις σπάνιες χελώνες στο Πολύχρονο
Περιπατητικές Διαδρομές στην Χερσόνησο της Κασσάνδρας
Το πυροβόλο FLAK 30 των 20mm στην παραλία της Φούρκας
Ζωγράφοι-Γλύπτες
Λαϊκοί Οργανοπαίχτες & Τραγουδιστές της Κασσάνδρας
Λογοτέχνες-Συγγραφείς-Επιστήμονες της Κασσάνδρας
Οι Εκκλησίες & Τα Παρεκλήσια Της Κασσάνδρας (Φωτογραφίες)
Φεστιβάλ & Πολιτιστικές εκδηλώσεις στην Κασσάνδρα
Ιαματικά Λουτρά Αγίας Παρασκευής (SPA)
Παλαιοχριστιανική Βασιλική στη θέση Σωλήνας Καλλιθέας
Παναγία Φανερωμένη ξωκλήσι του 16ου αιώνα στην Νέα Σκιώνη
Βυζαντινός Πύργος & Αγίασμα του Αγίου Παύλου στην Νέα Φώκαια
Άγιος Αθανάσιος τοιχογραφημένος ναός της Φούρκας
Ξενοφών Παιονίδης επιφανής αρχιτέκτωνας από την Φούρκα
Άγια Τριάδα τοιχογραφημένος ναός του Κασσανδρινού
Εκκλησία της Παναγίας τοιχογραφημένος ναός (1619) της Καλάνδρας
Ο Φάρος στο Ποσείδι
Τα παλιά σπίτια της Κασσάνδρειας
Ο ανεμόμυλος της Κασσάνδρειας
Ο γεροπλάτανος της Κασσάνδρειας
Παλαιοντολογικά ευρήματα στην Κρυοπηγή
Υγρότοποι Νέας Φώκαιας (NATURA 2000)
Το Σπήλαιο στα Λουτρά της Αγίας Παρασκευής Χαλκιδικής
Μικρό αφιέρωμα στους εκλεγμένους Πολιτικούς της Κασσάνδρας
Μοτέλ Ξενία Παλιουρίου (1962)

Kassandra Hotels
Συνεργαζόμενες ιστοσελίδες (Links):
Kassandra Halkidiki Guide Kassandra Restaurants Bars Clubs Halkidiki GreeceKassandra Halkidiki Kassandria Town Kassandra Halkidiki Drones Kassandra Halkidiki Computers Kassandra Halkidiki Posters for Decoration Kassandra Halkidiki Real Estate Kassandra Halkidiki Dj Vangelis